Η ιστορία του ΝΑΤΟ έχει μια συμπάθεια στις «επιτροπές σοφών». Ο λόγος είναι ότι στην επίσημη ιστορία του αποδίδει μεγάλη σημασία στην έκθεση της επιτροπή των «τριών σοφών αντρών» το 1956. Τότε, τρεις υπουργοί κρατών-μελών της Ατλαντικής Συμμαχία, ο Λέστερ Πίρσον, υπουργός Εξωτερικών του Καναδά και οι ομόλογοί του της Ιταλίας και της Νορβηγίας Γκαετάνο Μαρτίνο και Χάλβαρντ Λάνγκε, έφτιαξαν μια έκθεση που αποτέλεσε το σημείο αναφοράς για την επέκταση της συνεργασίας των κρατών μελών πέραν των αμιγώς στρατιωτικών ζητημάτων.
Τώρα το ΝΑΤΟ δίνει πάλι στη δημοσιότητα μια έκθεση που έχει διαμορφωθεί από μια «ομάδα ειδικών» με αντικείμενο τη στρατηγική του μέχρι το 2030. Επικεφαλής της επιτροπής ήταν ο πρώην υπουργός Άμυνας της Γερμανίας Τόμας ντε Μαιζιέρ, ο Γουές Μίτσελ, πρώην βοηθός υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ για τις Ευρωπαϊκές και τις Ευρασιατικές Υποθέσεις και τα μέλη περιλαμβάνουν τον Τζον Μπιου, σύμβουλο του Μπορίς Τζόνσον, την Γκρέτα Μποσενμάιερ, πρώην σύμβουλο του Καναδού πρωθυπουργού, την Άνια Ντάλγκααρντ-Νίλσεν, πρώην εκτελεστική διευθύντρια της Δανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και Ασφάλειας, την Μάρτα Ντασού, πρώην υφυπουργό Εξωτερικών της Ιταλίας, την Άννα Φοτίγκα, πρώην υπουργό Εξωτερικών της Πολωνίας, τον Τατσάν Ιλντέμ, διπλωμάτη καριέρας από την Τουρκία, την Χέρνα Φερχάγκεν, στέλεχος επιχειρήσεων από την Ολλανδία και τον πρώην υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης Ζοσπέν Υμπέρ Βεντρίν.
Μια συμμαχία σε κρίσιμη καμπή
Η έκθεση έρχεται σε μια κρίσιμη φάση για τη συμμαχία. Και αυτό γιατί μπορεί να υποστηρίζει ότι είναι η πιο πετυχημένη συμμαχία στην ιστορία, αγκαλιάζοντας σχεδόν ένα δισεκατομμύρια ανθρώπους και το μισό ΑΕΠ του πλανήτη, με έκταση από την ακτή του Ειρηνικού των ΗΠΑ μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, όμως την ίδια στιγμή δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και τα εσωτερικά προβλήματά του.
Οι πρόσφατες οξύτατες, σε φραστικό αλλά και ουσιαστικό επίπεδο, αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε δύο κομβικά μέλη της συμμαχίας, τη Γαλλία και την Τουρκία, γύρω από την κρίση στη Λιβύη, αλλά και η πάγια ανοιχτή πληγή των ελληνοτουρκικών σχέσεων, δεν παραπέμπουν ακριβώς σε μια συμμαχία με «αδιάρρηκτη ενότητα».
Επιπλέον, η πιο πρόσφατη μεγάλη επιχείρηση του ΝΑΤΟ, η επέμβαση στη Λιβύη μάλλον δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στέφθηκε με επιτυχία, εάν αναλογιστούμε ότι για την ειρήνευση και τη δημοκρατία οδήγησε σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, που στο τέλος θα φέρει δυνάμεις της συμμαχίας να στηρίζουν αντίπαλες παρατάξεις. Ούτε ήταν τυχαίο ότι δεν θα υπάρξει τελικά ΝΑΤΟϊκή επέμβαση στη Συρία, παρά μόνο ενός ad hoc συνασπισμού κατά του Ισλαμικού Κράτους. Και όλα αυτά σε συνέχεια προηγούμενων ρηγμάτων όπως ήταν η ανοιχτή διαφωνία το 2003 γύρω από τον πόλεμο στο Ιράκ.
Όλα αυτά ήταν εν μέρει και αναμενόμενα εάν αναλογιστούμε ότι το ΝΑΤΟ υπήρξε μια συμμαχία που διαμορφώθηκε εντός μια συγκεκριμένης αντιπαράθεσης δύο κοινωνικών συστημάτων και όχι απλώς συμμαχιών, η οποία έληξε με τη σαφή κατίσχυση της μίας πλευράς.
Στην πραγματικότητα, εάν κάτι δείχνει να ξαναδίνει κάποιου είδους στρατηγικό νόημα στο ΝΑΤΟ, κάτι που φαίνεται και στη συγκεκριμένη έκθεση της «ομάδας ειδικών», είναι ακριβώς αυτό που ονομάζουμε «Νέος Ψυχρός Πόλεμος», δηλαδή η αυξημένη αντιπαράθεση ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία, με την τροπή που έχει πάρει μετά την Κριμαϊκή κρίση του 2014.
Το όραμα για το ΝΑΤΟ του 2030
Η έκθεση εκτιμά ότι το βασικό στοιχείο της περιόδου είναι η επιστροφή στη «συστημική αντιπαλότητα» και η ανάδυση των «παγκόσμιων απειλών».
