Η Ενδιάμεση Έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος για τη νομισματική πολιτική είναι πάντα ένα κρίσιμο ορόσημο στις εκτιμήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Δεν είναι τόσο τα πλούσια στοιχεία που περιλαμβάνει – άλλωστε συνήθως αυτά που αφορούν τις γενικές τάσεις της οικονομίας έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί – όσο ο τρόπος που διαμορφώνει μια σύνθεση αλλά και διατυπώνει μια εκτίμηση από τη μεριά ενός ιδρύματος που ανήκει στο Ευρωσύστημα και άρα στους φορείς που έχουν συνολικότερο ρόλο και λόγο για την πορεία των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Έτσι και τώρα τα τρία σενάρια που διατυπώνει – ήπιο, βασικό και δυσμενές – αποτυπώνουν τα πραγματικά διλήμματα που υπάρχουν για την ελληνική οικονομία εν μέσω της ιδιαίτερα δύσκολης συνθήκης που διαμορφώνει η πανδημία ως καταλύτης για κρισιακές τάσεις και αντιφάσεις στο κυρίαρχο οικονομικής ανάπτυξης όπως αυτό είχε διαμορφωθεί μετά την οικονομική κρίση του 2008.
Τα τρία σενάρια
Στο ήπιο σενάριο, η εκτίμηση είναι ότι τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και αναστολής της λειτουργίας πολλών κλάδων της οικονομικής δραστηριότητας θα αρθούν γρηγορότερα και η μετάβαση στην κανονικότητα θα είναι σχετικά σύντομη, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 9% το 2020, ενώ θα σημειώσει άνοδο κατά 4,8% το 2021 και 5% το 2022. Σε αυτή την περίπτωση ουσιαστικά μέσα στο 2022 θα έχει καλυφθεί το αναπτυξιακό χάσμα που δημιούργησε η τρέχουσα κρίση.
Στο βασικό σενάριο, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η οικονομική δραστηριότητα θα υποχωρήσει σημαντικά το 2020, με το ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ να διαμορφώνεται σε -10%. Το 2021 και 2022 αναμένεται ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας με ρυθμό 4,2% και 4,8% αντίστοιχα.
Στο δυσμενές σενάριο, το οποίο υποθέτει ότι οι συνέπειες της πανδημίας θα είναι πιο έντονες και η ανάκαμψη της οικονομίας θα καταστεί δυσκολότερη, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 11% το 2020 και θα αυξηθεί κατά 3,2% και 4,5% το 2021 και το 2022 αντίστοιχα.
Η Έκθεση διαπιστώνει ακόμη την υποχώρηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, των επενδύσεων αλλά και των εξαγωγών, με τη μείωση των τελευταίων να έρχεται και ως αποτέλεσμα της μείωσης της εξωτερικής ζήτησης.
Διαπιστώνει επίσης ότι το 2020 σταμάτησε η πορεία μείωσης της ανεργίας που είχε καταγραφεί το προηγούμενο διάστημα, όμως αισιοδοξεί ότι η ανάκαμψη της οικονομίας θα οδηγήσει και σε δημιουργία σημαντικού αριθμούς θέσεων εργασίας.
Και βέβαια μια τέτοια συνθήκη οικονομικής ύφεσης σημαίνει και ανάλογη υποχώρηση της επενδυτικής δραστηριότητας, ιδίως των ιδιωτικών επενδύσεων.
Ως προς τα οικονομικά, που ούτως ή άλλως το τελευταίο διάστημα έχουν περάσει κάπως σε δεύτερη μοίρα, καθώς έχει δοθεί η δυνατότητα σε όλες τις χώρες να παρεκκλίνουν, η έκθεση εκτιμά ότι το 2020 θα κλείσει με έλλειμμα 7,3%, ενώ για το 2021 η Έκθεση παραθέτει την πρόβλεψη του Προϋπολογισμού που συζητιέται στη Βουλή για έλλειμμα 3,8%.
Το πρόβλημα του χρέους, δημοσίου και ιδιωτικού
Μια συνθήκη ύφεσης όπως αυτή σημαίνει και αυξημένο δανεισμό και δυσμενέστερη αναλογία χρέους προς ΑΕΠ και νέες πιέσεις ως προς το ιδιωτικό χρέος.
Σύμφωνα με την έκθεση το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αυξηθεί σε 208,9% του ΑΕΠ το 2020 (από 180,5% του ΑΕΠ το 2019), ενώ το 2021 αναμένεται να αποκλιμακωθεί στο 199,6% του ΑΕΠ λόγω της εκτιμώμενης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ κατά 5,6%.
Αυτό σημαίνει μέρος του τιμήματος που θα πληρώσουμε για την πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα θα είναι η ένταση της συνθήκης υπερχρέωσης. Από την άλλη, όπως επισημαίνει και η έκθεση, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους (ποσοστό περίπου 80%) αποτελείται από δάνεια του επίσημου τομέα και με σχετικά ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής. Αυτό σημαίνει ότι στο άμεσο διάστημα η χώρα δεν θα βρεθεί σε συνθήκη μη βιώσιμου χρέους.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο Οίκος Moodys λαμβάνοντας αυτά τα στοιχεία υπόψη του προχώρησε τον Νοέμβριο σε μια αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας μας από B1 σε Ba3.
Από την άλλη, ως προς το ιδιωτικό χρέος και γυρνώντας στο εσωτερικό της χώρας η έκθεση επισημαίνει την «ανοιχτή πληγή» όχι μόνο για το τραπεζικό σύστημα, αλλά και για το σύνολο της οικονομίας που είναι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και ανοίγματα. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) έφτασαν στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2020 σε 58,7 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά 9,8 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2019 και κατά περίπου 48,5 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο. Σήμερα εκπροσωπούν το 35,8% του συνόλου των δανείων. Βέβαια σε μεγάλο βαθμό η εισροή νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν αποτέλεσμα της υπαγωγής μεγάλου μέρους των δανείων σε καθεστώς προσωρινής αναβολής δόσεων, καθώς επί της ουσίας η συνθήκη της ύφεσης επιτείνει το πρόβλημα αυτό.
Μια οικονομία στην κόψη του ξυραφιού
Η έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος ουσιαστικά δείχνει την εικόνα μιας ελληνικής οικονομίας στην κόψη του ξυραφιού.
Από τη μια έχουμε όλα τα στοιχεία που παρατέθηκαν και δείχνουν μια οικονομία σε βαθιά κρίση, που ήρθε σε μια συγκυρία όπου δεν είχαν ακόμη επουλωθεί στην οικονομία και την κοινωνία οι βαθιές πληγές από την προηγούμενη δεκαετία.
Εάν σε όλα αυτά προσθέσουμε ότι η ελληνική οικονομία δεν πληρώνει μόνο το τίμημα της παγκόσμιας κρίσης αλλά και τις αντιφάσεις του ιδιαίτερου αναπτυξιακού προτύπου με την υπερεξάρτηση από τον τουρισμό, όπως φάνηκε και από το ότι η Ελλάδα δεν είχε την ανάκαμψη του τρίτου τριμήνου του 2020 που κατέγραψαν αρκετές ευρωπαϊκές οικονομίας, αποκτούμε μια εικόνα μιας συνθήκης ιδιαίτερα πιεστικής, που θα γίνει πιο αρνητική εάν συνυπολογίσουμε ότι η Ελλάδα θα κλείσει το 2020 με ενεργά περιοριστικά μέτρα που είναι πιθανό να συνεχιστούν και στην αρχή του 2021, την ώρα που επηρεάζεται και από τα περιοριστικά μέτρα στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Από την άλλη, στον ορίζοντα βρίσκονται κρίσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία. Πλάι στην προσπάθεια δημιουργίας ρευστότητας στην επιδίδεται επιθετικά η ίδια η ΕΚΤ μέσα από τα προγράμματα επαναγοράς τίτλων – το συνεχιζόμενο APP και το προσανατολισμένο στην πανδημία και τις ανάγκες που δημιουργεί PEPP –, το κομβικό στοιχείο είναι τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης ή πιο σωστά το χρηματοδοτικό μέσο Next Generation EU (NGEU), που για την Ελλάδα θα σημαίνει συνολικά 32 δισεκατομμύρια ευρώ για την περίοδο 2021-2026, εκ των οποίων 19,3 δισεκ. ευρώ αφορούν επιχορηγήσεις και 12,7 δισεκ. ευρώ δάνεια και τα οποία θα προστεθούν στα κονδύλια που θα αρχίσει σταδιακά να εκταμιεύει η χώρα από το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (τον Προϋπολογισμό της ΕΕ για την περίοδο 2021-2027).
Μόνο που αυτά δεν αποτελούν απλώς μηχανισμούς κάλυψης χρηματοδοτικών κενών – ακόμη και εάν για χώρες όπως η Ελλάδα που δεν έχει την πολυτέλεια να αυξήσει υπέρμετρα το δανεισμό της λειτουργούν και έτσι. Το βασικό ερώτημα είναι εάν θα αποτελέσουν αναπτυξιακό εργαλείο.
Το ερώτημα της στρατηγικής για την επόμενη μέρα
Παρότι η έκθεση αυτή είναι μετρημένη στις διατυπώσεις και όπως πάντα με τέτοια κείμενα σε μια προσπάθεια σώφρονος αισιοδοξίας, είναι σαφές ότι η ελληνική οικονομία δεν αντιμετωπίζει μόνο τις συγκυριακές επιπτώσεις των περιοριστικών μέτρων.
Ταυτόχρονα, έρχονται στο προσκήνιο όλες οι αντιφάσεις που διαπερνούν την ελληνική οικονομία: η άνιση κλαδική ανάπτυξη με την υπερανάπτυξη κλάδων των υπηρεσιών όπως ο τουρισμός, το πρόβλημα του κατακερματισμού σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, τα ελλείμματα στην παραγωγικότητα και τις υποδομές, τις ελλιπείς συνέργειες ανάμεσα στο χώρο της επιστήμης / έρευνας και της οικονομίας, τη δυσκολία να συγκρατηθεί σε μια οικονομία ένα σημαντικό υπαρκτό δυναμικό με υψηλές δεξιότητες, τα προβλήματα ως προς την πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία που μπορούν να τονώσουν την καινοτομία και τις επενδύσεις σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας, τον φαύλο κύκλο της χαμηλής παραγωγικότητας, των χαμηλών αμοιβών και τελικά των χαμηλών προσδοκιών.
Με αυτή την έννοια έχει ιδιαίτερη σημασία η διαπίστωση της Έκθεσης της Τραπέζης της Ελλάδος ότι ως προς την αξιοποίηση των πόρων του «Ταμείου Ανάκαμψης»:
«Η στόχευση των διαθέσιμων πόρων θα πρέπει να είναι στην υλοποίηση αναπτυξιακών δράσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας που θα αφορούν την εξοικονόμηση ενέργειας, τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, τον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, αλλά και την ενίσχυση του τομέα της υγείας. Έμφαση θα πρέπει επίσης να δοθεί στην ενίσχυση των πλέον δυναμικών κλάδων και επιχειρήσεων στη μεταποίηση, δηλαδή των επιχειρήσεων που υποκαθιστούν εισαγωγές και των επιχειρήσεων που προωθούν εξαγωγές, των επιχειρήσεων με υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία και των επιχειρήσεων και κλάδων που ήδη έχουν υψηλή συμμετοχή στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Επιπλέον, σημαντικά κονδύλια θα πρέπει να κατευθυνθούν στην εκπαίδευση, καθώς μια αύξηση της δαπάνης για την εκπαίδευση με στόχο τη διεύρυνση και βάθυνση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου κεφαλαίου αναμένεται να έχει σημαντικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στο ελληνικό ΑΕΠ και την απασχόληση και να ενισχύσει τη διαδικασία του ψηφιακού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας.»
Μόνο που ο δύσπιστος παρατηρητής θα θυμόταν ότι ανάλογες διατυπώσεις συνόδευσαν και προηγούμενα μεγάλα πακέτα ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων που παρ’ όλα αυτά χρησίμευσαν περισσότερο ως καθαρές ταμειακές εισροές παρά ως εργαλεία παραγωγικού μετασχηματισμού, ιδίως όταν η «απορροφησιμότητα» γινόταν αυτοσκοπός, χωρίς αποτίμηση του αναπτυξιακού ίχνους. Μένει να δούμε εάν αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι διαφορετικά.
Και αυτό γιατί οι οικονομίες ποτέ δεν «ανακάμπτουν» απλώς με την έννοια της επιστροφής σε μια προτεραία συνθήκη. Έτσι για την ελληνική οικονομία το στοίχημα δεν είναι να «επιστρέψει» αλλά να μετασχηματιστεί, γιατί διαφορετικά το τωρινό αρνητικό υφεσιακό σοκ απλώς θα αφήσει επιπτώσεις μη αντιστρέψιμες.