Αν οι σελίδες της Iστορίας είχαν όντως χρώμα, τότε, η σελίδα της 3ης Δεκεμβρίου 1944, θα είχε ένα από τα μελανότερα χρώματα της ελληνικής ιστορίας.
Την Κυριακή, 3 Δεκεμβρίου του ’44 ξεκινούν στην Αθήνα τα τραγικά γεγονότα που αργότερα ονομάστηκαν «Δεκεμβριανά». Η ένοπλη, δηλαδή, σύγκρουση, μεταξύ του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ), στρατιωτικού σκέλους του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και των βρετανικών και ελληνικών κυβερνητικών δυνάμεων.
Δεκεμβριανά και Εμφύλιος
Περίπου δύο μήνες πριν, στις 12 Οκτωβρίου, απελευθερώνεται η Αθήνα και σταδιακά, καθώς τα γερμανικά στρατεύματα αποχωρούν, ολόκληρη η ελληνική επικράτεια.
Όμως η Ελλάδα δεν προλαβαίνει να γευθεί τη χαρά της απελευθέρωσης. Πριν καν βγει από το έρεβος της κατοχής, μπαίνει στη δίνη του εμφυλίου πολέμου, ο οποίος αν και επισήμως ξεκινά το 1946, στην πραγματικότητα έχει ήδη ξεκινήσει πριν καν την Απελευθέρωση.
Όσα προηγήθηκαν
Το Συνέδριο του Λιβάνου, τον Μάιο του 1944, στο οποίο συμμετείχαν όλες οι ελληνικές πολιτικές και αντιστασιακές δυνάμεις, οδηγεί σε συμφωνία για δημιουργία κυβέρνησης εθνικής ενότητας.
Με τη Συμφωνία της Καζέρτας (26 Σεπτεμβρίου 1944) οι δύο αντιπαλευόμενες αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ δεσμεύονται ότι υπάγονται υπό τις διαταγές του βρετανού στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι και πως θα απέχουν από οποιαδήποτε απόπειρα κατάληψης της εξουσίας.
Οι επόμενες όμως εβδομάδες θα δείξουν, με τον πιο σκληρό τρόπο, πόσο εύθραυστες ήταν οι συμφωνίες μεταξύ Βρετανών – Ελληνικής Κυβέρνησης και ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.
Τον Οκτώβριο του 1944, πάντως, το ΕΑΜ τηρεί τη συμφωνία και οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ δεν εισέρχονται στην Αττική. Στην υπόλοιπη βέβαια Ελλάδα το κλίμα δεν είναι αντίστοιχα ομαλό.
Οι ημέρες των Δεκεμβριανών
Βασικά ζητήματα, καθώς φτάνουμε στον Δεκέμβριο του ’44, είναι οι όροι ανασυγκρότησης του ελληνικού εθνικού στρατού, η αντιμετώπιση των δοσίλογων και των Ταγμάτων Ασφαλείας, των συνεργατών δηλαδή των Ναζί, και ο αφοπλισμός των ανταρτικών δυνάμεων.
1η Δεκεμβρίου
Ο στρατηγός Σκόμπι υπογράφει διαταγή διάλυσης και αφοπλισμού των ανταρτικών δυνάμεων, από την οποία εξαιρείται η πιστή στην κυβέρνηση και τον βασιλέα Γεώργιο Β’, 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία με την αιτιολογία ότι προορίζεται να ενσωματωθεί στον νέο εθνικό στρατό. Την ίδια ημέρα οι ΕΑΜικοί υπουργοί της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας παραιτούνται.
2 Δεκεμβρίου
Η ηγεσία του ΕΑΜ επανασυστήνει την Κεντρική Επιτροπή του στρατιωτικού της σκέλους, του ΕΛΑΣ και προγραμματίζει συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην πλατεία Συντάγματος την 3η Δεκεμβρίου και γενική απεργία για τις 4 Δεκεμβρίου. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, αν και αρχικά δίνει άδεια για τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας τελικά την ανακαλεί.
Γράφει για την 3η Δεκεμβρίου ο δημοσιογράφος Κώστας Γαλανόπουλος στα «ΝΕΑ» της 24ης Μάρτίου 1985.
