Δεν έχω την παραμικρή ειρωνική διάθεση, σας διαβεβαιώ, όταν υποστηρίζω ότι η Σουλτάνα Ελευθεριάδου αδικήθηκε. Η αντίδραση του Τύπου και των σχολιαστών ήταν να της καταλογίσουν αμέσως «χυδαιότητα», επειδή, μιλώντας κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού στη Βουλή, χαρακτήρισε τον Πρωθυπουργό «επιδειξία». Λάθος. Δεν ήταν χυδαία η επίθεση, ήταν βλακώδης.
Οποιος παρακολουθήσει το σχετικό απόσπασμα από τη συζήτηση καταλαβαίνει ότι η βουλευτίνα Καβάλας του ΣΥΡΙΖΑ εννοούσε «επιδειξιομανής» (όρος μάλλον θεμιτός) και όχι «επιδειξίας» (με καμπαρντίνα ή χωρίς…). Μόλις της το υπέδειξε ο προεδρεύων, εκείνη έσπευσε να παραδεχθεί το λάθος της. Το δεύτερο εννοούσε, μέσα της όμως οι δύο έννοιες ήσαν συγκεχυμένες. Η άγνοια ήταν το αμάρτημά της και, γι’ αυτό, η επίθεσή της στον Πρωθυπουργό ήταν βλακώδης.
Το πραγματικό πρόβλημα από αυτή τη γελοία υπόθεση προκύπτει όταν μαθαίνουμε ότι η κ. Ελευθεριάδου, που αγνοούσε τη διαφορά νοήματος μεταξύ επιδειξία και επιδειξιομανούς, δεν είναι καμιά αγράμματη. Η αγνώστου ηλικίας κ. Ελευθεριάδου (στα βιογραφικά της δεν αναφέρεται πουθενά έτος γεννήσεως) είναι δικηγόρος, έχει σπουδάσει στο Δημοκρίτειο και έχει μετεκπαιδευθεί στο Εργατικό και το Εμπορικό Δίκαιο. Εντούτοις, θεωρεί ότι ο επιδειξίας και ο επιδειξιομανής είναι λέξεις περίπου συνώνυμες. Και είναι τόσο βέβαιη γι’ αυτό, ώστε χρησιμοποιεί τη λάθος λέξη για να επιτεθεί στον Πρωθυπουργό! Υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη άγνοιας εκ μέρους της;
Το θέμα πήρε διαστάσεις υπερβολικές και λόγω της εύθικτης σεμνοτυφίας του πρεδρεύοντος εκείνη την ώρα (ήταν ο Ν. Κακλαμάνης), ο οποίος άργησε να καταλάβει ότι επρόκειτο για λάθος που εξέθετε εκείνη που το έλεγε και κανέναν άλλον. Την πήρε στα σοβαρά, με αποτέλεσμα να χρειαστεί μισή ώρα για να λυθεί η παρεξήγηση. Η ένταση γύρω από το λάθος γλίτωσε την κ. Ελευθεριάδου, εν μέρει τουλάχιστον, από τον εξευτελισμό της γκάφας της: ο θόρυβος του άστοχου θυμού σκέπασε την ξεφτίλα της άγνοιας, για να το θέσω saignant. Φαντάζομαι ότι αν προήδρευε εκείνη την ώρα ο Τασούλας, θα είχε εκτονώσει αμέσως το θέμα με το χιούμορ του.
Εχω την εντύπωση ότι ο πραγματικός κίνδυνος για τη γλώσσα μας είναι το ότι είναι δυνατόν κάποιος να τελειώνει το σχολείο, τη Νομική, τα μεταπτυχιακά, να εκλέγεται βουλευτής και να ανεβαίνει στο βήμα της Βουλής, για να αποδείξει ότι αγνοεί τη διαφορά μεταξύ επιδειξία και επιδειξιομανούς. Ο κίνδυνος, δηλαδή, είναι στον τρόπο με τον οποίο διδάσκουμε ή, μάλλον, δεν διδάσκουμε τη γλώσσα μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η αποτυχία να καλλιεργήσουμε το δημιουργικό ενδιαφέρον για τη γλώσσα είναι η απειλή για το μέλλον της γλώσσας, όχι το ότι, περιστασιακά και για την ανάγκη της γρήγορης συνεννόησης, δανειζόμαστε μια ξένη λέξη, όπως το λόκνταουν, για να τη χρησιμοποιήσουμε όσο μας χρειάζεται, μέχρι να την πετάξουμε και να την ξεχάσουμε. Επίσης, ως ένα βαθμό τη χρησιμοποιούμε εξελληνισμένη, αφού στον γραπτό λόγο τη μεταγράφουμε στο ελληνικό αλφάβητο και, στον προφορικό, την εντάσσουμε στο φωνητικό σύστημα της γλώσσας μας. Στο κάτω κάτω, αν το λοκντάουν, με την ιδιαίτερη σημασία που αποκτά λόγω των ιστορικών συνθηκών που ζούμε, διατηρηθεί ως λέξη δίπλα σε άλλες ελληνικές, γλωσσικός πλούτος θα είναι αυτό. Αλλωστε και η καραντίνα, που ελπίζω να δεχόμαστε ότι είναι πλέον ελληνική λέξη, κάποτε ήταν ξένη και επείσακτη. Η επιμονή στην ακραιφνή ελληνικότητα κάθε λέξης είναι άστοχος πατριωτισμός – όταν δεν είναι γραφικότητα. Αυτό που προσπαθεί σήμερα να κάνει μόνος του, με τις αναρτήσεις του, ο Γ. Μπαμπινιώτης, η Γαλλική Ακαδημία το προπάθησε επί χρόνια και απέτυχε παταγωδώς.
Παρεμπιπτόντως, ξέχασα να σας πω ότι η κ. Ελευθεριάδου, η γκάφα της οποίας ήταν η αφορμή για το σημείωμα αυτό, δηλώνει υπερηφάνως στο βιογραφικό της ότι, εκτός από τη μητρική της, μιλά επίσης Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά! (Φαντάζομαι…)