Με τις γερμανικές εκλογές του 2021 να σηματοδοτούν το τέλος της πολιτικής καριέρας της Άνγκελα Μέρκελ, η επερχόμενη Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ, η τελευταία στην οποία η Γερμανίδα καγκελάριος θα συμμετέχει με την ιδιότητα της εκπροσώπου της προεδρεύουσας χώρας, θα ήταν κανονικά αυτή στην οποία προσπαθούσε να συνεισφέρει στην υστεροφημία της, με το να μπορέσει να ξεμπλοκάρει όσο το δυνατόν περισσότερα από τα ανοιχτά ζητήματα στην ΕΕ.
Μάλιστα, φαινόταν ότι είχε και αρκετές δυνατότητες να το κάνει. Παρότι στη δύση της πολιτικής καριέρας της, η Μέρκελ απέχει πολύ από το χαρακτηρισμό lame duck (την αγγλική έκφραση, που κατά λέξη σημαίνει «κουτσή πάπια» και παραπέμπει σε κάτι κοντά στη δική μας έκφραση «κουτσό άλογο» και συνήθως χρησιμοποιείται για αξιωματούχους που ολοκληρώνουν τη θητεία τους χωρίς μεγάλη επιρροή).
Αντίθετα, η Μέρκελ σήμερα απολαμβάνει και μεγάλης δημοφιλίας και πολύ μεγάλου κύρους. Μάλιστα, ήδη αρκετοί σαφώς υποστηρίζουν ότι η αποχώρησή της θα αφήσει δυσαναπλήρωτο κενό. Σε αυτό συντελεί και το γεγονός ότι και στη Γερμανία παρατηρείται το φαινόμενο που βλέπουμε στην και σε άλλες ευρωπαϊκές πολιτικές σκηνές, δηλαδή η δυσκολία να παράγονται ηγετικές φυσιογνωμίες με τον τρόπο που αυτό γινόταν σε προηγούμενη φάση.
Όμως, αυτή τη φορά τα πράγματα μάλλον δεν θα είναι και τόσο εύκολα για τη Mutti (μανούλα) όπως είναι το προσωνύμιο με την οποία συχνά την αναφέρουν οι Γερμανοί.
Η μάχη του προϋπολογισμού
Η πρώτη μεγάλη μάχη για τη Σύνοδο Κορυφής αλλά και για την ίδια την ΕΕ είναι αυτή που αφορά την αποφυγή εμπλοκής σε ό,τι αφορά τον Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό και το «Ταμείο Ανάκαμψης», εξαιτίας του βέτο Πολωνίας και Ουγγαρίας. Το ζήτημα είναι φλέγον, καθώς οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου αναμένουν τα 750 δισεκατομμύρια του «Ταμείου Ανάκαμψης» ως μια άμεση ανακούφιση από το μεγάλο κόστος των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία.
Την ίδια ώρα το ζήτημα της τήρησης κανόνων κράτους δικαίου έχει σημαντική φόρτιση σε αρκετές χώρες. Με δεδομένη τη δυσκολία που έχουν αρκετές χώρες να ανεχθούν τις αλλεπάλληλες παραβιάσεις κανόνων κράτους δικαίου από κυβερνήσεις όπως αυτή της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, που συνδυάζουν τον αυταρχισμό, τον συντηρητισμό, με τις παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη, ενίοτε (στην περίπτωση της Ουγγαρίας) την υιοθέτηση μιας σχεδόν αντισημιτικής πολεμικής κατά αντιπάλων, δεν είναι εύκολο να αναιρεθούν οι σχετικές προβλέψεις ή να παραπεμφθούν στο μέλλον.
Αυτό διαμορφώνει μια ιδιαίτερα πιεστική συνθήκη. Η ίδια η Γερμανίδα καγκελάριος είχε προσπαθήσει να υπαινιχθεί ένα σημείο ισορροπίας που δεν θα αναιρεί τη ρήτρα τήρησης κανόνων κράτους δικαίου γενικά, αλλά δεν θα την κάνει και τόσο αυστηρή, ως αναζήτηση ενός πιθανού συμβιβασμού. Βέβαια, την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι εξετάζεται και το σενάριο το Ταμείο Ανάκαμψης να αποφασιστεί καταρχάς για τα 25 από τα 27 κράτη μέλη – με την πρόβλεψη ότι Πολωνία και Ουγγαρία θα μπορούν να μπουν επίσης εάν αποδεχτούν τους κανόνες – κάτι που δείχνει και το υπαρκτό άγχος ότι ένας τέτοιος συμβιβασμός δεν είναι εφικτός.
Όμως, ακόμη και ένας τέτοιος χειρισμός – που θα οδηγούσε σε σημαντική καθυστέρηση τον προϋπολογισμό και άρα τα προγράμματα που εξαρτώνται από αυτόν, όπως είναι αυτά της κοινωνικής συνοχής – σηματοδοτεί μια σημαντική ρήξη με την Ουγγαρία και Πολωνία, εφόσον θα έρθει σε συνέχεια της διαρκούς κριτικής για το εάν τηρούν τους κανόνες του κράτους δικαίου. Γι’ αυτό και δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν τον κίνδυνο για νέες αποχωρήσεις από την ΕΕ.
Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο φαίνεται πως η Γερμανική προεδρία επεδίωξε συστηματικά τις τελευταίες μέρες και μάλλον κατάφερε να βρει ένα σημείο συμβιβασμού με Πολωνία και Ουγγαρία ως προς τη σύνδεση ανάμεσα σε τήρηση κανόνων κράτους δικαίου και τον προϋπολογισμό. Ωστόσο, μένει να δούμε, εάν αυτός ο συμβιβασμός θα καταφέρει να αποτελέσει τελικά και απόφαση της ίδιας της συνόδου
Το υπαρκτό ενδεχόμενο ενός Brexit χωρίς συμφωνία
Την ίδια ώρα εξακολουθούμε να απέχουμε από μια συμφωνία με τη Μεγάλη Βρετανία για το Brexit και μια συμφωνία που θα ρυθμίζει τις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις για το επόμενο διάστημα.
Το άγχος για το εάν θα υπάρξει συμφωνία είναι εύλογο, γιατί εάν τώρα τα πράγματα ρυθμίζονται ουσιαστικά με τον κανόνα της μεταβατικής περιόδου που ήταν ακριβώς να διατηρηθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020 το καθεστώς που ίσχυε όσο η Βρετανία ήταν μέλος της ΕΕ. Χωρίς όμως συμφωνία μετά περνάμε κανονικά στην επιβολή δασμών και όλα τα προβλήματα που αυτό δημιουργεί.
Παρά την πρόοδο που έχει γίνει, οι διαπραγματεύσεις εξακολουθούν να μην έχουν ευοδωθεί σε κρίσιμα ερωτήματα. Αυτά αφορούν τις ακόλουθες πλευρές: πρώτον, το εάν θα υπάρχει ένα «επίπεδο γήπεδο» (level playing field), δηλαδή κοινοί κανόνες και πρότυπα που θα αποτρέπουν το ενδεχόμενο επιχειρήσεις σε μια χώρα να έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα εναντίον όσων δραστηριοποιούνται σε άλλες χώρες. Δεύτερον, τα ζητήματα εναρμόνισης των κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης και το θέμα των δικαιωμάτων αλίευσης.
Ειδικά το ζήτημα της αλίευσης έχει αποκτήσει ιδιαίτερα μεγάλη φόρτιση. Ίσως γιατί συγκεφαλαιώνει ακριβώς τις δυσκολίες της μετάβασης από το καθεστώς μιας εμπορικής και τελωνειακής ένωσης, με συνθήκες ενιαίας αγοράς, σε ένα καθεστώς διμερών σχέσεων.
Μέχρι τώρα η Βρετανία δεσμεύεται από την Κοινή Αλιευτική Πολιτική. Σύμφωνα με αυτή, οι αλιευτικοί στόλοι έχουν πρόσβαση και σε περιοχές που ανήκουν στην εκμετάλλευση άλλων χωρών, με την εξαίρεση φυσικών των χωρικών υδάτων (12 νμ). Όμως, αυτό γίνεται με βάση την ετήσια διαπραγμάτευση των υπουργών Γεωργίας ως προς τις ποσότητες που μπορούν να ψαρέψουν από κάθε είδος. Επιπλέον τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα από το γεγονός ότι Βρετανοί αλιείς έχουν ήδη πουλήσει τα δικαιώματά τους σε στόλους με έδρα άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Χωρίς συμφωνία, η Βρετανία μπορεί να κάνει ό,τι θέλει με την ΑΟΖ της και έχει προτείνει ένα σύστημα ετήσιων διαπραγματεύσεων με την ΕΕ για αμοιβαία πρόσβαση σε αλιευτικές ζώνες. Όμως την ίδια στιγμή, πρέπει να αναμετρηθεί με το γεγονός ότι τα τρία τέταρτα της βρετανικής παραγωγής αλιευμάτων καταλήγουν στην ΕΕ και άρα η επιστροφή σε ένα σύστημα υψηλών δασμών θα δημιουργούσε προβλήματα σε αυτή την κρίσιμη εξαγωγική δραστηριότητα.
Η Άνγκελα Μέρκελ έχει υπογραμμίσει την ανάγκη να υπάρξει συμφωνία, υποστηρίζοντας ότι ένα Brexit χωρίς συμφωνία θα έστελνε ένα αρνητικό μήνυμα στον κόσμο. Όμως, από την άλλη έχει υπογραμμίσει ότι «δεν θέλουμε μια συμφωνία με κάθε κόστος».
Όμως, το πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει είναι ότι η ευρωπαϊκή πλευρά έχει κινηθεί με τη λογική ότι η Βρετανία εάν θέλει να απολαμβάνει τα προνόμια μιας εμπορικής συμφωνίας και την απρόσκοπτη πρόσβαση στην αγορά της ΕΕ θα πρέπει αντίστοιχα να κάνει παραχωρήσεις, ενώ η Βρετανία έχει καταστήσει σαφές ότι παρότι προτιμά μια συμφωνία, εντούτοις δεν θεωρεί καταστροφικό το ενδεχόμενο μιας μη συμφωνίας.
