Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Τάσος Ψαρράς διακόπτει το μοντάζ του για να συνομιλήσουμε. Η εικόνα που μου έρχεται στον νου είναι ενός ερευνητή, βυθισμένου στο πεδίο του που για λίγο ανοίγει το φως και μας αφηγείται την πορεία του. Μια πορεία ζηλευτή, μα και δύσκολη. Κινηματογραφιστής με βαθύ κοινωνικό πρόσημο και δημιουργός επιτυχιών όπως το «Εργοστάσιο», ο «Μάης», το «Καραβάν Σαράι» ή οι σειρές «Πρίγκηπας» (του Μήτσου Κασόλα), «Καρυωτάκης» και άλλες, δουλεύει το ίδιο επιμελώς. Είτε έχει να κάνει με έναν συγγραφέα από εκείνους που φωτίζει στη βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών σειρά «Εποχές και Συγγραφείς» για την ΕΡΤ, είτε έχει να κάνει με καθαρή μυθοπλασία για τις ταινίες του. Εξέχον μέλος της γενιάς του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, μας αφηγείται τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη, την πρώτη του μύηση στο σινεμά και τη μεταπολιτευτική του περιπέτεια στην τέχνη του αλλά και στην τηλεόραση.

Ξεκινώ με κάτι προσωπικό. Οταν είχα πάει αποστολή για την εφημερίδα παλιότερα στην Ελευθερούπολη, έψαχνα το σημείο όπου είχε γυριστεί το «Καραβάν Σαράι». Θυμάμαι, και έτσι είναι, πως ήταν αναφορά για τους ντόπιους το κτίριο. Πώς μια ταινία καθορίζει ένα τοπόσημο. Νομίζω γενικά πως οι τόποι περνούν από το έργο σας, εννοώ από τις ταινίες, τα ντοκιμαντέρ και τις σειρές σας. Είναι έτσι;

Είναι, ναι. Μια φορά περνώντας από την Ελευθερούπολη, χάθηκα, και μου το δείξανε. Οι τόποι περνούν από το έργο μου. Κυρίως η Βόρειος Ελλάδα που έτσι κι αλλιώς είμαι από κει.

Γενέτειρά σας;

Θεσσαλονίκη. Μεγάλωσα εκεί (με καταγωγή από τον Χορτιάτη), οι γονείς μου ήταν δάσκαλοι, γυρίσαμε διάφορες περιοχές στον νομό. Εκεί έκανα σχολείο και πανεπιστήμιο, στην Κτηνιατρική. Και μετά κατέβηκα στην Αθήνα. Πήγα όμως και σε σχολή θεάτρου, για να δω πιο πολύ τη διαδικασία της υποκριτικής.

Ποια σχολή;

Παρακολουθούσα μαθήματα με τον Ζήζο Χαρατσάρη, έκανε πολύ καλή δουλειά αλλά δεν ήμουν για να γίνω ηθοποιός, ήθελα να δω πώς δουλεύει ο ηθοποιός. Εμείς στο σινεμά δίνουμε προτεραιότητα στις μηχανές και στα πλάνα. Μετά κατέβηκα στην Αθήνα και πήγα στη Σχολή Σταυράκου και Χατζίκου, ήταν ο Ραφαηλίδης και άλλοι εκεί, επί χούντας αυτά, υπήρχε μια αναζήτηση. Και εμείς δεν ήμασταν και πολύ ήσυχα παιδιά…

Λέσχη Θεσσαλονίκης, Παύλος Ζάννας. Νομίζω πως σας καθόρισε η συμμετοχή σας.

Ηταν το πρώτο βάπτισμα για μένα. Κατάλαβα πως υπήρχε ένας άλλος κινηματογράφος. Ηξερα τον νεορεαλισμό και γενικά τον ιταλικό, πάντα με συγκινούσε, ξανάδα τις «Νύχτες της Καμπίρια» του Φελίνι προσφάτως και πάλι με συγκίνησε.

Απόψε έχει τον «Κομφορμίστα» του Μπερτολούτσι στην ΕΡΤ (η συνέντευξη έγινε την περασμένη Τετάρτη). Ξέρω πως είχατε μια ιστορία με αυτό το φιλμ…

Είχαμε περιπέτειες επί χούντας, όταν είχαμε δημιουργήσει τη Λέσχη Κινηματογράφου, έρχονταν σκηνοθέτες από την Αθήνα, όπως ο Αγγελόπουλος. Κάποια στιγμή ξέραμε πως θα έλθουν και θα μας κλείσουν οι της δικτατορίας, και αυτό έγινε με την προβολή του «Κομφορμίστα». Εγινε η αιτία να κατέβω στην Αθήνα.

