Η επικαιρότητα της πολιτικής έστρεψε την προσοχή των μέσων ενημέρωσης στην περιοχή της Λαυρεωτικής. Η κατοικία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης βρίσκεται στην παραθαλάσσια περιοχή «Βρωμοπούσι» (στην Κερατέα), που για τους ντόπιους είναι το «Καλοπήγαδο» και στο έγγραφο μισθώματος της κατοικίας Τσίπρα ονομάζεται «Βρωμοπήγαδο». Ποιος όμως θυμάται τη μικροϊστορία του τόπου και τη σημασία του στην ιστορία της Αττικής πριν από έναν αιώνα;
«Το 1921 περίπου νεκραί είναι αι εργασίαι εις το Λαύριον» γράφει ο Δημήτρης Χατζόπουλος σε ένα άρθρο του στην εφημερίδα «Εμπρός», υπογράφοντας με το ψευδώνυμο «Πεζοπόρος»: «Η πόλις και τα περίχωρά της είχαν αιφνιδίαν ανάπτυξίν διά να καταλήξουν εις απότομον μαρασμόν. Θα επανέλθει η προηγούμενη ζωηρότης της εργασίας; Οι αισιόδοξοι δεν λείπουν. Προς το παρόν όμως λείπουν αι στέγαι, τα παράθυρα και αι θύραι από πολλά σπίτια του Λαυρίου. Το ίδιον και εις τους μικροτέρους περί αυτό οικισμούς. Τα έβγαλαν και τα επώλησαν εις τας Αθήνας κατά την πολεμικήν εποχήν. Τα οικήματα ήσαν κενά από έλλειψιν κατοίκων… Εις το Δασκαλιό, παρά ερειπωμένους οίκους εργατών, διαμένουν δύο μόνον οικογένειαι, η του σταθμάρχου και η του επιστάτου κ. Νικολάου Βλαστού, πρεσβυτέρου με λευκήν γενειάδα. Ολίγοι ποιμένες είναι εγκατεστημένοι εις το βουνό. Λείπουν οι καπνοί των μεταλλευμάτων, ώστε τα ποίμνια ζουν δίχως ενοχλήσεις. Την επίδρασιν της καπνάδας υπέστησαν μόνον τα πεύκα, τα οποία εις όλην την περιοχήν είναι καμμένα, δηλητηριασμένα από τας αναθυμιάσεις των μεταλλευμάτων. Τώρα αναβλαστάνουν. Και οι φοίνικες του Λαυρίου έχουν μισοξηρανθεί»…
Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος του τέλους του 19ου και αρχών του 20ού αιώνα Δημήτρης Χατζόπουλος είχε επιδοθεί στην πεζοπορία, στην παρατήρηση και στην ιδιότυπη καταγραφή της Μεσογαίας υπογράφοντας με διάφορα ψευδώνυμα τα χρονογράφηματα και τα ταξιδιωτικά του κείμενα τα οποία έδινε σε πολλές αθηναϊκές εφημερίδες («Νέα Ελλάς», «Η Καθημερινή», «Σκριπ», «Χρόνος», «Εσπερινή», «Ανεξάρτητος», «Ακρόπολις»), υπενθυμίζει η Σοφία Γκλιάτη – Χασιώτη στο βιβλίο της «Μεσόγεια και Λαυρεωτική, έναν αιώνα πριν: Ο Δημήτρης Χατζόπουλος πεζοπορεί και γράφει».
Ο φυσιολάτρης χρονογράφος οργάνωνε τις πολυήμερες εκδρομές του στις γύρω από την Αθήνα περιοχές και ξεκινούσε τις πορείες του για να θαυμάσει το τοπίο, να ανακαλύψει τους ανθρώπους και να γνωρίσει την ιστορία τους. Τα 44 χρονογραφήματα του Δημήτρη Χατζόπουλου στην εφημερίδα «Εμπρός» των ετών 1919 – 1923 που αφορούν τα Μεσόγεια και τη Λαυρεωτική αποτελούν τον κορμό αυτού του βιβλίου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αλφα – Ωμέγα.