«Ήταν μια κρύα ημέρα, και η Αθήνα μετά βίας πάλευε να συνέλθει από τον τρόμο της πείνας και της Κατοχής. Ήταν, ακόμη μια μέρα σημαδιακή. Γιατί όλοι ένιωθαν πως υπήρχαν θέματα που έπρεπε να λυθούν για τη χώρα αυτή, θέματα που δεν μπορούσαν να χρονίζουν άλλο.
»Από νωρίς, χιλιάδες κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται στην πλατεία Συντάγματος. Γρήγορα το πλήθος ξεχείλιζε πια και στους γύρω δρόμους.
»Όσο μεγάλος ήταν όμως ο ενθουσιασμός και η αποφασιστικότητα των συγκεντρωμένων, άλλο τόσο μεγάλη ήταν, όπως φάνηκε, και η νευρικότητα εκείνων που έθιγε η διαδήλωση και ακόμη, των φλεγματικών Εγγλέζων του στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπυ, που περιπολούσαν στις άκρες της πλατείας, κοντά σε Έλληνες αστυνομικούς»
Οι πυροβολισμοί
Ξαφνικά ακούγονται πυροβολισμοί και ορισμένοι διαδηλωτές βρίσκονται αιμόφυρτοι στο έδαφος.
«Η καταστροφή έγινε μόλις έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί», σημειώνει ο Γαλανόπουλος. «Ακόμη σήμερα, το πράγμα δεν έχει ξεκαθαριστεί. Οι μεν λένε ότι πρώτοι πυροβόλησαν οι δε.
»Το γεγονός είναι ότι σε κάποια στιγμή , και αφού είχαν προχωρήσει τα επεισόδια, οι διαδηλώσεις εξελίχθηκαν σε οδομαχίες. Και οι πρώτοι νεκροί διαδηλωτές και αντιδιαδηλωτές, έβαψαν με το αίμα τους την άσφαλτο της Αθήνας, ενώ γύρω από δύο τουλάχιστον αστυνομικά τμήματα γίνόταν μάχη μεταξύ της αστυνομίας και οπαδών της Αριστεράς»
Ο Σωτήρης Ριζάς, Διευθυντής του Κέντρου Έρευνας της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, μιλώντας στην εκπομπή «Νέες Εποχές» στο One Channel, αναφέρεται στην προέλευση των πυροβολισμών:
«Δεν γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες από αυτήν την υπόθεση, σαφώς όμως φαίνεται να είναι ένα γεγονός το οποίο αποβλέπει, είτε στο να προκαλέσει, είτε να τρομοκρατήσει, εν πάσει περιπτώση, την ηγεσία της Αριστεράς. (…)
»Σαφές είναι ότι προήλθαν αυτά από την κυβερνητική πλευρά. Δεν γνωρίζουμε όμως ούτε το επιχειρησιακό ούτε το πολιτικό πλαίσιο αυτής της υπόθεσης».
Τα αποχαρακτηρισμένα αρχεία των ΗΠΑ
«ΤΑ ΝΕΑ» δημοσίευσαν, τον Ιανουάριο του 1979, σειρά αποχαρακτηρισμένων εγγράφων του προκατόχου της CIA, του OSS (Γραφείου Στρατηγικών Υπηρεσιών) καθώς και απόρρητες, την περίοδο εκείνη, διπλωματικές αναφορές του Αμερικανού.
Την περίοδο εκείνη στρατιωτικός ακόλουθος της αμερικανικής πρεσβείας είναι ο αντισυνταγματάρχης Στέρλινγκ Λ. Λάραμπι, ο οποίος μεταφέρει στις αναφορές του τις παρατηρήσεις τις δικές του, του στελέχους της αμερικανικής πρεσβείας, Χάρι Χιλ καθώς και των αξιωματικών επιτελείου του Βρεταννικού 3ου Σώματος»
ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
(…)
Ο Στρατηγός Σκόμπυ απαγόρευσε ειδικά κάθε αριστερή διαδήλωση για τις 3 του μηνός και πληροφόρησε τους ηγέτες του ΚΚΕ/ΕΑΜ/ΕΛΑΣ γι’ αυτό.