Ως μεγαλύτερη πρόκληση τίθεται η απειλή της Ρωσίας. Με τον πιο σαφή τρόπο η Ρωσία περιγράφεται ως η βασική γεωπολιτική πρόκληση για την Ευρωατλαντική περιοχή, στο βαθμό που έχει μια ισχυρή συμβατική πολεμική μηχανή και ένα ρωμαλέο πυρηνικό οπλοστάσιο. Η έκθεση κατηγορεί τη Ρωσία για επιθετικές ενέργειες ενάντια στην Ουκρανία και τη Γεωργία, για επιθετική συμπεριφορά στην περιοχή από τον Βόρειο Ατλαντικό και πιο βόρεια και για συγκέντρωσης αεροπορικών και ναυτικών δυνάμεων σε κρίσιμα θαλάσσια περάσματα στη Θάλασσα Μπάρεντς, στη Βαλτική, τη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο. Κατηγορείται ακόμη για την εγκαθίδρυση «καθεστώτων-δορυφόρων», για παραβιάσεις των συμφωνιών για τον περιορισμό των εξοπλισμών και για πρακτικές «υβριδικών επιθέσεων». Σε αυτή τη βάση περιγράφεται ως μια άμεση στρατιωτική απειλή.
Από την άλλη η Κίνα περιγράφεται επίσης ως μια γεωστρατηγική πρόκληση, αν και θεωρείται ότι δεν αποτελεί ακόμη μια άμεση στρατιωτική απειλή για τη συμμαχία. Ωστόσο, εκτιμάται ότι η βιομηχανική πολιτική της Κίνας και η σύμφυση ανάμεσα στον στρατιωτικό και τον πολιτικό τομέα της οικονομίας αποτελεί την αφετηρία για νέους κινδύνους και στρατηγικές απειλές για τη Συμμαχία. Βέβαια την ίδια στιγμή η Έκθεση αναγνωρίζει ότι για πολλές χώρες μέλη της Συμμαχίας η Κίνα είναι ταυτόχρονα και ένα σημαντικός οικονομικός και επενδυτικός εταίρος.
Από εκεί και πέρα η έκθεση επικεντρώνει στην απειλή της τρομοκρατίας αλλά και φαινόμενα όπως η κλιματική αλλαγή, ενώ έχει ενδιαφέρον ότι δεν επικεντρώνει σε χώρες όπως το Ιράν, παρά την ιδιαίτερη αμερικανική έμφαση το τελευταίο διάστημα στην αντιπαλότητα με την Τεχεράνη.
Από εκεί και πέρα η έκθεση στέκεται στα ζητήματα ενότητας της συμμαχίας και στις υπαρκτές αποκλίσεις που έχουν υπάρξει, είτε σε σχέση με τις στρατηγικές μετατοπίσεις των ΗΠΑ είτε σε σχέση με την διαφορετικές τοποθετήσεις μελών της συμμαχίας σε κρίσιμα ζητήματα, είτε σε σχέση με την πολιτική επιρροή που εντός της συμμαχίας χώρες που προέρχονται από το εξωτερικό της. Βέβαια, σε αυτό το ζήτημα πέραν μιας γενικής επίκλησης της ανάγκης για αποτελεσματικότερη ενότητα και δέσμευση, δεν έχουν να προτείνουν κάτι.
Παράλληλα, εντοπίζει και το πρόβλημα από το διαφορετικό βαθμό συνέπειας στην ανάληψη των υποχρεώσεων, στοιχείο που κατεξοχήν έχουν προβάλει και οι ΗΠΑ που έχουν κατηγορήσει άλλες χώρες ότι δεν τηρούν τη δέσμευση για ισχυρή συνεισφορά στον εξοπλισμό της συμμαχίας (θυμίζουμε τις αλλεπάλληλες αναφορές του Ντόναλντ Τραμπ στο ότι τα μέλη της συμμαχίας δεν κινούνται στην κατεύθυνση της συνεισφοράς στο 2% του ΑΕΠ, όπως συμφωνήθηκε το 2014).
Τα όρια της επιστροφής στη λογική του «Ψυχρού Πολέμου»
Είναι προφανές ότι η έκθεση προσπαθεί να βρει στη «συστημική αντιπαλότητα» με τη Ρωσία και την Κίνα το είδος της συνεκτικής στρατηγικής που θα μπορέσει να απαντήσει στην ασάφεια του ρόλου «μηχανισμού συλλογικής ασφάλειας» που υποτίθεται ότι γενικά θα αντικαθιστούσε την αντισοβιετική στόχευση. Ουσιαστικά, ο «νέος Ψυχρός Πόλεμος», έστω και με το τίμημα μιας εμφανούς τεχνητής διόγκωσης του μεγέθους της «άμεσης» ρωσικής απειλής, αντιμετωπίζεται ως η έξοδος από τη στρατηγική αμηχανία.
Ταυτόχρονα, αυτό είναι το όριο της έκθεσης. Ακριβώς επειδή σε πείσμα σχηματοποιήσεων, σε έναν κόσμο υπαρκτών διαιρέσεων αλλά και πολύ πιο σύνθετων αλληλεξαρτήσεων (από το ρόλο της Κίνας ως «ατμομηχανής ανάπτυξης» μέχρι το οικονομικό κόστος για την Ευρώπη από τις κυρώσεις στη Ρωσία) είναι πολύ πιο δύσκολο να διαμορφωθεί το είδος καθολικής συστημικής αντιπαράθεσης που σφράγισε τον «παλαιό» Ψυχρό Πόλεμο. Χωρίς αυτό να σημαίνει μικρότερες εντάσεις ή κινδύνους για την παγκόσμια ειρήνη.