«Ακούσαμε τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Το μήνυμά τους είναι καθαρό: τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα μιας ομάδας εταιρειών δεν πρέπει να υπαγορεύσουν το μέλλον μας. Η Ευρώπη οφείλει να ορίσει τους δικούς της όρους και κανόνες. Οπως έχουμε πράξει ήδη στον φυσικό μας κόσμο, είναι καιρός να οργανώσουμε και τον ψηφιακό μας κόσμο».
Αυτά σημείωναν, σε κοινό τους άρθρο το οποίο δημοσιεύτηκε την Κυριακή 6 Δεκεμβρίου, δύο κορυφαία μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: η Μαργκρέτ Βεστάγκερ, εκτελεστική αντιπρόεδρος της Κομισιόν και υπεύθυνη για θέματα ανταγωνισμού, και ο Τιερί Μπρετόν, το χαρτοφυλάκιο του οποίου αφορά την εσωτερική αγορά της ΕΕ. Στο ίδιο άρθρο, οι δύο πολιτικοί προανήγγειλαν το κείμενο που παρουσίασαν χθες στις Βρυξέλλες: ένα σχέδιο που τίθεται προς έγκριση από το Συμβούλιο και την Ευρωβουλή και έχει στόχο να βάλει τάξη στο Διαδίκτυο και τους παρόχους του, αναθεωρώντας το πλαίσιο που βρίσκεται σε ισχύ από το 2000 και είναι πλέον αναχρονιστικό, καθώς σε αυτή την 20ετία έχουν αλλάξει σχεδόν τα πάντα σε αυτόν τον χώρο.
Είναι βεβαίως προφανές ότι καθώς οι επιχειρηματικοί «γίγαντες» προέρχονται κυρίως από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού (Amazon, Apple, Facebook, Alphabet-Google) η υπόθεση επιδρά άμεσα στο σύνολο των σχέσεων ανάμεσα σε Ευρωπαϊκή Ενωση και Ηνωμένες Πολιτείες. Πολύ περισσότερο καθώς, εκτός από τα βαριά πρόστιμα με τα οποία απειλούνται, ενδέχεται να έχουν την τύχη που είχαν οι αποκαλούμενες «Big Oil» (δηλαδή οι μεγάλες πετρελαϊκές) πριν από έναν περίπου αιώνα – δηλαδή να αποφασιστεί το σπάσιμό τους, όπως σημείωναν σε χθεσινό τους ρεπορτάζ και οι «Financial Times»!
Ελπίζοντας στον Μπάιντεν
Αυτός, εξάλλου, είναι και ένας βασικός λόγος που οι διαπραγματεύσεις για μια διεθνή και με ενιαίο πλαίσιο ρύθμιση δεν έχουν καρποφορήσει, καθώς μέχρι σήμερα η κυβέρνηση Τραμπ προέβαλλε ουσιαστικά βέτο. Μόλις τον περασμένο μήνα, μάλιστα, οι εκπρόσωποι των σχεδόν 140 χωρών που συμμετέχουν σε αυτό το ιδιότυπο μπρα ντε φερ που διεξάγεται στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ αποφάσισαν να δώσουν μικρή παράταση, ως τα μέσα του 2021. Τρέφοντας την ελπίδα πως με τον Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο οι ΗΠΑ θα αποδειχθούν πιο διαλλακτικές στο μέλλον.
Μέχρις ότου, όμως, αποδειχθεί κατά πόσο η προσδοκία αυτή είναι βάσιμη, οι Ευρωπαίοι καλούνται να ξεπεράσουν έναν «σκόπελο» που έχει να κάνει με τα του οίκου τους: τις διαφωνίες που υπάρχουν, με άλλα λόγια, εντός της ΕΕ (και) σε αυτό το μέτωπο, καθώς οι 27 εμφανίζονται να είναι χωρισμένοι σε δύο ομάδες. Παρά την πρόσφατη κοινή διακήρυξη Γερμανίας και Γαλλίας, με την οποία τάσσονται υπέρ της φορολόγησης των επιχειρήσεων του κλάδου με βάση το 3% του ετήσιου τζίρου τους, οι δύο χώρες δεν συμφωνούν στην τακτική που πρέπει να ακολουθηθεί. Σημειώνεται πως και εδώ η γαλλική πλευρά εμφανίζεται να παίζει τον ρόλο του «σκληρού», ενώ έχει ήδη νομοθετήσει τη φορολόγηση, και να πιέζει ώστε η καταβολή να ξεκινήσει από τον τρέχοντα μήνα.
