Με την πανδημία να στρέφει το βλέμμα της παγκόσμιας κοινότητας στον κλάδο του φαρμάκου, που κατόρθωσε να αναπτύξει εμβόλια και θεραπείες σε εντυπωσιακές ταχύτητες μέσα από άοκνες μελέτες και πρωτόγνωρες συνεργασίες μεταξύ πρώην ανταγωνιστών, η φαρμακοβιομηχανία στην Ελλάδα εξακολουθεί να βιώνει μια βαθιά –αν και εξωγενή- κρίση. Τα προβλήματα, οι δυνατότητες και οι λύσεις για τη διατήρηση της βιωσιμότητας του κλάδου, αλλά και της ανάδειξής του στον μοχλό ανάπτυξης που θα μπορούσε να αποτελεί για τη χώρα μας, παρουσιάστηκαν εκτενώς στη διάρκεια του Πανελλήνιου Συνεδρίου για τα Οικονομικά και τις Πολιτικές Υγείας από εκπροσώπους του ΣΦΕΕ.
Η υπερφορολόγηση πιέζει τον κλάδο του φαρμάκου
Η φαρμακοβιομηχανία ανήκει στους ελάχιστους επιχειρηματικούς κλάδους που κατόρθωσαν να σταθούν όρθιοι παρά τη δεκαετία της κρίσης. Το επίτευγμα αυτό γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακό, αν αναλογιστούμε ότι ο κλάδος, μετά την εισαγωγή του clawback, δηλαδή της αναγκαστικής επιστροφής των εσόδων του που υπερβαίνουν τα όρια του κλειστού ετήσιου προϋπολογισμού φαρμακευτικών δαπανών, από το 2012 και σε συνδυασμό με την υπερφορολόγηση που υφίσταται, αναγκάζεται κάθε χρόνο να επιστρέφει ακόμη και το 70% των κερδών του, όπως σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Θεόδωρος Τρύφων, αντιπρόεδρος της Elpen και πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας. Το γεγονός αυτό δημιουργεί τεράστια χρέη ακόμη και σε εταιρείες που είναι στην πραγματικότητα υγιέστατες, συμπλήρωσε ο κ. Τρύφων.
Σημαντική συνεισφορά στη διάρκεια της πανδημίας
Ακόμη και εντός αυτών των δυσμενών συνθηκών, ο κλάδος του φαρμάκου έχει κατορθώσει να παραμείνει ισχυρός κοινωνικός εταίρος και, στη διάρκεια της πανδημίας, να στηρίξει με ουσιαστικό τρόπο την ελληνική κοινωνία και οικονομία. Συγκεκριμένα, ο ΣΦΕΕ και οι εταιρείες-μέλη του προχώρησαν σε δωρεές νοσοκομειακού εξοπλισμού για ΜΕΘ και υγειονομικού υλικού μέσων ατομικής προστασίας για τη θωράκιση των εργαζομένων στις υγειονομικές μονάδες της χώρας, που ξεπέρασαν τα 2.250.000€. Παράλληλα, σε αντίθεση με άλλες χώρες του πλανήτη που εξαρτώνταν για την προμήθεια φαρμάκων από την Ινδία, η Ελλάδα όχι μόνο διέθετε, χάρη στον ΣΦΕΕ και τα μέλη του, την απαραίτητη επάρκεια φαρμάκων και δραστικών ουσιών, αλλά ήταν σε θέση ακόμη και να συνεχίσει τις εξαγωγές.
Τα στοιχεία αυτά, καθιστούν σαφές το νόημα της φράσης της κ. Έλενας Χουλιάρα, μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του ΣΦΕΕ και Προέδρου και Διευθύνουσας Συμβούλου της AstraZeneca Ελλάδας και Κύπρου στη διάρκεια του Συνεδρίου, ότι «η συζήτηση πρέπει να μετατοπιστεί από το κόστος στην αξία του φαρμάκου». Σε αντίστοιχο κλίμα ξεκίνησε την τοποθέτησή του και ο κ. Χάρης Λαμπρόπουλος, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας Επενδύσεων, ο οποίος τόνισε ότι η επένδυση στην υγεία αποτελεί επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο μίας χώρας.
Ένας ανεκμετάλλευτος μοχλός ανάπτυξης
Ακόμη, όμως, και βάσει της πλέον κυνικής αντιμετώπισης του ζητήματος, που δεν θα λάμβανε καθόλου υπόψη της τον ανθρώπινο παράγοντα αυτής της εξίσωσης, η φαρμακοβιομηχανία αποτελεί έναν ανεκμετάλλευτο δυνητικό μοχλό ανάπτυξης για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Είναι εξάλλου χαρακτηριστικό ότι, όπως τόνισε ο κ. Ζαχαρίας Ραγκούσης, Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΣΦΕΕ, ακόμη και εντός των αντίξοων σημερινών συνθηκών, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, η συνολική συνεισφορά του κλάδου του φαρμάκου σε όρους ΑΕΠ εκτιμάται σε €6,9 δισ. ή στο 3,7% του ΑΕΠ της χώρας για το 2018.
