Στο τελευταίο τεύχος του «New York Review of Books» (3 Δεκεμβρίου) την προσοχή του αναγνώστη ελκύει ένα όνομα σε μια σημείωση του Ντάιαρμεντ ΜακΚάλοκ, άγγλου ιστορικού του χριστιανισμού: Jacob Heraklides, Ιάκωβος Ηρακλείδης. Πρόκειται για μια ξεχασμένη ενότητα στην ιστορία του προεπαναστατικού ελληνικού κράτους. Ο άγγλος ιστορικός αναφέρεται στον Ιάκωβο Ηρακλείδη ή Βασιλικό, τον πρώτο επίσημα προτεστάντη μονάρχη στην Ανατολική Ευρώπη. Ηταν εκείνος που οραματίστηκε την εξάλειψη της οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή της Βαλκανικής, μέσα από την περιπετειώδη πορεία της ζωής του από τη Σάμο έως τη Μολδαβία, ανάμεσα σε στρατούς και βασίλεια της Ευρώπης.

Ο Ιάκωβος Βασιλικός Ηρακλείδης Μαρκέτιος, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε το 1523 (άλλες πηγές αναφέρουν ως έτος γέννησης το 1510) στην Κρήτη ή στη Σάμο. Στην ιστοσελίδα «Ιστορικά Θέματα» ο ιστορικός Μιλτιάδης Βαρβούνης αναφέρει πως ο Βασιλικός έκανε τις πρώτες του λόγιες σπουδές στην υπό γενοβέζικη κατοχή Χίο, στη φημισμένη ορθόδοξη σχολή, ως μαθητής του λόγιου Μιχαήλ Ερμόδωρου Λήσταρχου από τη Ζάκυνθο. Ο ιστορικός – ερευνητής είναι εκείνος που εντόπισε μέσα από ιστορικές πηγές τη δράση και τις επιδιώξεις ενός φιλόδοξου έλληνα τυχοδιώκτη, ο οποίος τον 16ο αιώνα ταξίδευε σε όλη την Ευρώπη, γνωρίζοντας ηγεμόνες, δημιουργώντας θρησκευτικές συμμαχίες, καταστρώνοντας συνωμοσίες, οργανώνοντας εκστρατείες και μάχες έως την επίτευξη των στόχων του.

Σπουδές Ιατρικής

Το 1543 ο Βασιλικός μαζί με τον δάσκαλό του Λήσταρχο αναχώρησαν για τη Ρώμη. Εκείνη την εποχή η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η Ισπανία βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της δυναστείας των Αψβούργων, ενώ στις περιοχές της Πολωνίας και της Λιθουανίας όπως και σε εκείνες που είχαν προσαρτηθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία συμμετείχαν «υπερδυνάμεις που διαμόρφωναν το πολιτικό γίγνεσθαι της Γηραιάς Ηπείρου». Ο νεαρός Βασιλικός συνέχισε τις σπουδές Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ πριν φτάσει στο Παρίσι, στην αυλή του βασιλιά της Γαλλίας Ερρίκου Β’. Ο Βασιλικός τού συστήθηκε ως δεσπότης της Σάμου και μαρκήσιος της Πάρου και έθεσε στον δύσπιστο γάλλο βασιλιά το πρόβλημα της σκλαβωμένης Ελλάδας και την αναγκαιότητα της απελευθέρωσής της από τους Οθωμανούς. Η έκκλησή του όμως δεν βρήκε απήχηση, καθώς την εποχή εκείνη οι Γάλλοι ήταν σύμμαχοι με την Υψηλή Πύλη.

Ο Βασιλικός παρέμεινε στο Παρίσι και το 1551, στη διάρκεια του «Ιταλικού Πολέμου» ανάμεσα στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τη Γαλλία, κατατάχθηκε στον γαλλικό στρατό, συμμετέχοντας με επιτυχία στην υπεράσπιση του Μετς, το οποίο πολιορκούσε ο ισπανός ηγεμόνας Κάρολος Ε’.

Λουθηρανικό δόγμα

Επόμενος σταθμός τού δεσπότη της Σάμου ήταν η Βιτεμβέργη, το ιερό προπύργιο της Μεταρρύθμισης. Εκεί ο Βασιλικός ασπάστηκε το προτεσταντικό (λουθηρανικό) δόγμα, αφού πρώτα συνάντησε φυσιογνωμίες της Μεταρρύθμισης, όπως τον ελληνιστή Φίλιππο Μελάγχθωνα και τον Κάσπαρ Πευκήριο. Καθώς ο «Ιταλικός Πόλεμος» μαινόταν σε κάθε γωνιά της Δυτικής Ευρώπης, ο Βασιλικός αποφάσισε να ενταχθεί ως μισθοφόρος στο ισπανικό ιππικό του Καρόλου Ε’, ο οποίος συγκέντρωνε μεγάλο στρατό για να αντιμετωπίσει τους Γάλλους στην ισπανοκρατούμενη Φλάνδρα. Στις 13 Αυγούστου 1554 οι γάλλοι εισβολείς συγκρούστηκαν με τους Ισπανούς στο χωριό Ρεντί, κοντά στις Βρυξέλλες. Ο τραυματισμένος στη μάχη σαμιώτης δεσπότης ανάρρωνε από τα τραύματά του στην Αμβέρσα, όταν ο ισπανός ηγεμόνας τού χορήγησε και τους τίτλους, Κόμης Παλατίνος και Ιππεύς του Αήττητου Καίσαρος.