Παρά τη διαταγή του Στρατηγού Σκόμπυ, εν τούτοις, μεγάλα πλήθη διαδηλωτών άρχισαν να συγκεντρώνονται στην πλατεία Συντάγματος γύρω στις 10 το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου, κρατώντας σημαίες (ειδικά αμερικανικές, ελληνικές, και βρεταννικές), πλακάτ, λάβαρα κ.λπ, ενώ οι ηγέτες τους κρατούσαν τηλεβόες.»
Για τον αμερικανό αντισυνταγματάρχη Λ. Λάραμπη, όπως προκύπτει από την αναφορά του, οι συνθήκες υπό τις οποίες ξεκίνησαν οι ένοπλες συγκρούσεις την 3η Δεκεμβρίου, είναι ξεκάθαρες:
Την ώρα που μια ομάδα του πλήθους αυτού (που κατόρθωσε να περάσει από μια ζώνη αστυνομικών) επιχείρησε ν’ ανοίξει δρόμο προς το υπουργείο Εξωτερικών, η ελληνική αστυνομία έχασε την ψυχραιμία της και πυροβόλησε εναντίον του πλήθους, σκοτώνοντας πέντε άντρες κα μια κοπέλλα και τραυματίζοντας είκοσι άλλους περίπου.
Τρία άτομα σκοτώθηκαν σχεδόν αμέσως μπρος από το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη γύρω στις 11 π.μ. Κατά τύχη, ο λοχαγός ΜακΝηλ και ο κ. Παρσονς της πρεσβείας (που προχωρούσαν προς το στρατηγείο του Μακ Νηλ στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρεταννίας» παρά λίγο δεν βρέθηκαν μέσα στην τροχιά των σφαιρών αυτών που έρριξε η αστυνομία.
ΒΡΕΤΑΝΝΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Έπειτα από αυτό το επεισόδιο, το πλήθος, που τώρα ήταν 25 ως 30 χιλιάδες, ξέφυγε από τον έλεγχο και συγκεντρώθηκε γύρω από τη «Μεγάλη Βρεταννία», το υπουργείο Εξωτερικών και την Ελληνική Αστυνομία, χτυπώντας άτομα που (το πλήθος) ισχυριζόταν ότι ήταν προδότες.
Δύναμη 12 βρεταννικών αρμάτων μάχης, 6 θωρακισμένων οχημάτων και μερικών φορτηγών επιχείρησε να διαλύσει αυτό το πλήθος επί 2 ώρες με μικρή ή καθόλου επιτυχία.
Τελικά έφθασε τάγμα Βρεταννών αλεξιπτωτιστών και βοηθούμενοι από λίγους Βρεταννούς της Στρατιωτικής Αστυνομίας, κατάφεραν να εκκαθαρίσουν τους δρόμους γύρω στις 3.30’ μ.μ. , ευτυχώς χωρίς σημαντικά επεισόδια και θύματα.
Πρέπει να τονιστεί ότι στο διάστημα όλης αυτής της αναταραχής που κράτησε πάνω από έξι ώρες δεν ρίχτηκε ούτε ένας μοναδικός πυροβολισμός από τους Βρεταννούς, τα άρματα και τους στρατιώτες.
Και επίσης, όσο μπορώ να το βεβαιώσω, κανένας από τους αριστερούς δεν πυροβόλησε τους Βρεταννούς ή και τους Έλληνες αστυνομικούς επίσης, τουλάχιστον στην κεντρική περιοχή όπου πραγματοποιήθηκε η διαδήλωση.
Τη θέση του Λάραμπι για τα γεγονότα της 3ης Δεκεμβρίου επιβεβαιώνει και ο αμερικανός αξιωματικός του Ναυτικού Χάουαρντ Α. Ριντ, που βρέθηκε στην Αθήνα τις πρώτες ημερες του Δεκέμβρη του 1944.
«Όταν τα πλήθη είχαν σχεδόν φτάσει στη γωνία που βρίσκεται το ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρεταννίας», ξέσπασαν πυροβολισμοί και ριπές αυτομάτων και οι συγκεντρωμένοι έπεσαν στο έδαφος μέχρι να σταματήσουν. Όταν κάποιοι άρχισαν να σηκώνονται, ξέσπασε νέο κύμα πυροβολισμών.