Πότε κατεβαίνετε;

1971-1972. Μας έπιασαν όλους και εκείνη τη στιγμή έπρεπε να γίνει ανάκριση για να μας τρομάξουν. Πλησίαζε Πάσχα, σηκώθηκα και έφυγα για την Αθήνα. Από εκείνη τη Λέσχη έγιναν καλά πράγματα. Για παράδειγμα, γνωρίστηκαν φοιτητές μεταξύ τους, αναπτύχθηκαν δομές αλληλεγγύης, αλληλοβοήθειας. Ανατάχθηκε το φοιτητικό κίνημα και οι τοπικοί σύλλογοι και μέσω αυτού του τρόπου. Ο Μπάμπης Καλλιπολίτης και εγώ αλλά και άλλοι εκ των δραστήριων διοργανωτών μπήκαμε στο στόχαστρο, μας φοβέρισαν και έτσι έφυγα. Μάλιστα χωρίς ταυτότητα, που την ξαναβρήκα το 1980.

Επειδή γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στη Θεσσαλονίκη, έχετε προλάβει και πριν από τη χούντα τον απόηχο της δολοφονίας Λαμπράκη φαντάζομαι.

Ημουν αρκετά μικρός. Ή δευτέρα ή τρίτη γυμνασίου, είχα τη μυρωδιά τού τι είχε γίνει. Τον Λαμπράκη τον έψαξα αργότερα. Ηταν πολύ ταραγμένο το κλίμα πάντως. Η Θεσσαλονίκη είχε και ένα άλλο πρόβλημα βέβαια, που ήταν ο περιβόητος Δράκος. Ο καθένας το προσλάμβανε διαφορετικά. Το χρησιμοποιούσε βέβαια και το κατεστημένο. Εκτός από τον τρόμο που έφερε, φτιάχνανε το έδαφος για μια φοβία. Τον Λαμπράκη βέβαια τον ζούσαμε πολλές γενιές.

Ποιο μοντέλο κυριαρχούσε τότε στον κινηματογράφο του ’60; Φίνος;

Εμείς τη δεκαετία του ’60 αρχίζαμε σταδιακά να καταλαβαίνουμε πως χρειάζεται ένας άλλος κινηματογράφος. Ημουν στον φοιτητικό όμιλο που γινόταν πολύ καλή δουλειά, φέρνανε ταινίες του Γκοντάρ, του Τρυφό, ελληνικές με περιεχόμενο, είχε αρχίσει να φτιάχνεται ένα στίγμα. Οταν έγινε η δικτατορία, το χάσαμε αυτό. Πρώτα κλείσανε το «Αμαλία» που παίζονταν παραστάσεις σπουδαίες με ηθοποιούς όπως η Πατεράκη, μετά κλείσανε εμάς.

Μιλήστε μου για τη γενιά αυτή…

Σημαντική γενιά ήταν, εγώ ήμουν μια γενιά νεότερος. Αγγελόπουλος, Βούλγαρης, Θέος, Φέρρης, Μαρκετάκη, Παναγιωτόπουλος. Μια γενιά που αντιμετώπιζε τον κινηματογράφο όχι μόνον ως διασκέδαση αλλά και ως φορέα μηνύματος. Διαφοροποιούνταν από τον Φίνο, που έκανε μεγάλη παραγωγή. Οταν μπήκαμε οι νεότεροι, όπως εγώ, ο Τσεμπερόπουλος, ο Λυκουρέσης, είχαμε ένα υπόδειγμα κινηματογράφου. Διαφοροποιηθήκαμε αμέσως από τον εμπορικό, πολλοί βέβαια δούλεψαν στον Φίνο. Αυτό έχει σημασία γιατί έμαθαν καλά την τεχνική.

