Η επίθεση που δέχθηκε από σύσσωμη την αντιπολίτευση ο Γιώργος Γεραπετρίτης, για τις πρόσφατες δηλώσεις του περί ΜΕΘ, ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα σύνηθες περιστατικό στρέβλωσης των λόγων του πολιτικού αντιπάλου. Hταν, πιστεύω, ένα γεγονός που αποκαλύπτει την πραγματική διαχωριστική γραμμή στην πολιτική αντιπαράθεση σήμερα, εν καιρώ κορωνοϊού.
Από τη μία, έχουμε την αντίληψη του υπουργού Επικρατείας και της κυβέρνησης ότι, δηλαδή, οι περισσότερες ΜΕΘ δεν είναι λύση από μόνες τους, εφόσον δεν καταβάλλεται σοβαρή προσπάθεια πρόληψης. Μόνο ΜΕΘ, χωρίς πρόληψη, θα σήμαινε περισσότερες εισαγωγές και, άρα, περισσότερους θανάτους. Αυτό είπε στην περίφημη συνέντευξή του ο Γεραπετρίτης. Ο ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε να απομονώσει από το πλαίσιο του γενικότερου συλλογισμού τη φράση που συσχετίζονται οι ΜΕΘ με τους θανάτους και ακολούθησε το παροιμιώδες σύστριγκλο.
(Ηλιθίως, πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ έτρεξε να κολλήσει και το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ. Οπότε, ας μην αναρωτιέται η πρόεδρος Φώφη τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε…)
Από την άλλη, έχουμε την αντίληψη της Ολγας Γεροβασίλη και του ΣΥΡΙΖΑ, που λένε ευθέως ότι έχουμε λοκντάουν επειδή δεν έχουμε ΜΕΘ. (Στη Γερμανία που έχουν 10.000 θέσεις ΜΕΘ, γιατί έχουν λοκντάουν; Ρητορικό το ερώτημα…) Επομένως, δώστε ΜΕΘ στον λαό για να γλιτώσουμε το λοκντάουν. Για να είμαι δίκαιος και ακριβής, όμως, η μητρότητα της συγκεκριμένης προσέγγισης δεν ανήκει στην κ. Γεροβασίλη. Πρόκειται για την αντίληψη που εκφράζει με πηγαίο τρόπο και χωρίς περιττές θεωρητικές επεξεργασίες η μεγάλη κυρία του θεάτρου μας, Βάνα Μπάρμπα, με τις ζουμερές αναρτήσεις της στα κοινωνικά δίκτυα (αναδημοσίευσα προ ημερών ένα τέτοιο διαμάντι). Είναι η αντίληψη που θέλει το κράτος σε ρόλο πατερούλη, με αστείρευτο πορτοφόλι και τον πολίτη σε ρόλο ανώριμου εξαρτώμενου τέκνου, που δεν έχει ιδέα πώς γεμίζει το πορτοφόλι, αλλά περιμένει τον μπαμπά να καθαρίσει.
Ας αποφασίσει ο καθένας μας ποια από τις δύο προσεγγίσεις στο θέμα είναι η προτιμότερη: έχουμε να διαλέξουμε μεταξύ ρεαλισμού και ιδεοληψίας. Ας αποφασίσουμε, επίσης, τι είδους πολιτικούς θέλουμε: εκείνους που μιλούν με την ευθύνη της αλήθειας ή τους άλλους που κολακεύουν ασύστολα; Εν τέλει, ας αποφασίσουμε τι θέλουμε να είμαστε: σκεπτόμενοι πολίτες ή γίδια στο κοπάδι της Ολγας της βοσκοπούλας;
Επάνω στην αντίληψη των Μπάρμπα/Γεροβασίλη (είναι και σχεδόν συντοπίτισσες: η πρώτη από τα Γιάννενα, η άλλη από την Αρτα) στηρίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα του λαϊκισμού και, όποτε τολμά κάποιος να την αμφισβητήσει, τα θεμέλια του τρίζουν. Για τον λόγο αυτόν, στρέβλωσαν τα λεχθέντα του Γεραπετρίτη και χύμηξαν να τον κατασπαράξουν ζωντανό. Κατέφυγαν στη διαστρέβλωση και τον εκφοβισμό, επειδή απειλήθηκε ο μωσαϊκός νόμος της Αριστεράς, που δεν θέλει πολίτες, αλλά μια μάζα άμωμη, αναμάρτητη και ανεύθυνη, η οποία καθοδηγείται από το κομματικό κράτος.
Το αισχρό της μεθόδου με την οποία επιτέθηκαν στον Γεραπετρίτη είναι ότι η διαστρέβλωση υποβαθμίζει σοβαρά την ποιότητα του πολιτικού λόγου. Το γνωρίζουν οι διαστρεβλωτές και το κάνουν σκοπίμως, ώστε να φοβάται ο αντίπαλος να εκφράσει αντίλογο στα ταμπού της Αριστεράς και, εν τέλει, ο διάλογος να γίνεται με συνθήματα, μυκηθμούς και δισύλλαβα, μέσα στα οποία μια πιο σύνθετη σκέψη, ένας πιο απαιτητικός συλλογισμός, δεν θα έχουν θέση, ενώ η ανοησία, το ψεύδος, η ιστορική ανακρίβεια δεν θα ενοχλεί. Παράδειγμα; «Η χούντα δεν τελείωσε το 73»…
Ενα από τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας, που έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης των θεσμών της είναι ότι η εύρυθμη λειτουργία της εξαρτάται όχι μόνο από την τήρηση των γραπτών νόμων, αλλά και από τον σεβασμό των άγραφων κανόνων ―είναι η διάκριση που βλέπουμε σε σύγχρονα κείμενα πολιτικής επιστήμης μεταξύ των εννοιών «rule» και «norm». Λαϊκιστές, αντισυστημικοί και οπαδοί του αυταρχισμού βασίζουν τη δύναμή τους στην καταπάτηση των άγραφων κανόνων της δημοκρατίας. Η κατάφωρη διαστρέβλωση του λόγου του αντιπάλου είναι ένας από αυτούς.