Τα αδιέξοδα και οι καθυστερήσεις είναι τόσο συνηθισμένα στις Βρυξέλλες όσο ο βροχερός και μουντός καιρός. Και συνήθως υπάρχει μια «τελευταία στιγμή» που επιτρέπει το πρόβλημα να ξεπεραστεί και να υπάρξει ένας συμβιβασμός. Βέβαια, συχνά αυτό προϋποθέτει να μετατεθεί αρκετές φορές το χρονικό σημείο της «τελευταίας στιγμής».

Όμως, κάποιες φορές τα αδιέξοδα είναι πραγματικά και δεν ξεπερνιούνται εύκολα. Μία από αυτές αντιμετωπίζει τώρα η ΕΕ σε σχέση με την εμπλοκή για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και το συνδεδεμένο μαζί του «Ταμείο Ανάκαμψης» για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας.

Η επιμονή της Πολωνίας και της Ουγγαρίας να βάλουν βέτο στον προϋπολογισμό, επειδή αυτός περιλαμβάνει ρήτρα σύνδεσης με την τήρηση κανόνων κράτους δικαίου, ρήτρα που πιστεύουν ότι θα αποτελέσει μοχλό εκβιασμού σε βάρος τους, έχει δημιουργήσει ένα τέτοιο αδιέξοδο.

Εάν δεν υπάρχει συμφωνία, τότε δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί η διαδικασία για να φτάσουν στα κράτη-μέλη τα 750 δισεκατομμύρια ευρώ του «Ταμείου Ανάκαμψης» (με τη μορφή επιχορηγήσεων και δανείων), μια κρίσιμη οικονομική ενίσχυση για χώρες που έχουν να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες οικονομικές επιπτώσεις από τα περιοριστικά μέτρα για την πανδημία, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.

Ταυτόχρονα, εάν δεν υπάρξει έγκριση του προϋπολογισμού, τότε δεν υπάρχει άλλη λύση πέραν αυτής των «δωδεκατημορίων». Δηλαδή, να υπάρχει ευρωπαϊκός προϋπολογισμός μήνα το μήνα, διαδικασία που προφανώς θα μια προβληματική κατάσταση.

 

Η αναζήτηση του Plan B

Σε αυτό το φόντο, πληροφορίες αναφέρουν ότι εξετάζονται εναλλακτικές θεσμικές λύσεις για την έστω και μερική αντιμετώπιση του αδιεξόδου.

Η βασική προσπάθεια είναι να διασωθεί το «Ταμείο Ανάκαμψης» μια που αυτό επείγει για να μπορέσουν τα κράτη να έχουν μια άμεση οικονομική ενίσχυση απέναντι στις επιπτώσεις της πανδημίας.

Σε αυτή την περίπτωση θα υπάρξει ένας διαχωρισμός ανάμεσα στον προϋπολογισμό και το «Ταμείο Ανάκαμψης», το οποίο θα μπορούσε να προωθηθεί στη βάση της συμφωνίας των υπόλοιπων 25 κρατών-μελών, ενώ θα έμενε στάσιμη μέχρι την επίτευξη λύσης η κατάσταση με τον προϋπολογισμό.

 

Η επίκληση του μηχανισμού της «ενισχυμένης συνεργασίας»

Η Συνθήκη του Άμστερνταμ εισήγαγε επίσημα τη δυνατότητα για ορισμένα κράτη μέλη να καθιερώσουν μεταξύ τους «ενισχυμένη συνεργασία» στο πλαίσιο των Συνθηκών, χρησιμοποιώντας τα θεσμικά όργανα και τις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).

Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει μια διαδικασία που όχι μόνο επιτρέπει την ενισχυμένη συνεργασία αλλά και δίνει τη δυνατότητα σε όποιο κράτος-μέλος το επιθυμεί να μπει στη διαδικασία της ενισχυμένης συνεργασίας σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο.

