Στη Γαλλία των μαζικών κινητοποιήσεων έχουν μειωθεί πλέον δραστικά οι διαδηλώσεις από την αρχή της πανδημίας. Παρά ταύτα πάνω από 500.000 πολίτες -133.000 σύμφωνα με την αστυνομία- κατέβηκαν το περασμένο Σαββατοκύριακο στους δρόμους διαδηλώνοντας σε 70 συνολικά πόλεις κατά του νέου αμφιλεγόμενου νόμου περί ασφάλειας και κυρίως του άρθρου που αφορά στην προστασία των αστυνομικών.
Πρόκειται για έναν από μια σειρά νόμων, που σηματοδοτούν την ακόμη μεγαλύτερη μετατόπιση της κυβέρνησης προς τα δεξιά. Εντούτοις οι αντιστάσεις κατά της διαφαινόμενης αυτής στροφής μεγαλώνουν συνεχώς.
Επικαλούμενη στατιστικά στοιχεία που καταδεικνύουν αυξημένα περιστατικά βίας με θύματα ενστόλους, η κυβέρνηση διατείνεται ότι στόχος της είναι η καλύτερη προστασία των αστυνομικών. Ωστόσο οι διαδηλωτές του περασμένου Σαββάτου, όπως ο 19χρονος Σαντιάγκο Καντεγιάν, αντιτείνουν ότι τα βίντεο είναι το μοναδικό μέσο για να προστατευτεί κανείς έναντι της υπέρμετρης χρήσης βίας από πλευράς των αστυνομικών.
«Ο νόμος αυτός δίνει στην αστυνομία ακόμη περισσότερες εξουσίες και οικονομικά μέσα αλλά και το δικαίωμα χρήσης drones κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων. Παράλληλα περιορίζονται οι δικές μας δυνατότητες προστασίας έναντι της βίας και αυτό θα οδηγήσει σε ακόμη περισσότερη αστυνομική βία», επισήμανε ο φοιτητής Ιατρικής στη Deutsche Welle.
Πόσο σημαντικά μπορεί να είναι τα βίντεο κατέδειξε πρόσφατο παράδειγμα, όταν αστυνομικοί ξυλοκόπησαν άγρια έναν μαύρο παραγωγό στο πλαίσιο σύλληψής του. Μόνον χάρη στις εικόνες που τραβήχτηκαν ήταν δυνατόν να οδηγηθούν οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί ενώπιον της δικαιοσύνης.
Προσκόμματα και στο έργο δημοσιογράφων
Μεταξύ των 45.000 διαδηλωτών στη γαλλική πρωτεύουσα ήταν άνθρωποι όλου του κοινωνικού φάσματος αλλά και επαγγελμάτων, μεταξύ τους δάσκαλοι, ψυχολόγοι αλλά και δημοσιογράφοι. Οι τελευταίοι εκφράζουν φόβους για περιορισμούς στην ελευθερία του Τύπου. Μολονότι στο επίμαχο άρθρο για τις φωτογραφίες αστυνομικών προστέθηκε ότι ο νέος κανόνας δεν επιτρέπεται να λειτουργεί «σε βάρος του νόμιμου δικαιώματος ενημέρωσης των πολιτών», ο δημοσιογραφικός κόσμος της Γαλλίας εμφανίζεται ιδιαίτερα προβληματισμένος.
«Φοβάμαι ότι οι κανονισμοί αυτοί θα έχουν μακροπρόθεσμα επιπτώσεις στη δουλειά μας», εκτιμά η Αντλίν Κερό, δημοσιογράφος σε μεγάλη εφημερίδα των Παρισίων. Αν και συμμετέχει από μικρή σε διαδηλώσεις, η τελευταία του Σαββάτου της προκάλεσε για πρώτη φορά φόβο, όπως είπε στη DW: «Φοβάμαι το ενδεχόμενο βίας, υπάρχει ένα επιθετικό κλίμα. Η κυβέρνηση μετακινείται όλο και περισσότερο προς τα δεξιά».
Ο νέος αυτός νόμος περί ασφάλειας δεν είναι ο μόνος που φαίνεται να επιβεβαιώνει τους παραπάνω φόβους. Μελλοντικά οι δημοσιογράφοι οφείλουν να έχουν διαπίστευση όταν θέλουν να καλύπτουν διαδηλώσεις. Επίσης, η κυβέρνηση επεξεργάζεται στην παρούσα φάση και ένα νομοσχέδιο κατά του ακραίου ισλάμ, με στόχο τον μεγαλύτερο έλεγχο μουσουλμανικών οργανώσεων και συλλόγων. Πέραν αυτών ένας νέος νόμος έρχεται να απαγορεύσει διαδηλώσεις εντός πανεπιστημιακών χώρων. Και αυτό ενώ οι φοιτητές έπαιζαν ανέκαθεν σημαντικό ρόλο στα γαλλικά κινήματα διαμαρτυρίας. Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνουν την τάση που άρχισε να διαγράφεται ήδη το 2017 με την εκλογή Μακρόν στην προεδρία, σχολιάζει ο Σεμπαστιάν Ροσέ, κοινωνιολόγος στο δημόσιο ινστιτούτο CNRS.