Αυτό κάνει την κίνηση εξισορρόπησης και αναζήτησης πεδίου συμβιβασμού από την πλευρά της Άνγκελα Μέρκελ εξαιρετικά δύσκολη.
Σε αυτά προστίθεται και η παράμετρος που υπογράμμισε o Gideon Rachman στους Financial Times: όσο σημαντικό και εάν να υπάρξει μια συμφωνία, τόσο με τη Βρετανία, όσο και με Πολωνία και Ουγγαρία, οι επιπτώσεις κακών συμφωνιών θα διαρκέσουν για πολλές δεκαετίες.
Η βαριά σκιά των ελληνοτουρκικών σχέσεων
Την ίδια ώρα και αυτή η σύνοδος κορυφής θα έχει να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που αφορούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οι υπαρκτές επιδείξεις επιθετικότητας από τη μεριά της Τουρκίας, με τις αλλεπάλληλες Navtex, τις αναφορές σε νησιά και βραχονησίδες, το εκ νέου άνοιγμα ζητήματος αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, οι προτάσεις για λύση «δύο κρατών» στην Κύπρο που συνδυάζονται με την αμφισβήτηση της νόμιμα ανακηρυγμένης ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, όλα αυτά δείχνουν το επείγον της συζήτησης. Ιδίως μάλιστα όταν η ίδια η Τουρκία είναι σε ανοιχτή σύγκρουση με την Γαλλία, ένα άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ και αντιμετωπίζεται από ένα ευρύτερο φάσμα δυνάμεων ως δύναμη με αποσταθεροποιητική διεθνή συμπεριφορά.
Από την άλλη, η Γερμανίδα καγκελάριος γνωρίζει ότι η Τουρκία παραμένει όχι μόνο μια χώρα με την οποία πολλές χώρες έχουν σημαντικές συναλλαγές αλλά και μια χώρα κλειδί για την τρέχουσα πολιτική της ΕΕ για το μεταναστευτικό, μια πολιτική που κυρίως ξεκίνησε από τις αντιρρήσεις άλλων χωρών, που δεν επιθυμούσαν να συμπορευτούν με την αρχική γερμανική κατεύθυνση για την απορρόφηση μεγάλου αριθμού προσφύγων. Κατά συνέπεια η Γερμανία δεν επιθυμεί σε αυτή τη φάση να διακυβεύσει τη συμφωνία αυτή.
Όμως, την ίδια στιγμή η καγκελάριος Μέρκελ γνωρίζει καλά ότι και η ελληνική πλευρά, όπως και η Κύπρος, δεν μπορούν να είναι διαρκώς οι αποδέκτες επιθετικών ενεργειών της Τουρκίας, χωρίς να εισπράττουν καμία πραγματική ευρωπαϊκή αλληλεγγύης. Μια σύνοδος χωρίς μια απόφαση που να ανοίγει το δρόμο για κυρώσεις, στα μάτια της Τουρκία θα φανεί ως ευρωπαϊκή απροθυμία για κυρώσεις και αυτό θα μπορούσε να μεταφραστεί σε νέο κύκλο επιθετικότητας.
Η διπλή αυτή πίεση επίσης φορτώνει την Άγκελα Μέρκελ με το βάρος της αναζήτησης μιας κρίσιμης ισορροπίας ανάμεσα σε δύο προτεραιότητες.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα μέχρι τώρα δεδομένα παραπέμπουν σε μια απόφαση που θα ενεργοποιεί μεν περισσότερες κυρώσεις έναντι της Τουρκίας, παραμένοντας όμως εντός του σχετικά συντηρητικού πλαισίου των κυρώσεων έναντι των προσώπων και φορέων που εμπλέκονται άμεσα στις εξορύξεις. Το εάν αυτό θα μπορέσει να αποτελέσει το ηχηρό και σαφές μήνυμα προς την Τουρκία που επιδιώκουν η ελληνική και η κυπριακή πλευρά είναι κάτι που θα φανεί το επόμενο διάστημα.
Μια προεδρία που λήγει κάπως άδοξα
Είναι βέβαιο ότι η Άνγκελα Μέρκελ είχε φανταστεί αλλιώς αυτή τη Γερμανική Προεδρία, την τελευταία της καριέρας της. Η φιλοδοξία της ήταν να ξεκινούσε μια συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, για την ψηφιακή ατζέντα και την πράσινη ατζέντα, για μια νέα μεταναστευτική πολιτική, για την εξεύρεση μιας νέας σχέσης ανάμεσα στην Κίνα και την ΕΕ.
Όμως, τόσο η πανδημία και οι προσκλήσεις που έθεσε, όσο και οι οξυμμένες αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ (αλλά και οι αντιπαραθέσεις με χώρες εκτός ΕΕ όπως η Τουρκία), είχαν ως αποτέλεσμα τα πράγματα να εξελιχθούν σε διαφορετική κατεύθυνση και διαμορφώνεται η αίσθηση ότι είναι πιθανό ο τελικός απολογισμός της Γερμανικής Προεδρίας να μην είναι τελικά και τόσο θετικός.