Σε μεγάλο βαθμό όλες οι προβλέψεις για την ελληνική οικονομία και την έξοδο από τη σημερινή κρίση στηρίζονται στα χρήματα που θα έρθουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως τα ποσά που περιλαμβάνονται στον νέο Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό, πιο σωστά το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο, όπως είναι η τρέχουσα ονομασία του σε συνδυασμό με το Ταμείο Ανάκαμψης, πιο σωστά το πρόγραμμα Next Generation EU.
Συνολικό ποσό πανευρωπαϊκά 1824,3 δισεκατομμύρια ευρώ (1074,3 δισεκατομμύρια για το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο και 750 για το ταμείο ανάκαμψης). Για την Ελλάδα όλα αυτά μεταφράζονται σε 72 δισεκατομμύρια για τα επόμενα επτά χρόνια.
Αρκεί να αναλογιστούμε ότι τα χρήματα αυτά περιλαμβάνουν τα ποσά που θα λάβει η χώρα μας στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, τα ποσά που περιλαμβάνει το νέο ΕΣΠΑ, χρηματοδοτικά ένα από τα πιο σημαντικά εργαλεία που διαθέτει η χώρα μας, αλλά και τα επιπλέον κονδύλια που θα έρθουν από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Για μια οικονομία όπως η ελληνική, που αυτή τη στιγμή οδεύει προς διψήφιο συνολικό ποσοστό ύφεσης το 2020, ποσοστό που δεν πρόκειται να καλυφθεί από την όποια ανάκαμψη του 2021, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι η όποια επιστροφή στην κανονικότητα (δηλαδή η άρση των περιορισμών) ολοένα και μετατίθεται στο μέλλον, τα ποσά αυτά είναι ιδιαίτερα κρίσιμα.
Τόσο η απορρόφησή τους καθεαυτή, όσο – και πολύ περισσότερο – η αξιοποίησή τους με πολλαπλασιαστική δυναμική, αποκτούν ξεχωριστή σημασία για την επιστροφή σε μια βιώσιμη και αυτοτροφοδοτούμενη αναπτυξιακή δυναμική.
Ας μην ξεχνάμε ότι η χώρα μας δεν διαθέτει την «πολυτέλεια» που έχουν άλλες χώρες της ΕΕ που είχαν σχετικά μικρό δημόσιο χρέος και άρα είχαν την άνεση να μπορούν να προχωρήσουν σε αύξηση του δανεισμού τους για να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Για την υπερχρεωμένη Ελλάδα, έστω και εάν ο κύριος όγκος του χρέους της είναι των ευρωπαϊκών θεσμών και των άλλων κρατών μελών, αυτή η δυνατότητα, πέραν των διαφόρων λελογισμένων «εξόδων στις αγορές», αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει. Η ελληνική οικονομία χρειάζεται αυτή τη σημαντική εισροή πόρων για να μπορέσει να επιστρέψει σε αναπτυξιακή δυναμική.
Τα προβλήματα από το βέτο Πολωνίας και Ουγγαρίας
Όμως αυτή τη στιγμή, η χρηματοδότηση αυτή είναι υπό διακινδύνευση, ή τουλάχιστον δεν είναι δεδομένο εάν θα υπάρξει καθυστέρηση στην εισροή αυτών των σημαντικών ποσών. Αυτό έχει να κάνει με τις μεγάλες καθυστερήσεις στη διαδικασία έγκρισης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού.
Από την μια, την μεγάλη καθυστέρηση που είχαμε μέχρις ότου να υπάρξει συμφωνία για το ύψος του προϋπολογισμού και κυρίως για το ύψος του Ταμείου Ανάκαμψης – αλλά και της εξασφάλισης ότι για ένα μέρος του η ΕΕ θα βγει στις αγορές να δανειστεί ως ένωση –, εξαιτίας των αντιρρήσεων των χωρών που δεν ήθελαν πιο περιορισμένη δαπάνη και ήταν αρνητικές στην «αμοιβαιοποίηση του κινδύνου».
Από την άλλη, την τρέχουσα καθυστέρηση που έχει να κάνει με το βέτο που θέτουν Πολωνία και Ουγγαρία επειδή στον προϋπολογισμό αυτό έχει συμπεριληφθεί και μια σύνδεση με την τήρηση των κανόνων του κράτους δικαίου.
Παρότι αυτό είναι μια γενική αρχή της λειτουργίας της Ένωσης, οι δύο χώρες, που έχουν βρεθεί στο στόχαστρο των ευρωπαίκών θεσμών για τις αυταρχικές επιλογές που δεν παραπέμπουν ακριβώς στο «ευρωπαϊκό κεκτημένο» ως προς το κράτος δικαίου, βλέπουν τον κίνδυνο να διακοπεί με την επίκληση τέτοιων λόγων η χρηματοδότηση.