Δούλεψαν σε λαϊκές μαζικές ταινίες ονόματα όπως ο Παντελής Βούλγαρης, ο Τσιώλης. Οντως. Εκεί είναι το σπέρμα του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου; Στη διαφοροποίηση από τον Φίνο ή στην αναζήτηση ενός προσωπικού δρόμου;

Ακριβώς αυτό. Το πρόβλημά μας δεν ήταν ο Φίνος. Ηταν η λογική του σίριαλ ή του ρομάντζου. Εμείς βάζαμε και θέματα αισθητικής. Μας έκανε και καλό και κακό, δεν δίναμε τόσο σημασία στο συναίσθημα – ήμασταν με την αποστασιοποίηση. Σιγά-σιγά όμως το αγγίξαμε και αυτό.

Πρώτη δουλειά σας;

Εκανα πέντε μικρού μήκους. Μερικές πήραν και βραβεία σε Θεσσαλονίκη και μου έδωσαν τη δυνατότητα να γίνω γνωστός στην οικογένεια του κινηματογράφου. Ως τότε ήμουν ένα καλό παιδί που έβλεπε ταινίες. Η πρώτη ήταν αδιάφορη έως αποτυχημένη. Εκανα μια ελεύθερη καταγραφή με τη μηχανή, είχα, θα έλεγε κάποιος, πρότυπο τον Ζαν Ρους.

Νόμιζα τον Κασαβέτη.

Ο Κασαβέτης ήλθε αργότερα στη ζωή μου. Τότε είχαμε ένα πρόβλημα στον κινηματογράφο, στην τεχνολογία. Τώρα έχουν όλες μια καλή τεχνική, δεν διαφέρουν από τις ξένες ταινίες. Θέλαμε όμως παθιασμένα να κάνουμε σινεμά, να εκφραστούμε, να επικοινωνήσουμε. Αυτό μετράει.

Ποια ήταν η πρώτη σας μεγάλου μήκους ταινία;

Το «Δι’ ασήμαντον αφορμή». Μέσα στη χούντα γυρίστηκε και ολοκληρώθηκε την ημέρα που έγινε η επιστράτευση για την Κύπρο. Παράλληλα όλα αυτό με αλλεπάλληλες μετακομίσεις σε σπίτια και κυνήγι. Δεν ήμασταν ήσυχα παιδιά. Και άλλοι βέβαια. Ο Βούλγαρης έκανε και εξορία. Και η γενιά μου και η προηγούμενη πάντως έπαιξαν κάποιον ρόλο.

Στη Μεταπολίτευση κάνετε ταινίες…

Σιγά σιγά.

Το «Εργοστάσιο», ας πούμε, μου ‘ρχεται στον νου.

Το παίζουν τώρα πολύ σε λέσχες. Η περιπέτεια του «Δι’ Ασήμαντον Αφορμή» πάντως έχει ενδιαφέρον. Κατάλαβε πως το γυρίζουμε η Ασφάλεια και ήλθαν να ελέγξουν. Εμείς τότε βγάζαμε άδεια για ένα δράμα στην ύπαιθρο ερωτικό. Μου λένε λοιπόν: «φέρτε το σενάριο να το διαβάσουμε. Δεν θα πάτε για δουλειά αν δεν μου φέρετε το σενάριο». Αλλάξαμε χώρο, πήγαμε στον Χορτιάτη, που ήταν το χωριό μου, και θα ανέχονταν το γύρισμα. Ειδοποιήθηκαν όλοι οι ηθοποιοί και φορτώσαμε ένα φορτηγό. Την τελειώσαμε στον Χορτιάτη. Μετά πέφτει η χούντα και η ταινία είναι μια έκπληξη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Γίνεται πανηγύρι αφού υπάρχουν 5 ή 6 ταινίες πολιτικές. Εμάς δεν μας αφήνουν να φύγουμε. Φώναζε ο κόσμος, μου το ζητάνε διάφοροι σε συλλόγους. Είχε γράψει και ο Μπακογιαννόπουλος. Με παίρνανε, να φανταστείτε, από χωριά και μου λέγανε «θέλουμε να κάνουμε και εμείς έναν αγροτικό συνεταιρισμό, μήπως έχετε καταστατικό;».

Επειδή η ταινία «Δι’ Ασήμαντον Αφορμή» διαπραγματεύεται το συνεταιριστικό κίνημα….