Παράλληλα, για κάθε €1 προστιθέμενης αξίας των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του φαρμάκου, δημιουργούνται άλλα €3,1 στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, ενώ σε όρους απασχόλησης η συνολική συνεισφορά εκτιμάται σε 136 χιλιάδες θέσεις εργασίας ή στο 3,6% της συνολικής απασχόλησης. Τέλος, η επίδραση στα φορολογικά έσοδα από τον κλάδο του φαρμάκου εκτιμάται περίπου στα €1,9 δισ.
Στη διάρκεια του Συνεδρίου, μια σειρά από ομιλητές με κομβικό ρόλο στον κλάδο, αναγνώρισαν τις θετικές κινήσεις της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά τη θέσπιση επιπλέον κονδυλίου για τα εμβόλια, εξαιρώντας τα από τη δαπάνη, αλλά και τις υπερεκπτώσεις για την έρευνα και την ανάπτυξη και το επιπλέον κονδύλι για τον συμψηφισμό του clawback με επενδύσεις.
Η ανάγκη για προβλεψιμότητα και διαφάνεια
Ωστόσο, όπως τονίστηκε επανειλημμένως, τέτοιου είδους βραχυπρόθεσμες λύσεις δεν αρκούν προκειμένου ο κλάδος να αναπτυχθεί στο σύνολο των δυνατοτήτων του, αφού δεν προσφέρουν μια κρίσιμη προϋπόθεση για την προσέλκυση επενδύσεων: Την προβλεψιμότητα και τη διαφάνεια. Δυστυχώς, η Πολιτεία συνεχίζει να «εκπλήσσει» την φαρμακοβιομηχανία με π.χ. αναδρομική ισχύ νόμων, έλλειψη διαβούλευσης με τη βιομηχανία, καθυστερήσεις στην ενημέρωση του κλάδου για την πορεία της δαπάνης κοκ. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι σήμερα, μήνα Δεκέμβριο, δεν έχουν αποσταλεί ακόμα τα σημειώματα του clawback για το Α΄ εξάμηνο του 2020, ενώ δεν υπάρχει καμία ενημέρωση για την πορεία της δαπάνης στα νοσοκομεία. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν πράγματι για το επόμενο διάστημα τα ποσά που επενδύονται στην έρευνα και την ανάπτυξη συμψηφίζονται με εκείνα του clawback, λειτουργώντας έτσι πολλαπλασιαστικά για την ελληνική οικονομία, μια εταιρεία που ενδιαφέρεται για την πραγματοποίηση επενδύσεων διστάζει να προχωρήσει σε αυτές, μη γνωρίζοντας ποιες θα είναι οι συνθήκες στη χώρα ακόμη και μετά από μόλις μία πενταετία.
Ψηφιακός μετασχηματισμός ως βάση για μελλοντικές επενδύσεις
Μια από τις πρώτες κινήσεις που απαιτούνται για την βελτίωση αυτής της εικόνας, είναι η προώθηση της ψηφιακής καινοτομίας στο χώρο της υγείας, προκειμένου από τη μία πλευρά να παρακολουθείται με μεγαλύτερη επάρκεια η εξέλιξη του προϋπολογισμού φαρμακευτικών δαπανών, και από την άλλη να είναι εφικτή η τεκμηρίωση της έκβασης της πορείας των ασθενών μετά από την εφαρμογή θεραπειών, ο προσδιορισμός των τάσεων στις δαπάνες υγείας και στο φάρμακο, η χρήση των ψηφιακών δυνατοτήτων για την πραγματοποίηση διαρκών ελέγχων και άλλες καλές πρακτικές που ήδη εφαρμόζονται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Στο νέο περιβάλλον που δημιουργείται, βλέπουμε πλέον πως όλοι θέτουν υγεία και ψηφιακό μετασχηματισμό ως κεντρικούς άξονες ευημερίας και ανάπτυξης. Στο εθνικό σχέδιο ανάκαμψης της οικονομίας που πρόσφατα παρουσιάστηκε από την Κυβέρνηση αυτοί οι δύο πυλώνες ορίζονται ως απόλυτα επείγουσες προτεραιότητες.