«Ο Μακρόν εξελέγη ως υποψήφιος της αριστεράς και της δεξιάς και είχε ένα πολύ εξισορροπημένο προεκλογικό πρόγραμμα. Ωστόσο μέχρι στιγμής υλοποιεί ως επί το πλείστον συντηρητικές πολιτικές και πλέον έχουμε φτάσει σε ένα σημείο καμπής όπου ουσιαστικά έχει απολέσει όλους τους αριστερούς ψηφοφόρους». Ο ίδιος εκτιμά ότι ο Μακρόν υλοποιεί πλέον μια αμιγώς θατσερική πολιτική όπου κυρίαρχο ρόλο παίζουν η επιβολή της τάξης, η επιβολή σκληρότερων ποινών και η διεύρυνση των εξουσιών της αστυνομίας.
Αποχωρήσεις βουλευτών και ίδρυση νέων κομμάτων
Ο Μπρουνό Κοτρέ από το Κέντρο Πολιτικών Ερευνών στο Πανεπιστήμιο Science Po του Παρισιού διαφωνεί με αυτή την προσέγγιση, υποστηρίζοντας ότι ο πρόεδρος ανταποκρίνεται απλώς στην ανάγκη των πολιτών για περισσότερη ασφάλεια. «Οι Γάλλοι θέλουν ασφάλεια, αυτό συμπεριλαμβάνει και την κοινωνική ασφάλεια. Ανησυχούν για τις δημόσιες υπηρεσίες και την ανεργία. Ο Μακρόν πρέπει να τα λάβει και αυτά υπόψη, εάν θέλει να κερδίσει τις επόμενες εκλογές το 2022».
Την εκτίμηση αυτή συμμερίζεται και ο Ζαν-Βατίστ Μορό, εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος LREM, διαψεύδοντας κατηγορηματικά τα περί συντηρητικής στροφής του Μακρόν. «Η τάξη και η ασφάλεια δεν είναι αποκλειστικές αξίες της δεξιάς. Οι αριστεροί ψηφοφόροι θέλουν επίσης τάξη και ασφάλεια. Διότι χωρίς ασφάλεια δεν υπάρχει ελευθερία. Επιπλέον δεν μπορούσε να αφήσουμε τα θέματα αυτά στο ακροδεξιό Rassemblement National (RN)».
Ωστόσο ακόμη και εντός του LREM υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις. Η Σεσίλ Ριλάκ είναι μια από τους 10 βουλευτές που ψήφισαν κατά της νέας νομοθεσίας. «Βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι και πρέπει να δείξουμε στην κυβέρνηση ότι υπάρχουν κόκκινες γραμμές. Δεν μπορούμε να κινηθούμε ακόμη πιο δεξιά. Διαφορετικά θα γίνουμε σύντομα σαν το RN». Μαζί με άλλους βουλευτές του LREM ετοιμάζεται τώρα να ιδρύσει ένα νέο αριστερό κόμμα εν όψει των εκλογών.
Άλλοι βουλευτές έχουν εγκαταλείψει ήδη το κυβερνών κόμμα. Μεταξύ αυτών ο Ορελιάν Τασέ που προσχώρησε την άνοιξη στους Πράσινους. «Αισθανόμουν σαν να προδίδω τους ψηφοφόρους μου. Μέχρι στιγμής ο Μακρόν υλοποιεί συντηρητικές πολιτικές, περιορίζει τα ατομικά δικαιώματα και βοηθά τις μεγάλες επιχειρήσεις. Δεν έκανε τίποτα κατά των διακρίσεων και της φτώχειας. Με τον νέο νόμο περί ασφάλειας το πήγε ένα βήμα παραπέρα, σαν να θέλει να γίνει ο πρωταθλητής των δεξιών».
Η στρατηγική αυτή του Μακρόν ενδέχεται όμως να αποφέρει καρπούς εν όψει των εκλογών, εκτιμά ο κοινωνιολόγος Ροσέ. «Έχει καλές πιθανότητες επανεκλογής εάν αντιμετωπίσει στον δεύτερο γύρο τη Λεπέν. Αν όμως Αριστερά και Πράσινοι καταφέρουν να καταλήξουν σε κοινό υποψήφιο, τότε θα μπορούσε να εξελιχθεί σε αντίπαλο δέος του Μακρόν. Και η έκβαση δεν θα ήταν τόσο σαφής, διότι μέχρι στιγμής ο Μακρόν έχει υλοποιήσει ελάχιστες αριστερές πολιτικές».
Λίζα Λουί
Επιμέλεια: Κώστας Συμεωνίδης