Με την πρώτη ματιά ίσως θα ήταν δύσκολο να βρει κάποιος το νήμα που μπορεί να συνδέει το Ιερό Μανδήλιο με τον Τζάκσον Πόλοκ, τον Τζεφ Κουνς και τον Γκαν. Aκόμη κι αν φαίνεται απίθανη η σύνδεση ανάμεσα στα τρία πρώτα δεδομένα, το τέταρτο – εντελώς άγνωστο στη συντριπτική πλειονότητα – δυσκολεύει περαιτέρω τη λύση του γρίφου. Οσοι είναι έμπειροι όμως σε τέτοιου είδους αινίγματα γνωρίζουν καλά ότι πρέπει να σπάσεις το ερώτημα σε κομμάτια για να καταλήξεις στην απάντηση.
Το πιο εύκολο είναι να συνδέσουμε τους δύο αμερικανούς εικαστικούς. Ο Τζάκσον Πόλοκ είναι μία από τις μυθικές μορφές της αμερικανικής τέχνης, του οποίου το έργο μέσα σε μία νύχτα το 2006 για ακόμη μία φορά βρέθηκε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, καθώς πωλήθηκε προς 140 εκατ. δολάρια, καταρρίπτοντας όλα τα ρεκόρ της εποχής, γεγονός που τον ανέδειξε τότε στον ακριβότερο καλλιτέχνη παγκοσμίως και τον πίνακά του «Νο 5, 1948» ως το πολυτιμότερο έργο τέχνης. Στους πλέον σύγχρονους και ακριβοπληρωμένους επίσης με κάμποσα ρεκόρ στη συλλογή του και ο εν ζωή εκκεντρικός Τζεφ Κουνς με τα μεταλλικής υφής «φουσκωτά» ζωάκια του και τα εν γένει κιτς γλυπτά του. Δεύτερο κοινό νήμα που τους δένει είναι η προσωπική τους ζωή. Ο Πόλοκ, εξαρτημένος από το αλκοόλ, σκοτώθηκε σε τροχαίο, πιθανόν μεθυσμένος, προσθέτοντας άλλη μία ψηφίδα στον ήδη πλούσιο μύθο του. Ο Κουνς βρέθηκε ουκ ολίγες φορές στο προσκήνιο εξαιτίας των επιλογών του με πλέον χαρακτηριστική τον γάμο του και το θυελλώδες διαζύγιό του με την ιταλίδα πορνοστάρ και πολιτικό Τσιτσιολίνα.
Αν όμως ψάξουμε λίγο κάτω από την επιφάνεια, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει ακόμη ένα σημείο επαφής ανάμεσα στους δύο δημιουργούς. Και οι δύο δεν άγγιξαν τον καμβά ή το γλυπτό για να το φιλοτεχνήσουν. Ο Πόλοκ είχε επινοήσει την τεχνική του dripping, να στάζει δηλαδή το χρώμα από ψηλά και οι σταγόνες που κατέληγαν στον μουσαμά του να διαμορφώνουν την τελική εικόνα του έργου έχοντας ως συνδημιουργό του την τύχη. Ο Κουνς από την πλευρά του σχεδιάζει τα πάντα με ακρίβεια στον υπολογιστή του. Την εκτέλεση των έργων του ωστόσο αναλαμβάνουν οι έμπειροι συνεργάτες του, χωρίς εκείνος να αγγίξει ουσιαστικά τα γλυπτά ή τα ζωγραφικά έργα που φέρουν την υπογραφή του.
Αν έπρεπε λοιπόν να εντοπίσουμε τον όρο που περιγράφει τον κοινό τρόπο δουλειάς Πόλοκ και Κουνς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι «αχειροποίητος», έργο δηλαδή που έχει δημιουργηθεί χωρίς να επέμβει ανθρώπινο χέρι. Και κάπου εδώ μπαίνει το Ιερό Μανδήλιο, το αμφιλεγόμενο ως προς την αυθεντικότητά του ύφασμα πάνω στο οποίο είναι αποτυπωμένη η εικόνα ενός άνδρα, που θεωρείται ότι ανήκει στον Ιησού. Πρόκειται για μια εικόνα που έχει δημιουργηθεί χωρίς ανθρώπινη επέμβαση και θεωρείται από τους καθολικούς ότι «γεννήθηκε» όταν η Αγία Βερονίκη (όνομα που προκύπτει από τη λατινική λέξη vero, δηλαδή αληθινό, και την ελληνική λέξη εικόνα) προσέφερε το μαντίλι της στον Ιησού για να σκουπίσει τον ιδρώτα του κατά την άνοδό του προς τον Γολγοθά, οπότε και αποτυπώθηκε το πρόσωπό του στο ύφασμα. Αχειροποίητες όμως θεωρούνται και μια σειρά από εικόνες, κυρίως της Παναγίας, ήδη από τον 5ο αι., όπως και εκείνη που έχει δώσει το όνομά της στη γνωστή εκκλησία της πρωτοβυζαντινής περιόδου στη Θεσσαλονίκη.