Όμως, δεδομένης της φόρτισης που έχει το συγκεκριμένο θέμα, σε έναν προϋπολογισμό και ένα Ταμείο Ανάκαμψης που ήδη πέρασε μέσα από σκληρές διαπραγματεύσεις, δύσκολα μπορεί να υποθέσεις κανείς ότι θα αφαιρεθεί έτσι απλά η πρόβλεψη για την τήρηση κανόνων Κράτους Δικαίου.
Αυτό εξηγεί γιατί μέχρι τώρα δεν έχει μπορέσει να ολοκληρωθεί η όλη διαδικασία, αλλά και γιατί δεν είναι δεδομένο ότι θα ολοκληρωθεί μέχρι την επόμενη Σύνοδο Κορυφής την επόμενη εβδομάδα.
Η εμπλοκή παραμένει
Δεν είναι τυχαίο ότι στη συζήτηση που έγινε την Παρασκευή 27 Νοεμβρίου σε επίπεδο Επιτροπής Μονίμων Αντιπροσώπων (COREPER) που είναι ένα όργανο στο οποίο συνήθως διαμορφώνονται οι περισσότερες αποφάσεις της ΕΕ, η Ουγγαρία και η Πολωνία έδειξαν ότι δεν έχουν κάποια διάθεση να άρουν το βέτο τους.
Αντιδρούν στη σύνδεση της εκταμίευσης των πόρων με την τήρηση των κανόνων κράτους δικαίου και ειδικότερα στην πρόβλεψη ότι εφόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώσει προβλήματα σε κρίσιμους τομείς όπως η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και των μέσων ενημέρωσης, τομείς που καθιστούν πιθανή την διασπάθιση δημόσιου χρήματος ελλείψει δημοκρατικού ελέγχου θα μπορεί να εισηγείται διακοπή της χρηματοδότησης με την απόφαση να λαμβάνεται από ενισχυμένη πλειοψηφία των κρατών-μελών.
Ουσιαστικά, οι δύο κυβερνήσεις αντιδρούν γιατί θεωρούν ότι εισάγεται στη διαδικασία του προϋπολογισμού μια διαδικασία ανάλογη με τη αυτή του άρθρου 7 της Συνθήκης της Ένωσης που προβλέπει την επιβολή κυρώσεων σε χώρες που παραβιάζουν βασικές αρχές του κράτους δικαίου.
Προσπάθεια Μέρκελ για συμβιβασμό
Τη Δευτέρα 30 Νοεμβρίου η Άνγκελα Μέρκελ έκανε μια προσπάθεια να δείξει ότι μπορεί να υπάρξει ένας συμβιβασμός, μέσα από αμοιβαίες υποχωρήσεις, συμπεριλαμβανομένης και μιας διαφορετικής διατύπωσης του ζητήματος των προβλέψεων για το κράτος δικαίου.
Παραδέχτηκε μάλιστα ότι ορισμένες από τις αρχικές διατυπώσεις συμπεριλάμβαναν «πολλές αμφισημίες». Ωστόσο παραμένει ασαφές εάν στη Σύνοδο Κορυφής της επόμενης εβδομάδας (10-11 Δεκεμβρίου) θα μπορέσει να γίνει πράξη αυτός ο συμβιβασμός και να «ξεμπλοκάρει» ο ευρωπροϋπολογισμός.
Τι θα γίνει εάν δεν υπάρξει συμφωνία;
Αυτή τη στιγμή είμαστε στην εξής φάση ως προς τη διαδικασία του προϋπολογισμού. Στη βάση της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 21ης Ιουλίου, ξεκίνησε η διαπραγμάτευση με το Ευρωκοινοβούλιο. Στις 5 Νοεμβρίου η Γερμανική Προεδρία του Συμβουλίου και οι διαπραγματευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατέληξαν σε προσωρινή συμφωνία σχετικά με ένα νέο γενικό καθεστώς αιρεσιμότητας για την προστασία του προϋπολογισμού της ΕΕ, δηλαδή το μηχανισμό που συνδέει με την τήρηση των κανόνων του κράτους δικαίου.
Με βάση την επίσημη ανακοίνωση: «Το καθεστώς αιρεσιμότητας αποτελεί μέρος της δέσμης μέτρων που συνδέονται με το επόμενο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο και το σχέδιο ανάκαμψης. Επιτρέπει την προστασία του προϋπολογισμού της ΕΕ όταν διαπιστώνεται ότι οι παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου από ένα κράτος μέλος επηρεάζουν ή απειλούν σοβαρά τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της ΕΕ ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ κατά τρόπο επαρκώς άμεσο. Καλύπτονται όλα τα κονδύλια της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των πόρων που διατίθενται από το μέσο ανάκαμψης Next Generation EU.»
