To 1950 ένας 19χρονος φοιτητής από τη Θεσσαλονίκη, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, έκανε το ποιητικό του ντεμπούτο με ένα έργο που ξάφνιαζε τους πάντες- και κυρίως το οικείο του περιβάλλον. Η «Εποχή των Ισχνών Αγελάδων» είχε θεωρηθεί άκρως προκλητική στην συντηρητική μεταπολεμική Ελλάδα και ο Χριστιανόπουλος είχε σχεδόν «λυντσαριστεί» γι’ αυτό. Αν και μεγαλωμένος ως παιδί του Κατηχητικού, ο νεαρός ποιητής διηγιόταν στους στίχους του, μεταξύ άλλων, τις ιστορίες του Αυνάν, γιου του Ιούδα, και τον παράνομο έρωτα μεταξύ δύο Αγίων. Το ποίημα απέπνεε ερωτική παρέκκλιση, πρότασσε την «αίρεση» έναντι των χριστιανικών ηθών, ήταν αρκετό για να προκαλέσει σάλο.
Και ταυτόχρονα έναν «τυφώνα» στη ζωή του Ντίνου Χριστιανόπουλου: Ο ποιητής εκδιώχθηκε από τους κύκλους της Εκκλησίας που αποτελούσε ζωτικό κομμάτι της καθημερινότητάς του, δέχτηκε σοβαρές επιπλήξεις από τους καθηγητές του στη Φιλοσοφική Σχολή, απομονώθηκε από τους πάντες- «οι συμφοιτήτριες μου στο Πανεπιστήμιο είχαν εντολή να μην μου λένε ούτε καλημέρα», θυμόταν αργότερα- ενώ κλήθηκε και σε απολογία από την αστυνομία. Τα αντίτυπα τελικά κατασχέθηκαν, με αντάλλαγμα να μην του ασκηθεί μήνυση και να μην αγγίξει αυτή η περιπέτεια τη φτωχή οικογένειά του. «Όλα’ αυτά (…) είχαν ως αποτέλεσμα να στραπατσαριστεί η ζωή μου τουλάχιστον δύο χρόνια και με πολύ βραδύ ρυθμό άρχισα να συνέρχομαι», είχε πει ο ίδιος μιλώντας στο περιοδικό «Εντευκτήριο» το 1988.
Σε αυτά τα «δύσκολα χρόνια της κατακραυγής, το 1952, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος λαμβάνει μια χειρόγραφη επιστολή που αποτελεί πραγματική έκπληξη. Μια επιστολή ιστορική- λόγω και της ψυχρής σχέσης του με τον αποστολέα- , ένα συγκινητικό σημείωμα γραμμένο από τον Οδυσσέα Ελύτη, το οποίο παρουσιάζουν σήμερα για πρώτη φορά ΤΑ ΝΕΑ. Αποτελεί τμήμα της άγνωστης αλληλογραφίας του εμβληματικού ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, την οποία φέρνει στο φως η εφημερίδα μας τέσσερις μήνες μετά τον θάνατό του: Μία επιστολή του Ελύτη και τρεις του λογοτέχνη Γιώργου Ιωάννου, γραμμένες την δεκαετία του ’50 και του ’60 με παραλήπτη το Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον λογοτέχνη που επέδρασε όσο λίγοι στην φιλολογική ιστορία της χώρας. Όλες οι επιστολές είναι ανέκδοτες και αναμένεται να δημοπρατηθούν στις αρχές του 2021 από τον Οίκο Δημοπρασιών Α. Καραμήτσος.
Τα συγχαρητήρια στον Ελύτη
Στο λεπτυσμένο από το χρόνο χαρτί τους ζωντανεύουν συνεννοήσεις για καλλιτεχνικά και εκδοτικά ζητήματα αλλά και προσωπικές πινελιές που σκιαγραφούν κομμάτια από τη ζωή του Χριστιανόπουλου. Τις σελίδες τους διατρέχουν ο μόχθος για το καλλιτεχνικό περιοδικό «Διαγώνιος» που στιγμάτισε τις πνευματικές εκδόσεις της χώρας αναδεικνύοντας μερικούς από τους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές και πεζογράφους, η δημιουργική μελαγχολία του Γιώργου Ιωάννου στη Βεγγάζη της δεκαετίας του ’60, η κοινωνική κατακραυγή που βίωσε ο Χριστιανόπουλος -και που τον σημάδεψε σχεδόν για πάντα- μετά την έκδοση του πρώτου του ποιητικού έργου.