Ο ΣΦΕΕ διαχρονικά αιτείται το πλαίσιο των προτεινόμενων παρεμβάσεων: Ενοποίηση συστημάτων συνταγογράφησης φαρμάκων, αναλωσίμων, εξετάσεων, Δημιουργία φακέλου ασθενούς και σύνδεση θεραπευτικών επιλογών με τα αποτελέσματα διαγνωστικών εξετάσεων για την τεκμηρίωση αποτελεσματικότητας και εκβάσεων, Ολοκλήρωση και πλήρης εφαρμογή των θεραπευτικών πρωτοκόλλων, Χρήση των δεδομένων υγείας για τον προσδιορισμό των τάσεων στις δαπάνες υγείας και στο φάρμακο, για τη λήψη αποφάσεων, Χρήση των ψηφιακών δυνατοτήτων για την πραγματοποίηση συνεχών ελέγχων, Καθολική επέκταση της χρήση της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης και στα νοσοκομεία, Υιοθέτηση ψηφιακών εργαλείων στη διαδικασία ΗΤΑ, Ανάπτυξη συστήματος ηλεκτρονικών προμηθειών νοσοκομείων, Επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού στην υγεία και ανάδειξη της χώρας σε κέντρο ψηφιακής ανάλυσης μεγάλων δεδομένων και real world evidence στο τομέα της υγείας.
Όπως τόνισε χαρακτηριστικά ο Αντιπρόεδρος του ΣΦΕΕ, Δημήτρης Αναγνωστάκης, μιλώντας σε σχετικό πάνελ του Συνεδρίου, «Σε πολλές χώρες της ΕΕ ήδη καταγράφονται σημαντικά οφέλη από λύσεις ψηφιακού μετασχηματισμού στην υγεία, όπως: Καθολική αύξηση της ικανοποίησης των ασθενών (95%), χαμηλότερο κόστος (κατά 70%) των υπηρεσιών υγείας εξ αποστάσεων συγκριτικά με μια τυπική συνεδρία, 23% αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση ασθενών στα Επείγοντα, μείωση της διάρκειας νοσηλείας και θεραπείας, προσωποποιημένες υπηρεσίες, λιγότερες εισαγωγές, κ.λπ.».
Στην πρόταση του ΣΦΕΕ με επτά πυλώνες δράσεις για μια βιώσιμη πολιτική φαρμάκου, που βασίζεται σε μελέτη της Deloitte, ο πυλώνας 6 αναφέρεται στον ψηφιακό μετασχηματισμό, όπως φαίνεται στο παρακάτω σχήμα.
Μπορεί η Ελλάδα να μετατραπεί σε κόμβο κλινικών δοκιμών;
Ένας από τους πιο άμεσους, ίσως, τρόπους με τους οποίους ο κλάδος του φαρμάκου θα μπορούσε να επιφέρει άμεσα την πολυπόθητη ανάπτυξη, είναι μέσω της μετατροπής της Ελλάδας σε «hub» κλινικών δοκιμών για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, όπως εξήγησε η κ. Χουλιάρα στη διάρκεια της παρουσίασής της στο Συνέδριο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η χώρα μας δεν υπολείπεται απλώς του ευρωπαϊκού μέσου όρου στον ετήσιο αριθμό κλινικών δοκιμών που προσελκύει, αλλά το σύνολο των επενδύσεων της φαρμακευτικής βιομηχανίας στην Ευρώπη που απορροφώνται από την ελληνική οικονομία αντιστοιχεί μόλις στο 0,14% του συνόλου.
Όπως τόνισε η κ. Χουλιάρα, μέσα από τα κατάλληλα βήματα, τα €51 εκ. επενδύσεων μπορούν να μετατραπούν σε €250 εκ., προσθέτοντας ακόμη και €1,1 δισ. στο ΑΕΠ της χώρας, €270 εκ. φορολογικά έσοδα και δημιουργώντας επιπλέον θέσεις εργασίας. Αυτή η αύξηση των επενδύσεων μπορεί να ακούγεται υπερβολικά φιλόδοξη, στην πραγματικότητα όμως προκύπτει αν η χώρα μας απλώς φτάσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Όπως επεσήμανε, μάλιστα, η κ. Χουλιάρα, η Ελλάδα διαθέτει πολύ καλές βάσεις για την προσέλκυση περισσότερων κλινικών ερευνών, διαθέτοντας εξαιρετικούς ιατρούς και επιστήμονες, ποιοτικές δομές και καλά πανεπιστημιακά νοσοκομεία. Το ζήτημα είναι, συμπληρώνουμε εμείς, αν έχει και τη θέληση να εφαρμόσει μέτρα που θα βελτιώσουν τη διαδικασία διεξαγωγής των κλινικών δοκιμών, προκειμένου πράγματι να καταφέρει να προσελκύσει τις πολυπόθητες επενδύσεις.