Η διαδικασία αυτή θεωρείται προτιμότερη από την άλλη λύση που το να διαμορφωθεί το «Ταμείο Ανάκαμψης» εκτός δομών ΕΕ, μέσα από διακυβερνητική συνεργασίας. Όμως σε αυτή την περίπτωση ο αναγκαίος δανεισμός θα έπρεπε να είναι των κρατών-μελών (και όχι της ΕΕ όπως είναι το σχέδιο με το «Ταμείο Ανάκαμψης»).

Ωστόσο, δεν είναι δεδομένο, ακόμη και εάν έτσι ξεμπλοκάρει η διαδικασία ως προς το «Ταμείο Ανάκαμψης» τι θα γίνει με τον προϋπολογισμό, το «Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο», όπως είναι η επίσημη ονομασία του.

 

Ο κίνδυνος μειωμένου προϋπολογισμού

Εάν η ΕΕ πάει σε διαδικασίες που θα έχουν ως αφετηρία την απουσία συμφωνίας για τον προϋπολογισμό, δηλαδή το σύστημα των δωδεκατημορίων, τότε αυτό πιθανώς να σημαίνει στην πράξη έναν προϋπολογισμό «έκτακτο» και σίγουρα μειωμένο, σε σχέση με την συμφωνία του Ιουλίου, ιδίως ως προς την κλίμακα των προγραμμάτων συνοχής, που είναι πολύ σημαντικά για τις χώρες που δεν ανήκουν στον ευρωπαϊκό «πυρήνα».

 

Πολωνία και Ουγγαρία δεν απαλλάσσονται από την ρήτρα «κράτους δικαίου»

Μάλιστα, επισημαίνεται ότι η όποια έκτακτη λύση, δεν θα σημαίνει απαλλαγή της Πολωνίας και της Ουγγαρίας ως προς την υποχρέωση τήρησης των κανόνων κράτους δικαίου, είτε αυτό αφορά τη διαδικασία ελέγχου που προβλέπει το άρθρο 7 της συνθήκης της Ένωσης είτε και τις διαδικασίες που αφορούν τον προϋπολογισμό.

Με αυτή την έννοια, οι δύο χώρες όχι μόνο διακινδυνεύουν να μην εισπράξουν συνολικά 180 δισεκατομμύρια ευρώ (προϋπολογισμός και «Ταμείο Ανάκαμψης») αλλά και να συνεχίσουν αντιμετωπίζονται θεσμικά ως παραβατικές χώρες.

Η Πολωνία υποστηρίζει ότι δεν χρειάζεται τα χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης, δηλώνοντας ότι μπορεί να αντλήσει τα αναγκαία ποσά με δανεισμό από τις αγορές και μάλιστα σε χαμηλά επιτόκια. Πάντως, αυτή τη στιγμή το επιτόκιο στο δεκαετές πολωνικό ομόλογο βρίσκεται στο 1,27%, ποσοστό χαμηλό, αλλά αρκετά υψηλότερο από τον δανεισμό που προβλέπεται να γίνει μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης.

Και η Ουγγαρία έχει αυξήσει στον εξωτερικό της δανεισμό, σε μια προσπάθεια να μπορεί να μην αντιμετωπίσει πρόβλημα ακόμη και εάν υπάρξει εμπλοκή σε σχέση με τον προϋπολογισμό.

Πάντως, οι δύο χώρες έχουν να αντιμετωπίσουν και το ζήτημα με τους στόχους για την κλιματική αλλαγή καθώς και οι δύο εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη χρήση ορυκτών καυσίμων (άνθρακα).

 

Το ερώτημα του συμβιβασμού

Πάντως την ώρα που στις Βρυξέλλες ετοιμάζονται για ένα ενδεχόμενο Plan B και στη Βαρσοβία και τη Βουδαπέστη για την επιμονή στο βέτο, γίνονται και προσπάθειες, παρασκηνιακές και μη, για την εξεύρεση ενός συμβιβασμού, πιθανώς με κάποιου είδους «ερμηνεία» της έννοιας της ρήτρας κανόνων κράτους δικαίου που να μπορεί να καθησυχάσει τους φόβους Πολωνίας και Ουγγαρίας.