Η αβεβαιότητα για το μέλλον είναι φυσιολογική, εφόσον ζούμε σε εποχή πανδημίας. Την υπαγορεύει η ίδια η ρευστότητα των συνθηκών, που δεν μπορούν να τεθούν υπό τον έλεγχο οποιασδήποτε κυβέρνησης σε μια δημοκρατία. Αυτή είναι η λογική και αναμενόμενη αβεβαιότητα, η αβεβαιότητα την οποία ο κόσμος θα κατανοήσει και θα δεχθεί ως μέρος της πραγματικότητας.
Υπάρχει όμως και μιας διαφορετικής προέλευσης αβεβαιότητα, την οποία εκπέμπει η ίδια η κυβέρνηση και οφείλεται στην επικοινωνιακή ασάφεια. Ασφαλώς διαφέρουν σημαντικά το δεύτερο κύμα του ιού από το πρώτο – θα ήταν αφελές αν εξισώναμε τις δύο προκλήσεις. Το μέτρο της επιτυχίας δεν είναι το ίδιο. Το τωρινό εγχείρημα είναι πολύ δυσκολότερο – εκτός των άλλων, επειδή έχει κουραστεί ο κόσμος και συμπεριφέρεται απερίσκεπτα. Ακριβώς όμως επειδή η τωρινή πρόκληση είναι δυσκολότερη, θα όφειλε η κυβέρνηση να έχει λόγο ενιαίο και απόλυτης σαφήνειας. Αυτό, δυστυχώς, δεν συμβαίνει.
Το είχε στον πρώτο γύρο της αναμέτρησης και σε αυτό οφείλεται εν πολλοίς η επιτυχία της: ο κόσμος συμμορφωνόταν επειδή η καθοδήγηση ήταν σαφής και έγκυρη. Σήμερα, αντιθέτως, επικρατεί μια κυβερνητική πολυφωνία, που μάλλον τη σύγχυση καλλιεργεί. Μιλούν πολλοί και μιλούν πολύ. Μετά τον πρωινό καφέ, τα βασικά διαρρέουν σχεδόν αμέσως, ακόμη και αν οι αποφάσεις δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί, προλαμβάνοντας έτσι τις εξελίξεις. Επειτα, βλέπουμε υπουργούς να έχουν πιάσει στασίδι σε τηλεοπτικές εκπομπές, σε σημείο ώστε ένας ξένος που αγνοεί πρόσωπα και ιδιότητες θα νόμιζε ότι είναι μόνιμοι συνεργάτες των εκπομπών. Βλέπουμε, επίσης, υπουργούς, που ενώ υποτίθεται ότι βγαίνουν για να εξηγήσουν τα της αρμοδιότητάς τους, καταλήγουν να μιλούν για κάθε πιθανή και απίθανη πλευρά του θέματος, επιτείνοντας σύγχυση και αβεβαιότητα. Τελικά, σου λέει ο άλλος, τι ισχύει, αυτό που λέει ο Πέτσας το πρωί ή αυτό που θα ακούσεις από τον Αδωνη το μεσημέρι;
Μέσα από τον ορυμαγδό διαφορετικών φωνών, προσωπικών απόψεων και εκτιμήσεων, διασπάται και αδυνατίζει το όποιο μήνυμα προσπαθεί να εκπέμψει η κυβέρνηση. Εν μέρει αναπόφευκτο, λόγω της κούρασης που βαραίνει τους πάντες. Από την άλλη, όμως, δεν είναι λίγοι εκείνοι που συνειδητοποιούν τώρα τι απώλεια ήταν ο ανασχηματισμός που δεν έγινε το περασμένο καλοκαίρι. Ως ένα βαθμό, είναι το κόστος αυτής της απώλειας που πληρώνει η κυβέρνηση, με την επίδοσή της στην τρέχουσα φάση της κρίσης.
Το στοίχημα πλέον για την κυβέρνηση είναι ο εμβολιασμός. Η επιτυχία σε αυτό το εγχείρημα θα είναι ένας οργανωτικός άθλος, κάτι σαν το «θαύμα της Δουνκέρκης» για την κυβέρνηση του Τσόρτσιλ κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με αυτό δεν εννοώ ότι η τρέχουσα μάχη κατά του δεύτερου κύματος είναι ό,τι και η Μάχη της Γαλλίας για τους Βρετανούς το 1940. Η ακριβέστερη αναλογία βρίσκεται, νομίζω, στους αραβοϊσραηλινούς πολέμους: αν το πρώτο κύμα ήταν για την κυβέρνηση ο Πόλεμος των Εξι Ημερών, το δεύτερο είναι ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ.
ΠΕΡΙ ΝΑΩΝ ΠΑΝΤΟΣ ΤΥΠΟΥ
Ο καθένας μας, εφόσον δεν είναι αγράμματος, μπορεί να καταλάβει ότι το να θέτεις μέσα στο ίδιο διαπραγματευτικό πλαίσιο τα εμπορικά καταστήματα και τις εκκλησίες είναι μια ειρωνεία βαθύτατα αντιχριστιανική, αφού εξισώνει τους ναούς του εμπορίου με τους ναούς του Κυρίου – για να το πω με την ευαγγελική ορολογία.
Απορώ, λοιπόν, πώς αυτό δεν το καταλαβαίνει η Ιεραρχία της Εκκλησίας, διότι, όπως ακούω και καταλαβαίνω, το βασικό επιχείρημα, με το οποίο ζητείται από την κυβέρνηση να ανοίξει τις εκκλησίες, είναι ότι δεν γίνεται να λειτουργούν τα μαγαζιά τα Χριστούγεννα και να μένουν κλειστοί οι ναοί. Νόμιζα ότι, κατά κανόνα, η Εκκλησία τοποθετούσε τον εαυτό της υπεράνω κοσμικών δραστηριοτήτων, όπως η αγορά και το εμπόριο. Χαίρομαι, λοιπόν, που τη βλέπω τώρα να διεκδικεί ίσα δικαιώματα με τα πολυκαταστήματα και τα εμπορικά κέντρα.