Τουλάχιστον τρεις ισχυρές τέτοιες ριπές πυροβολισμών δέχτηκε το συγκεντρωμένο πλήθος, που προερχόντουσαν από τη Διεύθυνση της Αστυνομίας, ακριβώς στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
Εγώ βρισκόμουνα στον πλαϊνό τοίχο του κτιρίου της Αστυνομικής Διεύθυνσης, σε απόσταση 13 μέτρων και απ’ ό,τι είδα, η αστυνομία ήταν αυτή που άνοιξε πυρ και πυροβολούσε προς την καρδιά του πλήθους, χωρίς προηγουμένως κανένα προειδοποιητικό πυροβολισμό στον αέρα. Δεν παρατήρησα κανένα αντιγύρισμα πυροβολισμών από διαδηλωτές. (…)
Μίλησα με πολλούς αξιωματούχους συμμάχους, που ήταν αυτόπτες μάρτυρες των επεισοδίων (…) όλοι τους συμφωνούσαν με αυτά που είχα δει εγώ ο ίδιος, δηλαδή ότι οι πυροβολισμοί ρίχτηκαν από τη Διεύθυνση της Ελληνικής Αστυνομίας και από ταράτσες των γύρω κτιρίων, οι οποίες ήταν γεμάτες από αστυνομικούς»
Η γενίκευση της σύγκρουσης
Ήδη από το βράδυ της 3ης Δεκεμβρίου άρχισαν οι πρώτες συγκρούσεις. Την επομένη, οι κηδείες των θυμάτων έχουν τη μορφή συλλαλητηρίου του ΕΑΜ, στο οποίο και πάλι οι διαδηλωτές δέχονται πυρά.
Γενικεύεται η σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ από τη μια και τις δυνάμεις της Ταξιαρχίας του Ρίμινι και της χωροφυλακής από την άλλη. Ο ΕΛΑΣ που έχει ήδη επιτεθεί με επιτυχία σε πολλά αστυνομικά τμήματα και άλλους στόχους δείχνει να υπερτερεί σε τέτοιο βαθμό που να προκαλέσει την ανησυχία του Ουίνστον Τσόρτσιλ.
Όπως αναφέρει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, τα ξημερώματα της 5ης Δεκεμβρίου έστειλε τηλεγράφημα στον Σκόμπι δίνοντάς του την εντολή: «Αντμετωπίστε την Αθήνα ως κατακτηθείσα πόλη!».
Η αδυναμία του ΕΛΑΣ όμως να επικρατήσει σε κομβικής σημασίας μάχες όπως αυτήν στο Σύνταγμα Χωροφυλακής Αθηνών στη συνοικία Μακρυγιάννη, στις 6 Δεκεμβρίου, αποδείχθηκε καθοριστική.
Η Μεγάλη Βρετανία βρήκε τον χρόνο, να μεταφέρει στην Αθήνα, μεγάλο αριθμό στρατιωτικών της δυνάμεων και στα μέσα Δεκεμβρίου να επικρατήσει έναντι του ΕΛΑΣ.
Έτσι τερματίζει ένα από τα τραγικότερα επεισόδια στην ιστορία του ελληνικού εμφύλιου σπαραγμού, προς τον οποίο οι Έλληνες βάδιζαν πλέον ολοταχώς.
Όπως αναφέρει στο «ΒΗΜΑ» της 4ης Δεκεμβρίου 1994 ο Άγγελος Θ. Αγγελόπουλος, καθηγητής και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών «ενώ στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά το εξάμηνο του πολέμου 1940-1941 είχαμε 15.000 οπλίτες και αξιωματικούς νεκρούς, στα Δεκεμβριανά είχαμε 17.000 και στον Εμφύλιο 47.000 και από τις δύο πλευρές»
Οι Έλληνες, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είχε με τόσο θάρρος πολεμήσει και αντισταθεί κατά του φασισμού και του ναζισμού, καταδίκαζαντην τώρα την πατρίδα τους σε έναν νέο πόλεμο, πιο αιματηρό, που θα στιγμάτιζε την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας μέχρι και αρκετές δεκαετίες αργότερα.
Και όλα αυτά ενώ οι μεγάλες δυνάμεις, με την αγγλορωσική συμφωνία των ποσοστών, είχαν ήδη, από τις 9 Οκτωβρίου του ΄44, ορίσει την τύχη μας, πάνω σε μια χαρτοπετσέτα.