Η συγγραφέας του, με καταγωγή από το Μαρκόπουλο, επέλεξε από τα 1.400 αττικά κείμενά του εκείνα που αφορούν την Ανατολική Αττική, από την Ανάβυσσο, τον Υμηττό και τη Ραφήνα μέχρι το Σούνιο. Και συμπληρώνει με υλικό αρχείου, φωτογραφίες και άλλα παραλειπόμενα την πρωταρχική συλλογή κειμένων του «Πεζοπόρου» – Χατζόπουλου. Γραμμένα στην απλή καθαρεύουσα τα κείμενα αυτά είναι το αποτέλεσμα της εμπειρίας θέασης ενός παρατηρητή, ο οποίος αντιλαμβάνεται τον κόσμο της δικής του εποχής με άλλα μέσα. Δεν διαθέτει όχημα τεσσάρων τροχών, δεν υπάρχει κάμερα υψηλής ευκρίνειας κινητού τηλεφώνου στις αποσκευές του. Ο εξοπλισμός του απέχει από τη σημερινή τεχνολογία των εναέριων λήψεων με drone. Συνδυάζει όμως τις περιηγήσεις του με φωτογραφίσεις μνημείων και τοπίων.
Ο «Πεζοπόρος» βλέπει και χρησιμοποιεί απευθείας τις αισθήσεις του όταν συναντιέται με αμπελουργούς στα Μεσόγεια και σημειώνει: «ολόκληρη κοσμογονία διά το ποτηράκι κρασί στο τραπέζι μας. Κάθε σταγόνα και μια μεγάλη ιστορία, με τη γην, το νερό, τον άνθρωπο. Στέκομαι εις τον ληνόν (πατητήρι) και παρατηρώ το υγρό τούτο, που έχει το χρώμα του νερωμένου αίματος, να ρέει εις τα βαρέλια. Ολόκληρος χρόνος χρειάσθηκε διά το απόκτημα. Σε λίγες εβδομάδες ένας μπεκρής θα το διοχετεύσει εις τον στόμαχόν του αντί ολίγων δραχμών, την δώδεκα μηνών εργασίαν των αγροτών εις τα αμπέλια των. Θα το οσφριστεί και θα πλαταγίσει τα χονδρά του χείλη κατευχαριστημένος».
Ενθουσίασε και τον Ελευθέριο Βενιζέλο!
Ο λυρικός ενθουσιασμός του «Πεζοπόρου» και οι εξαιρετικές περιγραφές των τοπίων της Αττικής εντυπωσίασαν και τον τότε πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο οποίος είχε ρωτήσει τον απεσταλμένο δημοσιογράφο του «Εμπρός», που τον συνόδευε στη προεκλογική του περιοδεία του 1920, ποιος είναι ο χρονογράφος που υπογράφει με το ψευδώνυμο «Πεζοπόρος» και ο οποίος αποδίδει «τόσον ωραία τας εικόνας των τοπίων της Αττικής», όπως θα επισημάνει στην ανταπόκρισή του στο φύλλο του «Εμπρός», της 28ης Οκτωβρίου 1920.
Ο λόγιος του δημοσιογραφικού γραφείου άφηνε την καρέκλα του για να μετατραπεί σε οδοιπόρο, φτάνοντας μάλιστα να γίνει ακούραστος ορειβάτης και νυχτερινός διαβάτης βρίσκοντας φιλοξενία σε αρβανίτικα σπίτια, καταφεύγοντας σε σπηλιές, κατεβαίνοντας σε απρόσιτες παραλίες, αναγνωρίζοντας αρχαία λείψανα, ακούγοντας τοπικές παραδόσεις και καταγράφοντας δοξασίες των περίοικων. «Αθηναίοι ηυτύχησαν να αποκτήσουν μία βίλλαν εις την πλέον χαριτωμένην ακτήν της Αττικής, ίσως δε και του κόσμου, το Σούνιον. Προσφιλείς συνήθειαι τους παρεκίνησαν να ριζώσουν εκεί, κάτωθεν των οποίων εκτείνεται, φωτεινόν και δροσερόν το πέλαγος. Από τας δεκαπέντε Αυγούστου έως τα τέλη Οκτωβρίου γίνεται εκεί η εκλεκτή συγκέντρωσις των διασημοτέρων Αθηναίων κυνηγών… Κατά το κυνηγετικόν δίμηνον μπορεί να συναντήσει τις εις το Σούνιον τας γνωστοτέρας φυσιογνωμίας των Αθηνών και Πειραιώς».