Στην αξιοποίηση των ευκαιριών που δημιουργεί η πανδημία για την υιοθέτηση στρατηγικών βιώσιμης ανάπτυξης προτρέπει τις επιχειρήσεις ο διευθύνων σύμβουλος της Deloitte. Ο Δημήτρης Κουτσόπουλος με συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» εξηγεί τη σημασία της εφαρμογής των κριτηρίων (ESG) Περιβάλλον, Κοινωνία και Διακυβέρνηση για την προσέλκυση επενδύσεων.
H υγειονομική κρίση που ζούμε κατέδειξε τη σημασία της βιώσιμης ανάπτυξης και την προτεραιότητα της ατζέντας ESG (Environmental, Social, and Governance) για τις επιχειρήσεις. Πώς μπορεί η πανδημία να συμβάλει στη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ αναγκαιότητας λήψης μέτρων για την κλιματική αλλαγή και άμεσης δράσης από τις επιχειρήσεις και πώς η στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης μπορεί να γίνει πιο αποτελεσματική;
Είναι αλήθεια ότι η πανδημία αύξησε σημαντικά και σε σύντομο χρονικό διάστημα το ενδιαφέρον ως προς τα θέματα βιώσιμης ανάπτυξης και αυτό συνέβη γιατί μέσα σε μία υγειονομική και συνεπακόλουθα οικονομική κρίση εστιάζουμε πολύ περισσότερο στην ανθεκτικότητα μιας επιχείρησης, στις πολιτικές Υγείας & Ασφάλειας που ακολουθεί, στη διατήρηση των θέσεων εργασίας υπό δύσκολες περιοριστικές συνθήκες αλλά και στο κατά πόσο έχει θέσει σε προτεραιότητα τη δημιουργία θετικού αντίκτυπου στην κοινωνία, αλλά και στην προστασία του περιβάλλοντος.
Από την πλευρά τους οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αξιοποιήσουν τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος προς την βιωσιμότητα, ως μία ευκαιρία για να ξανασκεφτούν τη στρατηγική τους και να λάβουν δομικά μέτρα αλλαγής της εταιρικής τους συμπεριφοράς, ώστε να μπορέσουν να διασφαλίσουν την μακροπρόθεσμη ανάπτυξή τους και να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις μιας τέτοιας αναπάντεχης συγκυρίας, όπως είναι μία πανδημία.
Για να το κατορθώσουν αυτό, είναι αναγκαίο η βιώσιμη ανάπτυξη να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των μακροπρόθεσμων σχεδιασμών τους. Καταρχάς, η ηγεσία μίας επιχείρησης θα πρέπει να θέσει έναν σαφή και ισχυρό σχετικό σκοπό, και για να καθοριστεί αυτός, μπορεί να εξετάσει ποια είναι τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα που συνδέονται με τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της συγκεκριμένης επιχείρησης. Επιπλέον, είναι σημαντικό η ηγεσία να δεσμεύεται ως προς τη χάραξη της σχετικής στρατηγικής και να παρακολουθεί στενά την εκτέλεση και εξέλιξη αυτής. Δεύτερον, με την κλιματική αλλαγή στο επίκεντρο, είναι η στιγμή οι περιβαλλοντικές δράσεις να αποτελούν δεσμευτική προτεραιότητα στην επιχειρηματική ατζέντα μίας εταιρείας και να μην είναι απλώς προαιρετικές. Τρίτον, η σημασία της συνεργασίας της επιχείρησης με άλλους stakeholders (συνεργάτες, πελάτες, ιδιώτες) είναι κρίσιμη για την εφαρμογή των σχεδιασμών βιώσιμης ανάπτυξης αλλά και τη μεγιστοποίηση του αποτυπώματός τους. Τέταρτον, θα πρέπει να τίθενται απτοί στόχοι βιωσιμότητας, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Και πέμπτο, είναι απαραίτητο να εφαρμόζεται ένα τακτικό σύστημα reporting για να καταγράφει με διαφάνεια την πρόοδο σχετικά με τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης που έχει θέσει η επιχείρηση.
Πώς θα συμβουλεύατε τις ελληνικές επιχειρήσεις να εντάξουν την agenda ESG στη χάραξη της στρατηγικής τους, ώστε να διασφαλίσουν και το δικό τους βιώσιμο μέλλον αλλά και να συμβάλουν στην κλιματική αλλαγή;
Όπως αναφέρθηκε, η νέα τάξη πραγμάτων που έφερε ο COVID-19 έθεσε την κλιματική αλλαγή, την κοινωνική υπευθυνότητα και τη βιώσιμη ανάπτυξη στο επίκεντρο. Συνεπώς, η ένταξη της ατζέντας ESG έχει αρχίσει πλέον να είναι μονόδρομος στη χάραξη της στρατηγικής των επιχειρήσεων. Tα θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και διακυβέρνησης λειτουργούν θετικά ως προς την αναγνώριση και μετριασμό των κινδύνων που αντιμετωπίζει μια επιχείρηση, αυξάνοντας παράλληλα το επενδυτικό ενδιαφέρον όταν μιλάμε για εισηγμένες εταιρείες. Ταυτόχρονα, αναδεικνύουν τις ευκαιρίες και τα επιχειρηματικά μοντέλα που συνάδουν με τη νέα εποχή.
