Ο Ντίτμαρ Μπαρτς δεν είναι πολιτικός των υψηλών τόνων, δεν συνηθίζει μεγαλόστομες κορόνες. Στην τελευταία συζήτηση στην Ομοσπονδιακή Βουλή για την αντιμετώπιση της πανδημίας κορωνοϊού, όμως, ο κοινοβουλευτικός ηγέτης του κόμματος Η Αριστερά ήταν ασυνήθιστα επιθετικός. «Το κάθε θέατρο προετοιμάστηκε καλύτερα από την κυβέρνηση για τον χειμώνα του κοροναϊού» είπε στην καγκελάριο Μέρκελ. Επιασε έναν προς έναν του υπουργούς καυτηριάζοντας τα κενά προετοιμασίας και τις ολιγωρίες τους ενόψει του δεύτερου κύματος της πανδημίας που θα ερχόταν σίγουρα.
Την περασμένη άνοιξη, όταν η Γερμανία μπήκε στον χορό του κορωνοϊού, το κόμμα Η Αριστερά (Die Linke) έβαλε πλάτη, στήριξε όλα τα μέτρα που εισηγήθηκε η κεντροδεξιά κυβέρνηση Χριστιανικής Ενωσης (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD). Η κατάσταση ήταν για όλους πρωτόγνωρη. Και πλην του ακροδεξιού Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), που τρέχει πίσω από τους συνωμοσιολόγους Κβερντένκερ, τα δύο άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, Η Αριστερά και Πράσινοι, δεν παρασύρθηκαν από τον πειρασμό να εκμεταλλευτούν πολιτικά την πανδημία. Εκείνο όμως που ο Μπαρτς δεν συγχωρεί στην καγκελάριο είναι ο τρόπος λήψης των αποφάσεων για την αντιμετώπιση της πανδημίας: η παράκαμψη του Κοινοβουλίου. Η Ομοσπονδιακή Βουλή, κατά τον Μπαρτς, έχει καταδικαστεί σε ρόλο χειροκροτητή, καλείται εκ των υστέρων να συγκατανεύσει σε αποφάσεις που έχουν ληφθεί ήδη αλλού.
Πράγματι, από την έκρηξη της πανδημίας κορωνοϊού, η διαχείριση της κρίσης πέρασε σε ένα άτυπο όργανο, τις δεκαπενθήμερες συναντήσεις της καγκελαρίου με τους 16 τοπικούς πρωθυπουργούς της χώρας. Εκεί αποφασίζεται αν και πότε θα εφαρμοστούν περιοριστικά μέτρα, αν και πότε θα αρθούν. Στο ζήτημα της νομιμοποίησης των περιοριστικών μέτρων που αγγίζουν θεμελιώδη, συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών, οι ενστάσεις του Μπαρτς δεν διαφέρουν από την εκπεφρασμένη ανησυχία στελεχών και άλλων πολιτικών χώρων. Τα υπόλοιπα εξυπηρετούν ανάγκη διακριτής παρουσίας της Αριστεράς. Διότι η Γερμανία μπαίνει σε προεκλογική τροχιά ενόψει των παγγερμανικών εκλογών τον Σεπτέμβριο του 2021.
Στις τελευταίες εκλογές του 2017 ο Ντίτμαρ Μπαρτς ήταν επικεφαλής του ψηφοδελτίου του κόμματός του μαζί με τη Σάρα Βάγκενκνεχτ. Η Αριστερά με ένα ευπρόσωπο 9,2% ήταν μπροστά από τους Πράσινους με 8,9%. Το ίδιο είχε συμβεί και σε όλες τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων δύο δεκαετιών. Αλλά δεν θα συμβεί στις εκλογές του 2021. Η Ανγκελα Μέρκελ δεν θα είναι ξανά υποψήφια για την καγκελαρία. Και η τράπουλα θα μοιραστεί από την αρχή.
Οι Πράσινοι σήμερα είναι στις δημοσκοπήσεις σταθερά δεύτερο κόμμα με ποσοστά γύρω στο 20%. Στην ηγεσία των Οικολόγων βρίσκεται μια γενιά η οποία θέλει οπωσδήποτε να κυβερνήσει.
Το πιθανότερο σενάριο που δίνει η αριθμητική των ποσοστών είναι μια συγκυβέρνηση της συντηρητικής Χριστιανικής Ενωσης με τους Πράσινους.
Οι Σοσιαλδημοκράτες με τη νέα ηγεσία των Βάλτερ Μπόργιανς και Σάσκια Εσκεν δεν μπορούν να ορθοποδήσουν και ούτε πρόκειται να συνεργαστούν ξανά με τη δεξιά CDU/CSU. Η μόνη προοπτική εξουσίας είναι ένας κεντρο-αριστερός συνασπισμός, SPD – Πράσινοι – Η Αριστερά. Ηταν ανέφικτη μέχρι τώρα επειδή οι προγραμματικές θέσεις της Αριστεράς και της ηγεσίας της δεν ήταν συμβατές με την ανάληψη κυβερνητικής ευθύνης στη Γερμανία.
Στο μεταξύ όμως αποσύρθηκε από την ομοσπονδιακή σκηνή η «κόκκινη» Σάρα Βάγκενκνεχτ, όπως νωρίτερα και ο σύζυγός της Οσκαρ Λαφοντέν, πρώην πρόεδρος του SPD, που είχε διασπάσει το κόμμα και ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο στη συνεργασία με τους Σοσιαλδημοκράτες. Για τους μετριοπαθείς, όπως ο Ντίτμαρ Μπαρτς, ο μεγάλος στόχος είναι μια πλειοψηφία της Κεντροαριστεράς πέραν της Χριστιανικής Ενωσης. Και αν δεν επιτευχθεί, αυτή τη φορά δεν θα ευθύνεται Η Αριστερά.