Η εφεύρεση του χρήματος ως μέτρου υπολογισμού της ανταλλακτικής αξίας προϊόντων (και εν συνεχεία και υπηρεσιών) ήταν ίσως η σημαντικότερη κοινωνικοπολιτισμική εξέλιξη στην ανθρώπινη ιστορία, μετά βεβαίως την ανάπτυξη της γλώσσας, για πολλούς ευνόητους λόγους αλλά και για τον εξής: για πρώτη φορά απτά αντικείμενα (νομίσματα) περιεβλήθησαν, μέσω θεσπισμένων συμβάσεων (νόμος>νόμισμα), μία ύπατη αφαιρετική λειτουργία – αυτήν της αναγωγής της χρησιμότητας συγκεκριμένων αγαθών σε ανταλλακτική αξία -, η οποία, ωστόσο, επηρεάζει με απόλυτη αμεσότητα τις βασικότερες ανάγκες και σχέσεις (διαπροσωπικές, διακρατικές) των ανθρώπων.
Με άλλα λόγια, μία, εν πολλοίς αυθαίρετη, αφαιρετική αναγωγή/σήμανση έχει χρισθεί απόλυτος ρυθμιστής του βίου των ανθρώπων, με τη διττή σημασία του όρου: βίος=ζωή/τρόπος ζωής και βίος (βιος)=περιουσία. Αρα, «πάντων χρημάτων μέτρον» το χρήμα, το οξύμωρο αυτό σύνθετον του απόλυτα απτού και του απόλυτα αφηρημένου, που απορροφά στην παραδοξολογική δίνη/καταπιώνα της σημειωτικής του αφαιρετικής αμεσότητας όλα τα άλλα «χρήματα»: πράγματα, ανάγκες, αγαθά.
Την αφομοιωτική ρυθμιστικότητά του την επισήμανε ήδη, από άλλη, βεβαίως, οπτική, ο Αριστοτέλης, όταν διατύπωσε τον ορισμό: «χρήματα λέγομεν πάντα όσων η αξία νομίσματι μετρείται».
Την εξ ορισμού αφαιρετική αυθαιρεσία του χρήματος κατέγραψε με τη χαρακτηριστική ειρωνική του λεπτότητα ο Καβάφης σε ένα «ατελές» του ποίημα, γραμμένο μετά το 1908, το «Σκλάβος και δούλος» (συζητώ εκτενώς τησχέση του Καβάφη με την οικονομία στο βιβλίο μου C. P. Cavafy: The Economics of Metonymy, 2009. ελληνική έκδοση Κ. Καβάφης:
Η οικονομία του ερωτισμού, 2016). Στο καβαφικό κείμενο περιγράφεται η μονότονη δουλειά/δουλεία ενός γέρου σκλάβου, που είναι εξαναγκασμένος επί σαράντα χρόνια να ελέγχει την ορθότητα επιγραφών σε νομίσματα. Η στιγμή της αφήγησης επικεντρώνεται σε ένα νόμισμα που φέρει την εξής επιγραφή, την ορθότητα της οποίας ο δυστυχισμένος δούλος είναι υποχρεωμένος να επιβεβαιώνει: «Σευήρου βασιλεύοντος ο κόσμος ευτυχεί».
Η Renata Lavagnini έχει προτείνει ότι ο ηγεμόνας αυτός πρέπει να είναι ο Αλέξανδρος Σεβήρος (220-235 μ.Χ.), ο οποίος είχε κόψει νομίσματα με την επιγραφή «Felicitas temporum». Οντας ένα μηχανοποιημένο και εμπορευματοποιημένο αντικείμενο οικονομικών συναλλαγών, ο ανώνυμος δούλος έχει αναλάβει να επαληθεύει την εγκυρότητα ακριβώς ενός νομίσματος, του καθοριστικού, δηλαδή, εκείνου μέσου διά του οποίου έχει κατασκευασθεί και τεθεί υπό διαπραγμάτευση όλη η ίδια του η ύπαρξη ως κερδοφόρου εμπορεύματος. Αν οι χρηματικές ανταλλαγές εν γένει και η παραγωγή και κυκλοφορία των νομισμάτων ειδικότερα μπορεί να κατηγορηθούν για την αλλοτριωτική επίδρασή τους στις ανθρώπινες σχέσεις, το καβαφικό κείμενο καταδεικνύει την αλλοτριωτική αυτή διαδικασία σε μία από τις πλέον ειρωνικές οντολογικές της εκφάνσεις: ο δούλος αφιέρωσε όλον του τον βίο στη διαιώνιση της κυκλοφορίας ακριβώς του μέσου της ίδιας της πραγμοποίησής του, του αφαιρετικά απτού εκείνου μέσου, με άλλα λόγια, που του αφαίρεσε την ουσία του βίου του.
Καμία ίσως εξέλιξη στην ανθρώπινη κοινωνία δεν μπορεί να συγκριθεί με την αρχέγονη κατασκευή της συμβατικής οξύμωρης πραγματικότητας της απτής και (γιατί όχι;) αλλοτριωτικής αφαιρετικότητας του χρήματος όσο η υπερβατική ψηφιοποίηση ποικίλων πεδίων της ανθρώπινης δραστηριότητας, όχι μόνο της οικονομικής, στις ημέρες μας, στην εποχή δηλαδή του νεομεσαιωνικού μετακαπιταλισμού.
Βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή της διερεύνησης των επιδράσεων και των δυνατοτήτων της εξέλιξης αυτής. Μία από τις σημαντικότερες είναι, φρονώ, και η συχνά αλλοτριωτική και παραμορφωτική σύλληψη και βίωση του χρόνου (ακριβέστερα: των χρονικών τροπικοτήτων) που αυτή επιβάλλει.
Η ταχύτητα. η δυνατότητα λίγο-πολύ συγχρονικής βίωσης διαφορετικών εναλλασσόμενων εμπειριών. η αυτόματη και ταυτόχρονη διασπορά πληροφοριών σε όλο τον πλανήτη και με διάφορα μέσα. η αντίθεση μεταξύ απειροελάχιστης, αφού αυτόματα υποσκελιζόμενης, διάρκειας – εν ριπή οφθαλμού, όσο, δηλαδή, διαρκεί η μετάδοση και προβολή τιτιβισμάτων του Τραμπ, του Ερντογάν, του Μακρόν, του φίλου, της συζύγου, του παιδιού στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή, του κινητού, του τάμπλετ – και της υπόσχεσης, οιονεί μεσσιανικής, μίας ανυπολόγιστα μακράς, σχεδόν «ες αεί», αντοχής στον χρόνο ψηφιοποιημένων στοιχείων/δεδομένων. όλες αυτές και παρόμοιες νεότευκτες χρονικές τροπικότητες και δυνατότητες δεν μπορούν παρά να έχουν διαμορφώσει ή να έχουν αρχίσει να εδραιώνουν καινούργιες δομές σκέψης και καινούργιους τρόπους πρόσληψης και σύλληψης των χωροχρονικών δεδομένων, της αξίας, της λειτουργίας, της ίδιας της υπόστασής τους. Δομές και τρόπους που καλούνται να στοχασθούν πρωτίστως οι ανθρωπιστικές και οι κοινωνικές επιστήμες.