Τα μεγάλα και εκρηκτικά ιστορικά συμβάντα, αυτά που συμπυκνώνουν απρόοπτα τις δυναμικές που ήδη υπήρχαν και ταυτόχρονα παραπέμπουν σε ένα αχαρτογράφητο ιστορικό μέλλον, που είναι, όμως, ήδη σε εξέλιξη, συνήθως υπερβαίνουν τόσο τα σχήματα που προτείνονται για την ερμηνεία τους όσο και τις όποιες μυθολογίες μπορεί να διαμορφώθηκαν γύρω από αυτά.
Ένα τέτοιο είναι και η μεγάλη έκρηξη της ελληνικής νεολαίας τον Δεκέμβριο του 2008 που ακολούθησε τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον αστυνομικό Ε. Κορκονέα.
Η αμηχανία απέναντι στην έκρηξη
Από μια είχαμε την αμηχανία να αντιμετωπιστεί το ίδιο το φαινόμενο. Μια χωρίς προηγούμενο κοινωνική έκρηξη, μια από τις μεγαλύτερες ακολουθίες «ταραχών» στην πρόσφατη ευρωπαϊκή, ιστορία, με εντυπωσιακή συμμετοχή της νεολαίας (και όχι μόνο κάποιων συγκεκριμένων πολιτικών χώρων) που ταυτόχρονα δεν είχε ούτε την κλασική «διεκδικητική» πλευρά των φοιτητικών ή ακόμη και των μαθητικών κινημάτων, δηλαδή την ύπαρξη κάποιων συγκεκριμένων αιτημάτων (ακόμη και εκεί όπου εκφραζόταν μια ευρύτερη διαμαρτυρία), ούτε όμως μόνο τον χαρακτήρα «βίαιης έκρηξης», όπως είχε φανεί π.χ. λίγα χρόνια πριν στα προάστια του Παρισιού.
Αυτό δεν επέτρεπε στην έκρηξη του Δεκέμβρη 2008 να ενταχθεί σε κάποιο κλασικό ερμηνευτικό σχήμα και ταυτόχρονα αναδείκνυε ότι είχε μια ευρύτερη πολιτική δύναμη. Έδειχνε ότι στην ελληνική κοινωνία, στις παραμονές μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης, από την οποία ακόμη ουσιαστικά δεν έχουμε εξέλθει, την ώρα που έφτανε στα όριά του ένα αφήγημα εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης, αναδεικνύονταν μεγάλα και ενεργά ρήγματα, ικανά να παράγουν μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις.
Η δυσκολία στην κατανόηση του φαινομένου
Αυτό εξηγεί ένα παράδοξο σε σχέση με τον Δεκέμβρη 2008. Από τη μια οι συστημικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων και όσων ανθρώπων προσπαθούν να εκπροσωπήσουν τη στοχαστική πλευρά τους, επέδειξαν αμηχανία και αδυναμία κατανόησης. Αυτό φάνηκε κατεξοχήν στην προσπάθεια να αντιμετωπιστεί ως απλώς ένα φαινόμενο «μαζικής παραβατικότητας», ως μια δομική έλλειψη πολιτικής ορθοφροσύνης και ως απλή «ανομία» και «κουλτούρα της βίας», χωρίς απόπειρα να εξεταστούν τα πώς και τα γιατί.
Αυτό το νήμα θα φανεί και αργότερα στην αντίστοιχη αδυναμία να γίνει κατανοητό το ρήγμα που άνοιξαν τα Μνημόνια και που οδήγησε σε τεράστιες πολιτικές μετατοπίσεις και ανακατατάξεις. Ούτε είναι τυχαία η ευκολία με την οποία αναζητείται το κοινό νήμα ανάμεσα στη «βίαιη» πλευρά των κινητοποιήσεων τον Δεκέμβριο του 2008 και την επανεμφάνιση μορφών ένοπλης πολιτικής βίας, δείχνοντας ότι ενίοτε η «αστυνομική» λογική απλώς συγκαλύπτει την αδυναμία κριτικού κοινωνικού στοχασμού.
Από την άλλη, οι «αντισυστημικές» ή ριζοσπαστικές δυνάμεις, οι περισσότερες με ενεργή συμμετοχή σε πλευρές αυτής της έκρηξης, κυρίως θα προσπαθήσουν να την εντάξουν στο ένα ή το άλλο «πολιτικό σχέδιό» τους, παραβλέποντας τη ριζική πρωτοτυπία και του φαινομένου και του τρόπου με τον οποίο έθετε ένα αίτημα ριζικής αλλαγής.