Στις 10 Νοεμβρίου ανακοινώθηκε και η συμφωνία ανάμεσα στην γερμανική προεδρία του Συμβουλίου και το Ευρωκοινοβούλιο για τον προϋπολογισμό. Όμως, εκκρεμεί η τελική διαδικασία απόφασης και εδώ είναι που έρχεται το πρόβλημα που δημιουργεί το βέτο Πολωνίας και Ουγγαρίας και το οποίο θεσμικά δύσκολα μπορεί να παρακαμφθεί.
Εάν δεν υπάρξει συμφωνία, τότε υπάρχει πρόβλημα με τον προϋπολογισμό του 2021. Η ΕΕ κάθε χρόνο έχει έναν ετήσιο προϋπολογισμό που περιλαμβάνει το σύνολο των δαπανών και των εσόδων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ένα συγκεκριμένο έτος. Οι ετήσιοι προϋπολογισμοί πρέπει να εντάσσονται στα όρια δαπανών («ανώτατα όρια») που ορίζονται στο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ), τον μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ. Η ΕΕ συνήθως καθορίζει τον ετήσιο προϋπολογισμό της σε χαμηλότερα επίπεδα ώστε, εάν χρειαστεί, να είναι σε θέση να καλύψει απρόβλεπτες δαπάνες.
Ως προς τον προϋπολογισμό του 2021 στις 9 Σεπτεμβρίου ανακοινώθηκε ότι οι πρέσβεις των κρατών μελών στην ΕΕ κατέληξαν σε συμφωνία σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου όσον αφορά το σχέδιο προϋπολογισμού της ΕΕ για το 2021. Συνολικά, η θέση του Συμβουλίου για τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους προβλέπει 162,9 δισ. ευρώ για αναλήψεις υποχρεώσεων και 164,8 δισ. ευρώ για πληρωμές. Η ανακοίνωση συμπληρώθηκε με τη διευκρίνιση ότι ο προϋπολογισμός του 2021 θα συμπληρωθεί με δράσεις για τη στήριξη της ανάκαμψης από την πανδημία της νόσου COVID-19, οι οποίες θα χρηματοδοτηθούν από το Next Generation EU, το σχέδιο ανάκαμψης της ΕΕ από την πανδημία ύψους 750 δισ. ευρώ.
Ο κίνδυνος των προσωρινών δωδεκατημορίων
Όμως, αυτή η κατανομή προϋποθέτει φυσικά την ύπαρξη συμφωνίας πάνω και στον προϋπολογισμό και πάνω στο ταμείο ανάκαμψης. Διαφορετικά δεν υπάρχει προϋπολογισμός. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία για τον προϋπολογισμός ενός έτους ο νέος προϋπολογισμός ακολουθεί τον κανόνα των «προσωρινών δωδεκατημορίων»: κάθε μήνα δεν μπορεί να δαπανάται πάνω από το ένα δωδέκατο του προϋπολογισμού του προηγούμενου έτους. Αυτή η διαδικασία είναι σαφές ότι δύσκολα μπορεί να σημαίνει μεγάλα προγράμματα και προφανώς και δεν περιλαμβάνει το Next Generation EU, το «Ταμείο Ανάκαμψης».
Τι σημαίνει αυτό για την Ελλάδα
Για την Ελλάδα αυτό σημαίνει σημαντικά προβλήματα. Ακόμη και εάν κανείς εκτιμήσει ότι η εκταμίευση μεγάλων ποσών του νέου ΕΣΠΑ στην πραγματικότητα θα γινόταν μετά το 2021, αφού στην αρχή προηγείται η κατανομή και επιλογή των έργων και ακόμη και εάν δεχτεί κανείς ότι ακόμη και με τους «μηνιαίους προϋπολογισμούς» κάπως θα αντιμετωπίζεται το θέμα με τις δαπάνες της ΚΑΠ για τους αγρότες, εντούτοις η καθυστέρηση στο Ταμείο Ανάκαμψης θα διαμορφώσει μια επιπλέον συνθήκη δυσκολίας για την έξοδο από την ύφεση και την ταχεία επιστροφή σε ισχυρούς αναπτυξιακούς ρυθμούς. Και αυτό προσθέτει ακόμη μια συνθήκη διακινδύνευσης στην αβεβαιότητα για την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση.