Ηταν μόλις τον 18ο αιώνα όταν ο Γουίλιαμ Τιουκ, ένας διάσημος βρετανός έμπορος, γνωστός για τη φιλανθρωπική του δράση προς ψυχικά νοσούντες, εμφανιζόταν δημοσίως και ανακοίνωνε κάτι πρωτάκουστο για την εποχή: Στο άσυλο που διατηρούσε για τη θεραπεία ψυχικών διαταραχών, οι ασθενείς του, εξηγούσε, είχαν αποκομίσει σημαντικά οφέλη για την υγεία τους περνώντας την ημέρα τους περιτριγυρισμένοι από ζώα. Οι αυλές του ασύλου του εφοδιάστηκαν με κουνέλια, γλάρους, γεράκια και πουλερικά, σε μια απολύτως πρωτοποριακή κίνηση, με την ελπίδα να ενθαρρύνουν τα «θετικά συναισθήματα και τον αυτοέλεγχο».
Σχεδόν 300 χρόνια μετά, ο Γουίλιαμ Τιουκ επιβεβαιώνεται πανηγυρικά, καθώς οι Ελληνες στρέφονται σε έναν απρόσμενο «σύμμαχο» προσπαθώντας να αντεπεξέλθουν στο βαρύ ψυχολογικό φορτίο της καραντίνας: στα ζώα συντροφιάς. Οπως όλα δείχνουν, το δεύτερο lockdown στην Ελλάδα επέφερε μια εντυπωσιακή αύξηση της φιλοζωίας. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία που προέρχονται από την Εθνική Συνομοσπονδία Εμπορίου, κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου κατεγράφη αύξηση των εισαγωγών σε τροφές και αξεσουάρ για σκύλους και γάτες κατά τουλάχιστον 12% σε σχέση με την περσινή αντίστοιχη περίοδο. Αύξηση παρατηρείται και στη ζήτηση ωδικών πτηνών, ενώ την ίδια στιγμή οι φιλοζωικές οργανώσεις δέχονται αλλεπάλληλα αιτήματα για υιοθεσίες τετράποδων.
Από τις αρχές Νοεμβρίου στην Ελλάδα, όταν το ενδεχόμενο ενός δεύτερου lockdown έγινε πια ορατή πραγματικότητα, οι φιλοζωικές οργανώσεις κατακλύστηκαν από τηλεφωνήματα πολιτών. «Στην πρώτη καραντίνα δεν παρατηρήθηκε αυτό το φαινόμενο. Πλέον υπάρχει καθημερινά ενδιαφέρον για υιοθεσία. Ο καθένας έχει τις προτιμήσεις του. Οι πιο πολλοί ζητάνε μικρόσωμα ζώα για διαμερίσματα, ενώ εμείς δεν διαθέτουμε πάντα μικρόσωμα», είχε αναφέρει η Λιάνα Αλεξανδρή, διευθύντρια της Ελληνικής Φιλοζωικής Εταιρείας, μιλώντας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Παρόλα αυτά, όπως επισημαίνουν εκπρόσωποι της Ζωοφιλικής Ενωσης Ηλιούπολης, μιας από τις πιο δραστήριες οργανώσεις της χώρας, ο φόβος να αποτελέσουν τα κατοικίδια ζώα αντικείμενο εκμετάλλευσης και «συντροφιά μιας χρήσης» συνιστά σοβαρό κίνδυνο με απρόβλεπτες συνέπειες. Για τον λόγο αυτόν οι οργανώσεις έχουν θέσει αυστηρές προϋποθέσεις για τις υιοθεσίες ζώων, ενώ εφαρμόζουν ειδικό πρωτόκολλο που απαγορεύει την υιοθεσία σε μακρινή περιοχή, ώστε να είναι δυνατή η επιτήρηση των νέων ιδιοκτητών για αρκετό χρονικό διάστημα. Η Ζωοφιλική Ενωση Ηλιούπολης τοποθετεί μάλιστα στα υιοθετημένα ζώα ειδικό μικροτσίπ στο οποίο καταγράφεται το όνομα του ιδιοκτήτη, ο οποίος εντοπίζεται σε περίπτωση που το ζώο εγκαταλειφθεί.
Τι λένε οι ψυχολόγοι
Η αγωνιώδης αναζήτηση συντροφιάς εν μέσω πανδημίας δεν προκαλεί εντύπωση στους ειδικούς. Οι ψυχολόγοι επισημαίνουν πως οι τετράποδοι φίλοι μας αποτελούν βασική πηγή μείωσης του άγχους, μπορούν να προσφέρουν πολύτιμες ευκαιρίες κοινωνικής αλληλεπίδρασης ενώ παράλληλα δίνουν τη δυνατότητα σωματικής άσκησης εν μέσω εγκλεισμού. Πολυάριθμες μελέτες που εξέτασαν τα βραχυπρόθεσμα οφέλη των κατοικιδίων στην ανθρώπινη υγεία κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα ζώα συντροφιάς μπορούν να απαλλάξουν τον άνθρωπο από το στρες. Και μόνο η παρουσία ενός σκύλου σε ένα πειραματικό δωμάτιο έχει αποδείξει ότι οδηγεί σε παροδικές μειώσεις του καρδιακού ρυθμού και των αντιδράσεων της αρτηριακής πίεσης στους στρεσογόνους παράγοντες. Και παρότι τα αποτελέσματα αυτών των μελετών είναι δύσκολο να γενικευθούν, οι επιστήμονες θεωρούν ότι ρίχνουν φως σε μερικούς από τους μηχανισμούς με τους οποίους τα ζώα μάς στηρίζουν και βελτιώνουν τη μακροχρόνια υγεία μας.
«Παρατηρήσαμε ότι οι ιδιοκτήτες κατοικίδιων ζώων εμφανίζουν πολύ καλύτερα αποτελέσματα σε επίπεδο ευεξίας» ανέφερε ο Αλεν Ρ. ΜακΚόνελ, ερευνητής του Πανεπιστημίου του Μαϊάμι στο Οχάιο και επικεφαλής σχετικής μελέτης που είχε δημοσιευθεί παλαιότερα στην «Επιθεώρηση Προσωπικότητας και Κοινωνικής Ψυχολογίας» («Journal of Personality and Social Psychology»): «Συγκεκριμένα, οι ιδιοκτήτες κατοικίδιων ζώων είχαν μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση, τείνουν να είναι λιγότερο μοναχικοί, πιο ευσυνείδητοι, πιο εξωστρεφείς, λιγότερο φοβισμένοι και προβληματισμένοι».
Οπως επισημαίνουν ιδιοκτήτες pet shop, ακόμα και η βόλτα στα καταστήματά τους λειτουργεί αγχολυτικά για όσους βιώνουν συνθήκες ακραίας μοναξιάς. Ετσι εξηγούν και το γεγονός ότι τις προηγούμενες ημέρες σημειώθηκε έντονο ενδιαφέρον ακόμα και για… καναρίνια, ένα ζώο συντροφιάς πολύ πιο οικονομικό και λιγότερο απαιτητικό ως προς τη φροντίδα που έχει ανάγκη.
Σε κάθε περίπτωση η ιδέα ότι «τα ζώα μάς κάνουν καλό» δεν γεννήθηκε μαζί με τη νόσο COVID-19 ούτε κατά τη διάρκεια του αιώνα που διανύουμε. Μετά την κίνηση του Γουίλιαμ Τιουκ, η παρουσία ζώων έγινε συνήθης στα βρετανικά ιδρύματα για ψυχικά ασθενείς καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ενώ προστέθηκαν πρόβατα, λαγοί, μαϊμούδες και άλλα κατοικίδια σε μια προσπάθεια δημιουργίας ενός φιλικού και ελκυστικού περιβάλλοντος. Η αξία των ζώων για τη σωματική υγεία αναγνωρίστηκε ακόμα πιο επιστημονικά από το 1880, όταν η «πρωτοπόρος της Νοσηλευτικής» Φλόρενς Ναϊτινγκέιλ ανέφερε στις σημειώσεις της ότι ασθενείς που περιορίζονταν αναγκαστικά σε ένα δωμάτιο, λόγω ιατρικών προβλημάτων, αποκόμιζαν οφέλη απλώς και μόνο από την παρουσία ενός πουλιού δίπλα τους. Ακριβώς όπως το μελωδικό κελάηδισμά τους λειτούργησε για πολλούς Ελληνες ως ένα ισχυρό αντίδοτο στηνμελαγχολία του lockdown.