Τα πράγματα γίνονται χειρότερα καθώς οι διαφωνίες φαίνεται να έχουν πάρει και προσωπική διάσταση, κάτι που αποτυπώνεται στη δύσκολη και ενίοτε ταραχώδη σχέση ανάμεσα στη Βεστάγκερ και τον Μπρετόν, έστω κι αν αμφότεροι προέρχονται από το στρατόπεδο των Φιλελευθέρων και της ομάδας Renew Europe. Σύμφωνα μάλιστα με αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του «Politico», που επικαλείται πηγές από τα «ιδιαίτερα» της Κομισιόν, μέχρι να φτάσει η ημέρα για την παρουσίαση της τελικής (;) πρότασης, οι συγκρούσεις τους ήταν συνεχείς και ενίοτε σφοδρές.
Βεστάγκερ και «Ευρωπαίοι πρωταθλητές»
Φαίνεται δε, πάντα με βάση τις πληροφορίες και εκτιμήσεις του παραπάνω Μέσου, πως η δανέζα πολιτικός είναι αυτή που βρέθηκε στην πιο δύσκολη θέση, παρά τις σαφώς ανώτερες αρμοδιότητές της. Κι αυτό συνέβη για δύο κυρίως λόγους: αφενός, επειδή πρόσφατα υπέστη μια ήττα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όταν αυτό απέρριψε την αναδρομική φορολόγηση της Apple με 13 δισ. ευρώ (δικαιώνοντας την ίδια την εταιρεία και την κυβέρνηση της Ιρλανδίας). Και αφετέρου, διότι έχει ήδη στοχοποιηθεί πολιτικά από Βερολίνο και Παρίσι για την άρνησή της να δώσει το πράσινο φως στη δημιουργία «Ευρωπαίων πρωταθλητών» – ειδικά μετά την απόρριψη της συγχώνευσης της γερμανικής Siemens με την γαλλική Alstom.
Από την πλευρά του, ο Γάλλος (και γνωστός για τις στελεχικές θέσεις που έχει αναλάβει σε μεγάλες επιχειρήσεις) Μπρετόν ευθυγραμμίζεται με τη γραμμή της κυβέρνησής του, ενώ δεν χάνει ευκαιρία να εκθέτει τη Βεστάγκερ. Ενδεικτικό είναι αυτό που συνέβη στις αρχές του 2020, όταν οι δυο τους εμφανίστηκαν για να παρουσιάσουν τα μέτρα ασφαλείας που προτίθεται να λάβει η ΕΕ για να θωρακίσει τις ευαίσθητες τηλεπικοινωνιακές υποδομές.
Εκεί, ενώπιον των δημοσιογράφων, ο Μπρετόν αξιοποίησε πλήρως τις γνώσεις που έχει στον κλάδο. Μιλώντας στα γαλλικά, ανέλυσε την κατάσταση και τα μέτρα και απάντησε σε ερωτήσεις, αφήνοντας στο πλευρό του τη Βεστάγκερ να παρακολουθεί εμφανώς αμήχανη – και μάλλον οργισμένη.
Επεται φυσικά συνέχεια, ειδικά καθώς ο Μπρετόν φαίνεται για την ώρα να περνάει τη σκληρή γραμμή στην υπόθεση των «Big Tech».
Ενα σχέδιο με δύο συν ένα σκέλη
- Πράξη Ψηφιακών Υπηρεσιών (Digital Services Act)
- Αφορά τον έλεγχο του περιεχομένου το οποίο διακινείται μέσα από τις διάφορες ψηφιακές πλατφόρμες, με στόχο να αποκλειστεί οτιδήποτε παραπέμπει σε μηνύματα μίσους, τρομοκρατία, παιδική πορνογραφία ή διακίνηση παράνομων και επικίνδυνων προϊόντων. Εδώ εμπίπτει και ο έλεγχος της κατάταξης των πληροφοριών και της θέσης των πολιτικών διαφημίσεων.
- Πράξη Ψηφιακών Αγορών (Digital Markets Act)
- Η πλευρά αυτή έχει να κάνει με την αποτροπή δημιουργίας μονοπωλιακής θέσης στην ευρωπαϊκή αγορά. Οπως εξάλλου σημειώνουν Βεστάγκερ και Μπρετόν, το μέγεθος πάει χέρι χέρι με την υπευθυνότητα και οι πάροχοι ψηφιακών υπηρεσιών οφείλουν να σέβονται μια σειρά σαφώς διατυπωμένων απαγορεύσεων και υποχρεώσεων.
- Πρόστιμα και απειλή διάσπασης
Εφόσον διαπιστώνεται ότι οι εταιρείες του κλάδου δεν σέβονται το νέο πλαίσιο, οι Αρχές της ΕΕ θα είναι σε θέση να επιβάλλουν πρόστιμα, τα οποία θα ανέρχονται μέχρι και στο 10% του ετήσιου κύκλου εργασιών τους. Σε ακραίες περιπτώσεις, θα μπορούν να αποφασίζουν ακόμη και το «σπάσιμό» τους, επικαλούμενες τον δίκαιο και ισότιμο ανταγωνισμό.