Ναι, ναι. Μετά έκανα τον «Μάη». Και μετά το «Εργοστάσιο». Συνέχισα σε αυτόν τον κινηματογράφο, τον κοινωνικό, πολιτικό. Και μετά έκανα το «Καραβάν Σαράι». Πήγε καλά εμπορικά και με καλή πορεία έξω. Οταν λέω εμπορικά, εννοώ έκανε εισιτήρια. Ως γνωστόν, δεν ζεις από τον κινηματογράφο. Εκανε καλές πάντως πωλήσεις έξω.

Από τότε αισθανόσασταν πολιτικός κινηματογραφιστής ή προέκυπτε σιγά-σιγά η πρόθεση;

Προέκυπτε σιγά-σιγά. Το «Δι’ ασήμαντον Αφορμή» το ζούσαμε γιατί είχα πάει και είχα ζήσει λόγω των γονιών μου σε χωριά, καπνοχώρια. Ο πολιτικός κινηματογράφος είναι ο κινηματογράφος πάνω στην πολιτική και που μπορεί να παραγάγει ιδεολογία. Αυτές οι τρεις είναι πολιτικές ταινίες. Βασικός μου άξονας ήταν πάντα η σύγκρουση των αδύναμων ή μιας ομάδας αδύναμων με το κατεστημένο και την εξουσία. Δεν ήθελα να κάνω μια μαρξιστική ταινία, αλλά μια ρεαλιστική. Και πολιτικοί της ΝΔ έρχονταν και τους άρεσε. Την «Αφορμή» λοιπόν δεν την έκανα με προκάτ πολιτικό πρόσημο. Στο «Εργοστάσιο» φαίνεται πιο ανάγλυφα η πρόθεσή μου, είχαμε πια και την είσοδο σε ΕΟΚ. Το «Δι’ Ασήμαντον» πήγε στις Κάννες. Θυμάμαι στο δωμάτιο που συγκατοικούσαμε με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο είχαμε πληθώρα κλήσεων για επαφές και συνεντεύξεις. Μεγάλη εμπειρία για μένα, ήμουν 24 ετών. Το «Εργοστάσιο» γίνεται το ’81, δεν έχει όμως έλθει το ΠΑΣΟΚ ακόμη. Κι αυτό το γυρίσαμε στη Βόρειο Ελλάδα, στη Γουμένισσα. Πήρε βραβείο στο εξωτερικό. Είχε βοηθήσει πολύ ο παραγωγός Γιώργος Παπαλιός να κάνουμε τις ταινίες μας.

Με τον οποίον συναντηθήκατε στη σειρά «Πορεία 090» για την τηλεόραση.

Χάσαμε την κόπια. Και επειδή λέτε για τηλεόραση, να πω πως κάποιες σειρές μου τις βάζω δίπλα σε ταινίες μου.

Επιμένω λίγο στην «Πορεία 090» γιατί ήταν η αφορμή να μελοποιηθεί ο Καββαδίας από τον Θάνο Μικρούτσικο. Η ιδέα ποιου ήταν;

Δική μας. Οταν το φτιάχναμε, το πρώτο πράγμα που είπα στον Παπαλιό είναι πως έπρεπε να έχουμε καλή μουσική, να βοηθά η μουσική τα πλάνα και διαλέξαμε έναν άλλο συνθέτη σπουδαίο. Δεν τα βρήκαν όμως οικονομικά με τον Γιώργο. Η πρώτη γυναίκα του Θάνου έκανε μαθήματα σε παιδιά του Γιώργου. Ακουσέ τον, μου λέει τότε. Είναι καλός συνθέτης. Πήγα σπίτι του Θάνου. Ηξερα τη γερμανική ρίζα της μουσικής του. Ηταν με τη μακαρίτισσα την Ιγγλέση. Κάθισε στο πιάνο. Κάπνιζα και δεν μετακινήθηκα από τη θέση μου, είχε μελοποιήσει τρία. Εμεινα ακίνητος. Βγαίνω έξω: «Κλείσ’ τον αμέσως» λέω του Παπαλιού. Μιλούσες μαζί του για τα πάντα, για τη Γενιά του ’30, για σινεμά. Δεν μπορούσες να πλήξεις. Εγκάρδιος άνθρωπος, όχι μίζερος. Δημιουργήσαμε φιλία από τότε. Μεγάλη απώλεια για την Ελλάδα.

