Η είδηση της δολοφονίας ενός 15χρονου μαθητή στα Εξάρχεια από αστυνομικό, το βράδυ του Σαββάτου της 6ης Δεκεμβρίου 2008, διαπέρασε σαν ηλεκτροσόκ την ελληνική κοινωνία. Ο ειδικός φρουρός της ΕΛ.ΑΣ δεν φανταζόταν ότι με τις τρεις σφαίρες που έριξε, λίγο μετά τις 9 το βράδυ, με το υπηρεσιακό του περίστροφο, η μία εκ των οποίων βρήκε τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο στην καρδιά ρίχνοντάς τον νεκρό στη συμβολή των οδών Μεσολογγίου και Τζαβέλλα, θα άναβε το σπίρτο σε μια χώρα ποτισμένη στη βενζίνη. Η έκρηξη οργής που ακολούθησε δεν είχε προηγούμενο. Ενας παρατηρητικός θεατής μπορούσε εντός της να διακρίνει το τρέιλερ για την επόμενη δεκαετία, σκηνές από το μέλλον μιας χώρας που ενώ το τσεκούρι της οικονομικής κρίσης είχε αρχίσει να παίρνει κεφάλια, ο πολιτικός κόσμος και μεγάλο μέρος της κοινωνίας, βυθισμένοι σε ιστορίες μικρής και μεγάλης διαφθοράς, συνέχιζαν να απολαμβάνουν μια ευμάρεια που για να μένει ζωντανή «σκότωνε» τα παιδιά της.
«Κάτι έχει γίνει στο κέντρο»
Στις 21.46, όταν διαπιστώθηκε στον Ευαγγελισμό ο θάνατος του Αλέξανδρου, στους δρόμους των Εξαρχείων τα πρώτα οδοφράγματα από φλεγόμενους κάδους είχαν ήδη στηθεί. Τα κινητά τηλέφωνα είχαν πάρει φωτιά: «Κάτι έχει γίνει στο κέντρο». Γρήγορα έγινε γνωστό ότι δύο ειδικοί φρουροί του ΑΤ Εξαρχείων, ο Επαμεινώνδας Κορκονέας και ο Βασίλης Σαραλιώτης, ύστερα από φραστική αντιπαράθεση με νεαρούς κι ενώ διατάχθηκαν να αποσυρθούν με το περιπολικό τους από το σημείο, επέστρεψαν περπατώντας δίνοντας συνέχεια στο επεισόδιο και ο ένας εκ των δύο πυροβόλησε ένα παιδί.
Οι ισχυρισμοί του Κορκονέα ότι «ευρισκόμενος σε καθεστώς φόβου» έριξε στον αέρα διαψεύστηκαν από ερασιτεχνικό βίντεο και από αυτόπτες μάρτυρες που μιλούσαν για ευθεία βολή. Μέσα σε μία ώρα, οι ταραχές εξαπλώθηκαν σε Σύνταγμα, Ερμού και Μοναστηράκι. Στις 23.00, Κορκονέας και Σαραλιώτης είχαν συλληφθεί. Από τα μεσάνυχτα, μουδιασμένη και αμήχανη η ελληνική πολιτεία παρακολουθούσε για μέρες τους αστυνομικούς να αποτελούν τον κινούμενο στόχο ενός ξεσπάσματος οργής με αφορμή την αστυνομική αυθαιρεσία, αλλά με αιτίες που πήγαζαν από δικές της πράξεις και παραλείψεις και την Αθήνα να μετατρέπεται σε κανονικό πεδίο μάχης.
Ογκώδεις διαδηλώσεις έγιναν την επομένη σε αρκετές πόλεις, τα επεισόδια, όμως, στους δρόμους της πρωτεύουσας, ύστερα από πορεία στη ΓΑΔΑ, πήραν διαστάσεις πρωτοφανείς. Κεντρικοί δρόμοι φλέγονταν, βιτρίνες έγιναν θρύψαλα και αμάξια πυρπολήθηκαν, βόμβες μολότοφ έπεφταν βροχή. Πλιάτσικο παντού και φιγούρες με κουκούλες ανάμεσα από εστίες φωτιάς. Τράπεζες, εμπορικά καταστήματα, δημόσια κτίρια, ακόμα και μνημεία, δέχονταν συμβολικά τα βέλη των εξεγερμένων. Μέχρι το βράδυ, πλήθος ΑΕΙ, ΤΕΙ και σχολείων στη χώρα τελούσαν υπό κατάληψη. Οι εργαζόμενοι του κέντρου, τη Δευτέρα, αντίκρισαν μια πόλη αγνώριστη.
Τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα έλειπαν κι όσα υπήρχαν ήταν καμένα, οι προσόψεις των μαγαζιών είχαν καλυφθεί με μαύρο πλαστικό και η ατμόσφαιρα μύριζε φωτιά και χημικά. Το μεσημέρι μαθητές διαδήλωσαν έξω από τη ΓΑΔΑ. Το απόγευμα συγκέντρωση διαμαρτυρίας στα Προπύλαια. Σε διάγγελμα ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για ακραία στοιχεία που επιδιώκουν τη βία. Λίγο αργότερα μια εικόνα έκανε τον γύρο του κόσμου: το κάψιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου στην πλατεία Συντάγματος. Ο,τι συμβόλιζε την πλασματική κανονικότητα παραδινόταν στις φλόγες από εκείνους που το κράτος συνήθιζε να αγνοεί. Η αυλαία της εξέγερσης δεν έπεσε ούτε την Τρίτη, με τη μεγαλειώδη συγκέντρωση στην κηδεία του Αλέξανδρου.
Αυτή η νύχτα είναι της γενιάς του Αλέξη
Εκείνη τη νύχτα, που μια μάνα έχασε τον γιο της κι ένας εορτάζων έφηβος τον φίλο του, μια ολόκληρη γενιά απέκτησε τον δικό της σύγχρονο ήρωα, βγαλμένο από τα σπλάγχνα της. Η ενήλικη κοινωνία αναγκάστηκε να σταματήσει για λίγο ό,τι έκανε, έστω και διά της βίας, για να γνωρίσει για πρώτη φορά τα παιδιά της. Να μάθει τι άνθρωποι μεγάλωναν στο δίπλα δωμάτιο, τι όνειρα είχαν, τι τους έλειπε πραγματικά, τι φοβούνταν, ποιες ήταν οι απόψεις τους για τον κόσμο των μεγάλων.
Η σφαίρα του Κορκονέα πλήγωσε βαθιά τη σχέση πολίτη – ΕΛ.ΑΣ. και διαπερνώντας τα στήθη της «γενιάς των 700 ευρώ» σφηνώθηκε στην καρδιά μιας πρωτεύουσας που τυλίχθηκε στις φλόγες από έναν «εχθρό» εντός των τειχών, για τον οποίο κανείς δεν αναλάμβανε την ευθύνη. Το 2008 δεν ήταν εποχή για ευθύνες. Η παρουσία του υπουργού Παιδείας σε κέντρο διασκέδασης το βράδυ που ένας μαθητής είχε δολοφονηθεί από την ΕΛ.ΑΣ. ήταν ίσως η πιο αντιπροσωπευτική εικόνα για την απόσταση που είχε πάρει η πολιτεία από την πραγματικότητα. Την πραγματική σφαίρα διαδέχθηκαν άλλες: οι θεωρίες που ακούστηκαν στα δελτία των 8 για ένα παιδί πλουσίων που έτρωγε αποβολές, σύχναζε στα Εξάρχεια και άρα όταν τον πέτυχε η «εποστρακισμένη» σφαίρα «πήγαινε γυρεύοντας».
Ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος έφυγε από τη ζωή χαρίζοντας σε μια γενιά αόρατη όνομα και επώνυμο. Η δολοφονία του πέρασε στα μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν τη σύγχρονη Ιστορία για τα οποία όλοι πάντα θα θυμούνται πού βρίσκονταν όταν συνέβησαν, όχι όμως και τι ακριβώς μνημονεύεται τη συγκεκριμένη μέρα. Οπως συμβαίνει και με άλλες επετείους, την 6η Δεκεμβρίου ένα όνομα χρησιμοποιείται κατά το δοκούν. Απλώς για να ξανακαεί η πόλη, κάτι που η οικογένεια του Αλέξανδρου φροντίζει, κάθε χρόνο, να καταδικάζει εκ των προτέρων.