Αναμφισβήτητα, το να εντάξει μία επιχείρηση τα κριτήρια ESG στην στρατηγική της δεν είναι κάτι εύκολο. Απαιτεί μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και κατά περίπτωση μεγάλες επενδύσεις, ιδίως σε περιβαλλοντικά προγράμματα. Οι μεγάλες εταιρείες αντιλαμβάνονται πιο γρήγορα την αναγκαιότητα των κριτηρίων ESG, αλλά και την ευκαιρία που η εναρμόνιση με αυτά, προκύπτει και συνήθως επενδύουν ανάλογα. Η πρόκληση αφορά κυρίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες και αποτελούν τη βάση της ελληνικής οικονομίας. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να διατηρήσουν την κερδοφορία τους και συνήθως επιλέγουν βραχυπρόθεσμες λύσεις με βασικό γνώμονα το βραχυπρόθεσμο κέρδος. Ειδικά οι ελληνικές SMEs μετά από πολλά χρόνια οικονομικής κρίσης, αν και βλέπουν τη δυναμική που αποκτά η ESG ατζέντα, δεν έχουν την «πολυτέλεια» να συνδυάσουν τη βιωσιμότητα με την υγιή κερδοφορία.
Όμως, αυτό θα πρέπει να αλλάξει, καθώς η ατζέντα ESG δημιουργεί αξία σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (stakeholders), τους εργαζόμενους, τους μετόχους, τους πελάτες, τους προμηθευτές, την τοπική κοινωνία και το περιβάλλον. Ειδικότερα, συμβάλλει στη βελτίωση της μακροπρόθεσμης ανταγωνιστικότητας και του Employer Brand (καθώς προσελκύει εργαζόμενους της νέας γενιάς που απευθύνονται σε υπεύθυνες και βιώσιμες επιχειρήσεις), επηρεάζει θετικά το επίπεδο δέσμευσης των ίδιων των εργαζομένων της εταιρείας, λειτουργεί θετικά στον καταναλωτή και άρα και στην επιλογή του (Brand Preference), δημιουργεί περισσότερες ευκαιρίες για ανεύρεση ευρωπαϊκών κονδυλίων, προσελκύει νέους επενδυτές και συνεισφέρει με το θετικό της αποτύπωμα στην τοπική οικονομία και κοινωνία.
Πώς αξιολογούν οι επενδυτές μία επιχείρηση όταν έχει μια ξεκάθαρη στρατηγική βιωσιμότητας και παρουσιάζει καλές επιδόσεις σε περιβαλλοντικά, κοινωνικά και διακυβερνητικά ζητήματα;
Όταν η στρατηγική μιας επιχείρησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την στρατηγική Βιώσιμης Ανάπτυξης, οι επενδυτές έχουν την δυνατότητα ολοκληρωμένης αξιολόγησης της επιχείρησης. Γιατί τότε η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί ένα συνολικό έργο, είναι το αποτέλεσμα μιας κοινής προσπάθειας, μιας αλυσίδας που συνδέει την εταιρική διακυβέρνηση, την εργασία και τη φιλοσοφία όλων των οργανωτικών μονάδων μιας εταιρείας.
Η επενδυτική κοινότητα παρακολουθεί τις επιδόσεις των εισηγμένων επιχειρήσεων σε περιβαλλοντικά, κοινωνικά και ζητήματα εταιρικής διακυβέρνησης, με αυξανόμενο ενδιαφέρον θα έλεγα. Υπάρχουν διεθνείς δείκτες και ratings με τους οποίους οι επενδυτές μπορούν να αξιολογήσουν τις εν λόγω επιδόσεις με έναν αντικειμενικό τρόπο και, στη συνέχεια, να αποφασίσουν αν θα επενδύσουν ή όχι σε αυτές. Είναι σημαντικό ότι όλο και περισσότερες ελληνικές εταιρείες καταφέρνουν να ενταχθούν με καλές επιδόσεις σε δείκτες όπως SRI (Social Responsible Ιnvestments) ratings (FTSE4Good, Vigeo, MSCI κ.α).
Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, και η ελληνική νομοθεσία απαιτεί από τις εταιρείες με πάνω από 500 εργαζόμενους, να κάνουν αναφορά στους Οικονομικούς Απολογισμούς σε σχετικά μη χρηματο-οικονομικά στοιχεία. Ταυτόχρονα, οδηγούμαστε προς την ενοποίηση Εκθέσεων Οικονομικών και Μη-Οικονομικών μεγεθών (Integrated Reporting) των εταιρειών, κάτι που αποδεικνύει την αυξητική σημασία των ESG κριτηρίων για τους επενδυτές.
Στο ίδιο πλαίσιο, η Ευρώπη μέσα από την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και ειδικότερα με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ταξινόμησης (Taxonomy) ορίζει συγκεκριμένα κριτήρια- που θα είναι κοινώς αποδεκτά- για το ποιες οικονομικές δραστηριότητες μπορούν να χαρακτηρίζονται πράσινες και βιώσιμες. Αυτό έχει έναν διπλό σκοπό. Αφενός την αποφυγή του green washing και αφετέρου την ενίσχυση των υπεύθυνων επενδύσεων, καθώς πλέον θα αποδεικνύεται στους υποψήφιους επενδυτές ποιες δραστηριότητες προς επένδυση θα είναι πραγματικά βιώσιμες και φιλο-περιβαλλοντικές.
Αναφερθήκατε στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η οποία γνωρίζουμε ότι προωθεί, εκτός από τις υπεύθυνες επενδύσεις και την ψηφιοποίηση στην παραγωγική και οικονομική δραστηριότητα της Ευρώπης. Πώς μπορεί η ψηφιοποίηση να βοηθήσει στη μείωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής;
Συνδυάζοντας την agenda του ψηφιακού μετασχηματισμού με τη βιώσιμη ανάπτυξη και την κυκλική οικονομία, μπορούμε να συμβάλουμε ενεργά στον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής, να αντιμετωπίσουμε σημαντικές περιβαλλοντικές προκλήσεις, όπως η εξάντληση των φυσικών πόρων και η μόλυνση του περιβάλλοντος, να αυξήσουμε την παραγωγικότητα, την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία, να βοηθήσουμε στον εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας και της ασφάλειας και τέλος να υποστηρίξουμε την κοινωνική συνοχή.
Τα παραπάνω επιτυγχάνονται με δεδομένα και ψηφιακές λύσεις όπως οι διαδικτυακές πλατφόρμες, οι έξυπνες συσκευές, η τεχνητή νοημοσύνη (AI), το Internet of things (IoT) και το blockchain που χρησιμοποιούνται ήδη για να υποστηρίξουν τη μετάβαση σε μια βιώσιμη κυκλική οικονομία. Τέτοια απλά παραδείγματα ψηφιακών λύσεων που προάγουν την κυκλική οικονομία είναι οι 3D printers, των οποίων η χρήση συνεχώς αυξάνεται (για παράδειγμα στην ιατρική), καθώς βοηθούν στην παραγωγή τελικών προϊόντων, ελαχιστοποιώντας τα κόστη μεταφοράς, οι τεχνολογίες όπως το RFID που συγκεντρώνουν πληροφορίες για το πώς χρησιμοποιείται ένα προϊόν, κάτι που βοηθάει στο να εκτιμηθεί η ποιότητα του επιστρεφόμενου προϊόντος, εξυπηρετώντας την ανακύκλωσή του, και οι έξυπνες συσκευές όπως ο smart refrigerator, που συμβάλλει στην καταπολέμηση της σπατάλης τροφίμων με τεχνολογίες που μετατρέπουν το ψυγείο σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης τροφίμων (π.χ. τοποθέτηση οθόνης στη συσκευή όπου ο χρήστης μπορεί να δει τί υπάρχει μέσα στο ψυγείο καθώς και να ελέγχει την ημερομηνία λήξεως των τροφίμων, περιορίζοντας το food waste).
Ένα ακόμα παράδειγμα αποτελεί και το e-mobility , στο οποίο ήδη η Κυβέρνηση επιχειρεί, μέσω νομοθετικών και χρηματοδοτικών προσεγγίσεων, να ενισχύσει την εφαρμογή μίας βιώσιμης κινητικότητας στη χώρα μας η οποία απαιτεί την χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών.
Η δυναμική των ψηφιακών λύσεων είναι τόσο σημαντική που εάν αξιοποιηθούν σωστά, θα μπορέσουν να ενισχύσουν περαιτέρω τη συνδεσιμότητα και την ανταλλαγή πληροφοριών μέσα στην αλυσίδα αξίας. Κάτι που θα έχει ως αποτέλεσμα περισσότερα κυκλικά προϊόντα, διαδικασίες και υπηρεσίες, με τους καταναλωτές να συμβάλουν και αυτοί με τη σειρά τους στη μετάβαση προς μία βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, χωρίς να επιβαρύνεται το περιβάλλον.