Στις σειρές και τις ταινίες σας η τεχνική σας είναι ίδια;

Δεν είναι ίδιες οι συνθήκες. Αλλά ο άξονας ο ιδεολογικός και η μέθοδος η γενική να είναι εύληπτα υπήρχε. Οχι σε όλα. Ο «Πρίγκιπας», ο «Καρυωτάκης», η «Ζωή εν Τάφω». Τις βάζω δίπλα σε ταινίες μου.

Κάνετε έρευνα για κάθε σειρά ή ντοκιμαντέρ σας…

Πολύς χρόνος. Και για τα ντοκιμαντέρ που κάνω τώρα «Εποχές και Συγγραφείς».

Για τα οποία έχετε βραβευθεί από την Ακαδημία Αθηνών.

Δουλεύω πάνω από χρόνο για να παραδώσω 7 ή 8 κομμάτια. Εκανα τον Λορεντζάτο τώρα.

Αλλους;

Τον Παλαμά. Τελείως διαφορετικός από ό,τι ξέρει ο κόσμος. Είχαμε τη χαρά να μας βοηθήσουν και οι άνθρωποι του Ιδρύματος Παλαμά, μιλάμε για 52 τόμους εργογραφία. Συγκλονιστικός. Μπορεί να μην καλύπτει όλες τις πλευρές που ζητάει κάποιος, αλλά ακόμη και οι επιφυλλίδες του έχουν ενδιαφέρον. Ο Φιλύρας επίσης τον έχει επισκιάσει ο Καρυωτάκης, αλλά ήταν σπουδαίος. Λυρικός. παραγνωρισμένος. Ατακτος ποιητής, ελαφρώς τσαπατσούλης, του δίνει αυτο μια γοητεία. Δεν είναι σαν τον Καρυωτάκη που δεν κοιμόταν δύο νύχτες για μια λέξη. Είχε βέβαια ο Φιλύρας περιπέτεια με την υγεία του, πήγε στο νοσοκομείο και τον είδε ο Καρυωτάκης. Τον Καρυωτάκη τον έψαχνα εννιά χρόνια. Μέχρι στα στρατιωτικά του αρχεία. Ο Νιρβάνας επίσης. Με δώδεκα χιλιάδες χρονογραφήματα. Εγραφε ταυτόχρονα σε 2-3 εφημερίδες. Και στα χρονογραφήματα βλέπεις την πολιτική Ιστορία της Ελλάδας. Ηταν ένας λόγιος. Ψάχνουμε σε εφημερίδες, παλαιοπωλεία. Αλλα δύο ονόματα επίσης: Η Μυρτιώτισσα. Και ο Βιζυηνός.

Η έγνοια σας ποια είναι;

Να βγει η εποχή, ο συγγραφέας. Να είναι εύληπτο το ντοκιμαντέρ. Να φτάσει στον κόσμο. Να μείνει κάτι.

Για το «13ο Κιβώτιο» θέλουμε επίσης να μας πείτε. Επαιξε σε αυτό ο Νίκος Κούρκουλος.

Το μοναδικό που έκανε σε ιδιωτικό σταθμό. Ηταν ένας ηθοποιός πολύ εργατικός. Ερχόταν νωρίτερα στο γύρισμα. Εχω καλή άποψη για εκείνον. Αν συνεργαζόταν με νεότερη γενιά και με σκηνοθέτες όπως τον Αγγελόπουλο ή τον Βούλγαρη θα ήταν αλλιώς, αλλά δεν ανταμώσαμε με αυτούς τους ηθοποιούς. Νομίζω έχουμε λάθος εικόνα για τους έλληνες σταρ – ψάχνανε πάντα κάτι διαφορετικό. Κάναμε βιοτεχνία εδώ. Στην Ιταλία ο Μαστρογιάνι μπορούσε να παίξει σε πιο εναλλακτικό κινηματογράφο.

Σήμερα πάντως βλέπουμε καλούς ηθοποιούς σε μαζικές σειρές. Υπάρχει χώρος στην τηλεόραση;

Πολλοί καλοί ηθοποιοί από τις «Αγριες Μέλισσες» ξεκίνησαν από μένα, όπως η Μαρία Κίτσου. Δεν είμαι υπέρ των καθημερινών σίριαλ. Θα ήθελα απλώς η ΕΡΤ να μην ανταγωνιστεί τα ιδιωτικά. Την πληρώνεις να κάνει άλλα πράγματα.