Η αναγνώριση αυτή από τον αυτοκράτορα του Οίκου των Αψβούργων είχε ως αποτέλεσμα ο Βασιλικός να θεωρείται ένας επιφανής ευγενής της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Και το 1557 βρίσκεται στο πιο απομακρυσμένο αστικό κέντρο της Δύσης, το κοσμοπολίτικο Βίλνιους, πρωτεύουσα του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας. Εκεί ο βασιλιάς της Πολωνίας και δούκας της Λιθουανίας Σιγισμούνδος Β’ αναζητούσε βετεράνους πολεμιστές για την εκστρατεία εναντίον των Ρώσων στη Λιβονία (σημερινή Λετονία και Εσθονία).

Πολωνοί και Λιθουανοί

Ο Βασιλικός συνήψε φιλικές σχέσεις με πολλούς επιφανείς πολωνούς και λιθουανούς προτεστάντες. Τον χειμώνα, ο Βασιλικός συμμετείχε στη λιθουανική εκστρατεία στη Λιβονία, σύμφωνα με τον πολωνό χρονικογράφο Μπάρτοζ Παπρότσκι. Ωστόσο η ηγετική προσωπικότητά του και οι γνώσεις του στην τέχνη του πολέμου δεν έπεισαν τον δύσπιστο Σιγισμούνδο Β’ για την ανάληψη μιας αντιοθωμανικής σταυροφορίας. Επιπλέον, ο πολωνός βασιλιάς θεωρούσε τον Βασιλικό πράκτορα των Αψβούργων και απρόβλεπτο τυχοδιώκτη, γεγονός που ανάγκασε τον έλληνα γυρολόγο να εγκαταλείψει τη Λιθουανία και λίγο πριν από το καλοκαίρι του 1558 να κατευθυνθεί στη Μολδαβία, όπου βρισκόταν ο συμμαθητής του από τη σχολή της Χίου Δημήτριος ο Σέρβος.

Η Μολδαβία ήταν υποτελής (ως μια περίπτωση συγκυριαρχίας) στους Πολωνούς και στους Οθωμανούς. Η διαμονή του Βασιλικού στη Μολδαβία δεν διήρκεσε πολύ και αναγκάστηκε να βρει καταφύγιο στη γειτονική Τρανσυλβανία, στο Μπρασόβ, προπύργιο των προτεσταντών Σαξόνων των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, και από εκεί εισήλθε στη βασιλική Ουγγαρία, έδαφος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο πολυμήχανος Βασιλικός βρήκε ασφαλές καταφύγιο στο Κεζμάροκ (σημερινή Σλοβακία), στο φέουδο του ευπατρίδη Πολωνού Ολμπραχτ Γουάσκι. Εκεί άρχισε να σκέφτεται πως η ελευθερία της Ελλάδας θα ερχόταν αν εκείνος κατακτούσε τη Μολδαβία.

Οι δύο άνδρες υπέγραψαν στις 29 Νοεμβρίου 1559 συμφωνία για την από κοινού κατάληψη του θρόνου της Μολδαβίας για λογαριασμό του Βασιλικού. Οι δύο σύμμαχοι έθεσαν το φιλόδοξο σχέδιό τους στον διάδοχο του Καρόλου Ε’, Φερδινάνδο Α΄, δηλώνοντάς του πως θα μετέτρεπαν τη Μολδαβία σε προτεσταντική χώρα, ώστε να βρουν άσυλο εκεί όλοι οι γερμανοί προτεστάντες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στις 18 Νοεμβρίου 1561 ο Βασιλικός κέρδισε στη μάχη που δόθηκε στα βόρεια της μολδαβικής πρωτεύουσας Σουτσεάβα.

Λατινικός τίτλος

Επόμενη κίνηση, να αναγνωρίσει η Υψηλή Πύλη τα δικαιώματά του στον μολδαβικό θρόνο. Για να δελεάσει τον σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, αύξησε τον φόρο υποτέλειας προς τους Οθωμανούς. Δεν συνέβη το ίδιο και από την πλευρά του συγκυρίαρχου πολωνού ηγεμόνα. Υιοθετώντας τη δυτική πρακτική, ο Βασιλικός απέκτησε τον λατινικό ηγεμονικό του τίτλο: «Heraclides Iacobus Basilicus dei gratia Despotas Sami etc regni Moldaviae princeps, palatinus Walachiae, gentis utriusque dominus et haeres».

«Οξυδερκής και με σιδερένια θέληση, ο Βασιλικός αποσκοπούσε στην εξάπλωση των αξιών της Αναγέννησης, αλλά και του προτεσταντισμού, στην ηγεμονία του», αναφέρει ο ερευνητής του άρθρου στα «Ιστορικά Θέματα». Ιδρυσε λατινική σχολή στο Κοτνάρι, καλώντας επιφανείς γερμανούς και πολωνούς προτεστάντες που θα συνέτρεχαν στις πολιτιστικές του πρωτοβουλίες. Ομως ο ίδιος εγκλωβίστηκε σε ένα επικίνδυνο πολιτικό και θρησκευτικό παρασκήνιο. Η πρόταση συμμαχίας με τη Βλαχία, η οποία θα του άνοιγε τον δρόμο για μια επίδοξη αντιοθωμανική σταυροφορία, δεν απέφερε αποτελέσματα. Η κατάσταση ξέφυγε όταν ο Βασιλικός δήμευσε ιερά λείψανα από τις ορθόδοξες εκκλησίες ώστε να κόψει με αυτά νομίσματα.

Η πράξη αυτή προκάλεσε την εξέγερση των βογιάρων το καλοκαίρι του 1563. Ο Ηρακλείδης υποχώρησε στο φρούριο της Σουτσεάβα και αντιστάθηκε σε μια τρίμηνη πολιορκία. Ο επίλογος ήταν τραγικός: συνελήφθη και βασανίστηκε μέχρι θανάτου από τον ηγέτη των βογιάρων Στέφαν Τόμσα.