Αν λοιπόν υπάρχει στην Ιστορία της Τέχνης μια μακρά παράδοση στα αχειροποίητα έργα τέχνης – η οποία μπορεί να ξεκινά ακόμη παλαιότερα, από την αρχαιότητα, οπότε και έχουμε το διιπετές ξόανο της Αθηνάς, το λατρευτικό ξύλινο άγαλμα της θεάς που είχε πέσει από τον ουρανό, δεν ήταν ανθρώπινο δημιούργημα και ήταν τοποθετημένο στο Ερέχθειο -, στον 21ο αι. τη συνεχίζει κάποιος και, αν ναι, ποιος; Πρόκειται για τον τελευταίο κρίκο του αρχικού γρίφου, τον Γκαν (GAN – Generative Adversarial Network – Παραγωγικό Ανταγωνιστικό Δίκτυο). Παντελώς αόρατος και χωρίς χέρια, όχι απλώς δημιουργεί έργα τέχνης, αλλά έχει καταφέρει από τα πρώτα του βήματα κιόλας να μπει δυναμικά στην αγορά τέχνης, να αποκτήσει κοινό και τώρα διευρύνει την καριέρα του δοκιμάζοντας τις δυνάμεις του από την τέχνη της προϊστορικής βραχογραφίας έως εκείνη του γκραφίτι, δημιουργώντας δικά του υβρίδια που ήδη αναζητούν συλλογές για να ενταχθούν.
Το ντεμπούτο του ήταν εντυπωσιακό όταν προ διετίας το πορτρέτο του «Εντμόν ντε Μπελαμί από την οικογένεια Ντε Μπελαμί» πωλήθηκε σε δημοπρασία των Κρίστις προς 432.500 δολάρια, 40 φορές δηλαδή υψηλότερη τιμή από την αρχική εκτίμηση (7.000-10.000 δολάρια) και υπερδιπλάσια από το σύνολο της αξίας ενός ορειχάλκινου γλυπτού του Ρόι Λίχτενσταϊν (87.500 δολάρια) και ενός πολλαπλού του Αντι Γουόρχολ (75.000 δολάρια), που πωλούνταν την ίδια βραδιά. Πίσω από την παραγωγή του συγκεκριμένου έργου βρίσκεται νεοσύστατη εταιρεία (startup) τριών 25χρονων Γάλλων με την επωνυμία Obvious, οι οποίοι δεν έχουν ακαδημαϊκό υπόβαθρο στην τέχνη, καθώς οι σπουδές τους είναι γύρω από τους υπολογιστές και τις επιχειρήσεις. Είναι εκείνοι που τροφοδότησαν το σύστημα με 15.000 πορτρέτα, τα οποία φιλοτεχνήθηκαν μεταξύ του 14ου και του 20ού αι. και δεν εμπίπτουν στον νόμο περί προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων και βάσει των οποίων παρήχθησαν νέες εικόνες, ανάμεσά τους και το εν λόγω πορτρέτο.
Η δυναμική είσοδος του συγκεκριμένου έργου στην αγορά τέχνης ωστόσο μπορεί να έστρεψε τα φώτα της δημοσιότητας πάνω στις εικαστικές δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης, όμως η εμφάνισή της στον κόσμο της τέχνης έχει γίνει ήδη από το 2015 όταν δημοπρατήθηκαν γλυπτά – δημιουργίες βασισμένες σε προγράμματα υπολογιστών, ενώ σε ιδιωτικές συναλλαγές έργα τέχνης – προϊόντα αλγορίθμων έχουν αγγίξει και τα 600.000 δολάρια. Η επιτυχία ωστόσο του Γκαν οδήγησε τους γάλλους επιχειρηματίες να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα τους και να δημιουργήσουν έργα που συνδυάζουν τις παλαιολιθικής εποχής βραχογραφίες του διάσημου σπηλαίου Λασκό με την τεχνική του γκραφίτι και τα οποία διέθεταν προς 250 ευρώ.
Την ώρα, ωστόσο, που η τεχνητή νοημοσύνη χρησιμοποιείται για να φτιάξει νέα έργα βασιζόμενη στα ήδη υπάρχοντα, αξιοποιείται από άλλες ομάδες ώστε να μπορεί να ξεχωρίσει τα αυθεντικά από τα πλαστά έργα τέχνης. Υπάρχει ενδεχομένως κίνδυνος στο μέλλον, λοιπόν, η τεχνητή νοημοσύνη να προσπαθεί να ξεγελάσει τον εαυτό της; Να δημιουργεί τέτοια έργα που θα μπορούν να «διαβαστούν» από τα συστήματα ανίχνευσης αυθεντικότητας που βασίζονται σε εκείνη ως πρωτότυπα;
Κι αυτό είναι ένα μόνο από τα ερωτήματα που γεννιούνται από τη νέα μορφή «αχειροποίητων» έργων, καθώς ανοιχτά παραμένουν ζητήματα σχετικά με τον νόμο περί προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων. Αν ένα έργο συλλαμβάνεται ως ιδέα από έναν άνθρωπο αλλά δημιουργείται από ένα μηχάνημα, επί παραδείγματι, σε ποιον ανήκουν τα πνευματικά δικαιώματα
Και τελικά αν επικρατήσει η τέχνη της τεχνητής νοημοσύνης και ο χρωστήρας του ζωγράφου, η σμίλη του γλύπτη ή το μολύβι του συγγραφέα αντικατασταθούν από σκληρούς δίσκους, πληκτρολόγια και αλγορίθμους, τι θα συμβεί με τα αριστουργήματα του παρελθόντος – από τα υψηλής ποιότητας Γλυπτά του Παρθενώνα έως τους γεμάτους κρυμμένη ένταση πίνακες του Τιτσιάνο και τις σουρεαλιστικές συνθέσεις του Νταλί; Θα βυθιστούν στη λήθη ή θα αποθεωθούν; Ισως είναι ένα από τα ερωτήματα η απάντηση στο οποίο θα κρίνει και την εξέλιξη του πολιτισμού στις επόμενες γενιές.