Και ήταν αυτό το τελευταίο που έγινε η αφορμή για να λάβει την περίφημη επιστολή από τον Οδυσσέα Ελύτη, κόντρα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής. Διαβάζουμε σε αυτήν: «Φίλε κ. Χριστιανόπουλε, πολλές αναποδιές με εμποδίσανε όταν ήταν καιρός, να σας ευχαριστήσω προσωπικώς για την «Εποχή των ισχνών αγελάδων». Το κάνω σήμερα κι ελπίζω να μην με παρεξηγήσετε. Ο ποιητικός σας κόσμος βρίσκεται στον αντίποδα του δικού μου, αυτό όμως δεν με εμποδίζει διόλου να κατανοήσω και να επικροτήσω τον βαθμό της επιτυχίας σας. Δεχθείτε τα θερμά μου συγχαρητήρια και την ηθική μου συμπαράσταση για τους διωγμούς που σας έκαναν μερικοί άθλιοι άνθρωποι… Συναδελφικούς χαιρετισμούς, Οδυσσέας Ελύτης, 09/07/1952». Παρά την γενναιόδωρη κατάθεση του Ελύτη ο Χριστιανόπουλος, πιστός στο αιρετικό στυλ που τον συνόδευσε σε ολόκληρη τη ζωή του, δεν θα διστάσει να μιλήσει τα επόμενα χρόνια απαξιωτικά για το νομπελίστα ποιητή ενώ σχεδόν θα τον εξορίσει από τις σελίδες των εκδοτικών του προσπαθειών.
«Αγαπητέ Λάκη»
Σε άλλο ύφος, ωστόσο εξίσου ενδιαφέρουσα, είναι η αλληλογραφία του Γιώργου Ιωάννου με το Ντίνο Χριστιανόπουλο την δεκαετία του ’60, ανάμεσα στους οποίους αναπτύχθηκε μια σχέση τουλάχιστον αντιφατική, όπως ήταν, άλλωστε, και οι περισσότερες σχέσεις στη ζωή του αντισυμβατικού ποιητή. Παρότι τους συνέδεε μακρά φιλία και στενή συνεργασία, ειδικά κατά την πρώτη περίοδο της «Διαγωνίου», ο Χριστιανόπουλος δεν δίσταζε να μοιράσει κατά την διάρκεια της ζωής του δηκτικά σχόλια ακόμη και για ανθρώπους που υπήρξαν πολύ κοντά του- το ίδιο θα γινόταν και με τον Ιωάννου. Οι συγκεκριμένες επιστολές, όμως, είναι γραμμένες στο κλίμα μιας άλλης εποχής.
Και οι τρεις ταχυδρομήθηκαν το χρονικό διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου του 1962 από τη Βεγγάζη της Λιβύης, στην οποία έζησε επί δύο χρόνια ο Γιώργος Ιωάννου διδάσκοντας στο Ελληνικό Γυμνάσιο της πόλης.
Η πρώτη από τις επιστολές είναι γραμμένη σε τόνο ιδιαίτερα προσωπικό. Ξεκινά με τη φράση «Αγαπητέ Λάκη», καθώς ο Ιωάννου χρησιμοποιεί το υποκοριστικό με το οποίο αποκαλούσαν τον Χριστιανόπουλο οι οικείοι του κατά την διάρκεια της παιδικής του ηλικίας- ένα όνομα βγαλμένο από το «Αγγελής», όπως έλεγαν τον αδελφό του πατέρα του Χριστιανόπουλου ο οποίος είχε σκοτωθεί σε εργατικό δυστύχημα. Στο γράμμα αυτό, με ημερομηνία 26 Φεβρουαρίου του 1962, ο αποστολέας τού ζητά να διευθετήσει κάποια οικονομική εκκρεμότητα προς την οικογένειά του και του γράφει: «Ξεροψήνονται κι αυτοί οι κακομοίρηδες (σ.σ οι δικοί του) χρόνια τώρα κι εσύ ξέρεις από φτώχεια, από συνεχή φτώχεια». Πράγματι την απόλυτη ένδεια που έζησε η οικογένεια του Χριστιανόπουλου είχε περιγράψει ο ίδιος πολλά χρόνια αργότερα σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Schooligans: «Λίγο αργότερα, το ’41-’42, ήμασταν απ’ τις πρώτες οικογένειες που χτυπήθηκαν από την Κατοχή. Πεινούσαμε -κάθε τρεις μέρες έτρωγα μισή φέτα ψωμί. Και ήμουν ευτυχής αν ήταν πραγματικό ψωμί, γιατί συνήθως ήταν κιούσπα, ένα φριχτό πράγμα από αλεσμένα χαρούπια που το δίνανε στα γουρούνια,. Εννοείται βέβαια ότι, με τέτοιες συνθήκες, κινδύνευα να πεθάνω. Σώθηκα χάρη στα συσσίτια του κατηχητικού», είχε πει.
Στην ίδια επιστολή ο Ιωάννου εκφράζει τον θυμό του προς τον Χριστιανόπουλο: «Όταν ήμουν στην Αθήνα και άργησα μερικές μέρες να σου γράψω αμέσως με άρπαξες , όχι με παράπονα, αλλά με χαρακτηρισμούς που ακόμη τους θυμάμαι. Τώρα εγώ τι να πω που μέσα σε τέσσερις μήνες μου έχεις στείλει όλα κι όλα τρία γράμματα κι αυτά σχεδόν «υπηρεσιακά». (….) Ύστερα παραπονιέσαι πως έμεινες χωρίς φίλους και μόνο με τα τυπογραφικά πονήματα, αν δεν δοθείς θα πάθεις ακόμη χειρότερα…».
Η δεύτερη επιστολή, συνταχθείσα στις 18 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς ξεκινά με την προσφώνηση «Αγαπητέ μου Ντίνο»- η αλλαγή στο ύφος είναι εμφανής.
Στο γράμμα παρατίθενται λεπτομερείς πληροφορίες για «το χειρόγραφο από το πρώτο του πεζό» που είχε στείλει ο Ιωάννου στον ποιητή, προκειμένου να δημοσιευτεί στο καλλιτεχνικό περιοδικό «Διαγώνιος». Δεν είναι σαφές αν πρόκειται για αποσπάσματα του έργου «Για ένα φιλότιμο», το οποίο γράφει την ίδια περίοδο ο Ιωάννου και με το οποίο εγκαινιάζει τελικά την είσοδο του στην πεζογραφία και την απαρχή μιας σημαντικής λογοτεχνικής πορείας. Σε προηγούμενη αλληλογραφία τους ο Χριστιανόπουλος έχει εκφράσει την επιθυμία να τυπωθούν τα πρώτα ποιήματα του Ιωάννου στο περιοδικό του και εκείνος συμφωνεί. «Αν όμως δω ότι υπάρχει κίνδυνος να μην βγάλω βιβλίο με τις αργοπορίες θα το τυπώσω αλλού», απαντά ο Ιωάννου. «Υπάρχουν κάποιοι οικονομικοί λόγοι που δεν μπορώ τώρα να σου εξηγήσω» λέει ενώ στο τέλος του γράμματος επαναλαμβάνει ένα από τα συνήθη αιτήματά του: Να μην τυπώνονται τα κείμενά του με… βαρείες όπως τα κείμενα του Χριστιανόπουλου.
«Θα θυμώσω γιατί θα με προσβάλεις». Έκδηλη είναι η ευαισθησία του επιστολογράφου και έντονο το παράπονο που εκφράζει και στην τρίτη επιστολή του, ακριβώς έναν μήνα μετά, στις 18 Απριλίου του 1962, καθώς ο Ιωάννου αισθάνεται «αποκλεισμένος» από τη «Διαγώνιο». «Ένα ζήτημα που θέλω από καιρό να σου γράψω και το ξεχνώ είναι το εξής. Μου είχες πει ότι στο τελευταίο τεύχος της Διαγωνίου θα έχει μία παρουσίαση και για μένα. Από την μέχρι τούδε σιωπή σου όμως και από άλλες ενδείξεις είμαι σχεδόν βέβαιος ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει», διαβάζουμε. «Το πράγμα με πειράζει αλλά όχι αυτό καθ’ αυτό. Εκείνο που θα με κάνει να αγανακτήσω, αν τελικά είναι έτσι, είναι η τακτική σου. Αφού άλλαξες γνώμη γιατί δεν μου το γράφεις; Γιατί δεν μου εξηγείς τους λόγους για να με ενημερώσεις; Ή δεν με λογαριάζεις καθόλου ή οι λόγοι αυτοί δεν είναι διόλου ξεκαθαρισμένοι. Δεν είμαστε πλέον Ντίνο ούτε παιδιά ούτε ανεύθυνοι, ούτε απλώς γνωστοί για να ακολουθούμε κάποια τακτική ο ένας απέναντι στον άλλον. Οπωσδήποτε αν είναι έτσι τα πράγματα, θα θυμώσω πάρα πολύ γιατί θα με προσβάλεις. Αυτό όχι σαν απειλή, απλώς σαν διαθέσεις που άρχισαν ήδη μέσα μου να σχηματίζονται. Γράψε μου. Σου το έγραψα αμέσως, γράψε νεότερά σου», σημειώνει στην επιστολή.
Ο Ιωάννου εγκαταστημένος στη Βεγγάζη νοσταλγεί την Ελλάδα. Γι’ αυτό και στην επιστολή ξεδιπλώνει έναν τόνο συναισθηματικό, ενθυμούμενος παλιές στιγμές της φιλίας του με το Ντίνο Χριστιανόπουλο. «Σου εύχομαι καλό Πάσχα», του γράφει. «Πέρυσι είμασταν μαζί στην Αχειροποίητο (σ.σ εκκλησία της Θεσσαλονίκης). Είναι λίγο άσχημα εδώ ώρες ώρες. Χαιρετισμούς και φιλιά στη μητέρα σου, πατέρα, Κάρολο (σ.σ Τσίζεκ), Ναυσικά (σ.σ πιθανότατα Κατάκη), Αρώνη και Φαίδωνα. Επίσης χαιρετίσματα στον Τόλη (σ.σ προφανώς εννοεί τον συγγραφέα Τόλη Καζαντζή), γράψε μου για την υγεία του». Και κλείνει με το περιεκτικό: «Σε φιλώ, Γιώργος».