Μια εμπειρία που σημάδεψε τη νεολαία
Την ίδια στιγμή για τη νεολαία που συμμετείχε ήταν μια εμπειρία παραπάνω από καθοριστική. Όσες και όσοι συμμετείχαν τότε σε αυτή την κινητοποίηση σημαδεύτηκαν από αυτή. Αυτό φάνηκε και στον τρόπο με τον οποίο για αρκετά μεγάλο διάστημα πίστεψαν ότι όντως κάποια στιγμή οι εξεγέρσεις και οι μαζικοί αγώνες και να αλλάξουν τα πράγματα και να δικαιωθούν, έστω και εάν ήρθε αργότερα η διάψευση του δεύτερου μισού της περασμένης δεκαετίας.
Προφανώς και ένα τόσο σημαντικό γεγονός ήταν εγγενώς αντιφατικό, τόσο στην ίδια τη δυναμική του όσο και στον απόηχο. Για παράδειγμα είναι ένα πράγμα να κατανοήσουμε ότι εκείνη τη στιγμή οι πιο «βίαιες» πρακτικές ήταν ένας τρόπος όντως να ακουστεί η οργή μιας νεολαίας που το πολιτικό σύστημα συστηματικά αρνιόταν να κατανοήσει, και άλλο ο φετιχισμός της «καυτής νύχτας επεισοδίων» που συχνά έχουμε δει ως τελετουργία. Αντίστοιχα, είναι άλλο πράγμα η έστω και ασαφής απαίτηση για ριζική κοινωνική αλλαγή που έβγαινε τότε στο προσκήνιο και άλλο αυτό να αντιμετωπίζεται ως κάτι που απλώς ανέμενε τη δικαίωσή του στη μία ή την άλλη παραλλαγή «προοδευτικού προγράμματος». Άλλο πράγμα η απαίτηση για αυτοοργάνωση ή αμφισβήτηση των ιεραρχιών και άλλο αυτό να μεθερμηνεύεται ως περιφρόνηση του αναγκαία συλλογικού και οργανωμένου χαρακτήρα που πρέπει να έχει ακόμη και μια πολιτική που διεκδικεί να είναι ριζοσπαστική.
Όμως, η αντιφατικότητα δεν μειώνει τη σημασία. Ή και την επικαιρότητά του. Γιατί όσο εάν εύλογα μπορεί να πει κανείς ότι δώδεκα χρόνια είναι αρκετά για να έχουμε περάσει σε μια νέα ιστορική φάση, αυτό δεν σημαίνει ότι τελείωσε και η δυνατότητα μεγάλων κοινωνικών εκρήξεων.
Εικόνες από ένα μέλλον που συνεχίζεται
Εκείνες τις μέρες είχε γραφτεί συχνά ότι ο Δεκέμβρης του 2008 ήταν μια «έκρηξη από το μέλλον». Τα επόμενα χρόνια αρκετές φορές φάνηκε να δικαιώνεται μια τέτοια γνώμη. Σήμερα, ζούμε το ακριβώς αντίθετο: μια συνειδητή προσπάθεια να παρουσιαστούν ως «εν γένει εκτός του κλίματος» τέτοιες κοινωνικές εκρήξεις. Είναι η αντίληψη ότι «έκλεισε πλέον ο κύκλος», ότι μπορούμε να απομονώσουμε τις μορφές «ανομίας», ότι με έναν τρόπο η ελληνική κοινωνία «έβαλε μυαλό» και «ωρίμασε». Όμως, την ίδια στιγμή τα «εκρηκτικά υλικά σωρεύονται: από την ανεργία, την επισφάλεια και την αστυνομική βία μέχρι την επίγνωση των οικονομικών και πολιτικών στρατηγικών που επιτείνουν τους κινδύνους από φαινόμενα όπως η πανδημία, ή φέρνουν πιο κοντά την κλιματική καταστροφή
Με την ξεροκέφαλη πρωτοτυπία τους και την εκνευριστική για μερικούς ικανότητά τους να μην μπαίνουν σε καλούπια, οι κοινωνικές εκρήξεις παραμένουν τμήμα του ιστορικού μας ορίζοντα.