Οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και ο Καναδάς πρέπει να συνεργαστούν προς έναν βασικό στόχο το 2021 – να ανανεώσουν και να ενισχύσουν την επόμενη δεκαετία την πιο ισχυρή δημοκρατική κοινότητα στη σύγχρονη ιστορία. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της μελέτης που προετοίμαζαν επί έναν χρόνο ειδικοί και πρώην κυβερνητικοί αξιωματούχοι από πολλές χώρες, στο πλαίσιο συνεργασίας του Κέντρου Διεθνών Υποθέσεων Μπέλφερ της Σχολής Διακυβέρνησης Τζον Φ. Κένεντι στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και του Γερμανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020, πρώτα σε συναντήσεις στο Μόναχο και το Βερολίνο και κατόπιν, λόγω πανδημίας, διαδικτυακά, ειδικοί και πρώην αξιωματούχοι μελέτησαν την κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί επί προεδρίας Τραμπ καθώς και τρόπους για να επιτευχθεί στρατηγική προσέγγιση μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ. Κατέληξαν σε ένα σχέδιο οκτώ σημείων προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι πολλές προκλήσεις στη διατλαντική κοινότητα. Η οικονομία, το εμπόριο, η ασφάλεια, η άμυνα, οι σχέσεις με Κίνα και Ρωσία, η ενεργειακή πολιτική, η κλιματική αλλαγή, η τεχνολογία και η δημοκρατία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εκφράστηκε και για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή αλλά και την Ανατολική Μεσόγειο.
Ο ρόλος της Ελλάδας
«Στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της δικής της μη ουδετερότητας, αναδεικνύοντας έτσι την ανάγκη της διαμεσολάβησης των ΗΠΑ. Με την Ελλάδα και την Κύπρο στην ΕΕ και την Τουρκία εκτός και παράλληλα με την ένταση των σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Γαλλίας, η ΕΕ θεσμικά δεν μπορεί να παίξει “πρώτο βιολί” στην Ανατολική Μεσόγειο», σημειώνει η Νάταλι Τότσι, καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Τίμπιγκεν και πρώην σύμβουλος της επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ Φεντερίκα Μογκερίνι. Οι ειδικοί διαπιστώνουν πως η ΕΕ δεν αποτελεί πλέον αξιόπιστο μεσάζοντα σε αυτή την περιοχή του κόσμου και τονίζουν την ανάγκη οι ΗΠΑ να παίξουν ρόλο, έστω και έμμεσο μέσω του ΟΗΕ ή του ΝΑΤΟ, δημιουργώντας μηχανισμούς εκτόνωσης των κρίσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Προτείνεται επίσης οι ΗΠΑ να ενισχύσουν το Gas Forum της Ανατολικής Μεσογείου, στο οποίο σήμερα συμμετέχουν Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ, Αίγυπτος, Παλαιστινιακή Αρχή, Ιορδανία και Ιταλία, και να κληθεί σε αυτό και η Τουρκία, θεωρώντας ότι η περιφερειακή συνεργασία είναι πιο θετική στην κάλυψη διαφορών από την ενίσχυση τοπικών αντιπαραθέσεων.
Ενας άλλος τομέας στον οποίο εμπλέκεται, εμμέσως, η Ελλάδα είναι η κοινή στάση ΗΠΑ – ΕΕ προς την Κίνα. «Η Ευρώπη σταδιακά υιοθετεί μια πιο σκληρή στάση προς το Πεκίνο, όμως στο εσωτερικό της οι διαφορές παραμένουν, κυρίως σε θέματα όπως ο έλεγχος για τις ξένες επενδύσεις, ο περιορισμός του ρόλου της εταιρείας Huawei στα δίκτυα 5G και ο έλεγχος της πολιτικής επιρροής της Κίνας», αναφέρεται στην έκθεση. Γίνεται λόγος για την οικονομική ισχύ της Κίνας σε μικρότερες ευρωπαϊκές χώρες και το γεγονός ότι η επιθετική στάση της κυβέρνησης Τραμπ προς την ΕΕ κάνει την Κίνα να φαίνεται ως πιο αξιόπιστος εταίρος σε διεθνή θέματα, όπως το περιβάλλον και η ασφάλεια.
«Οι χώρες της Νότιας και της Κεντρικής Ευρώπης», σημειώνει ο Τόρι Τάσιγκ, στέλεχος της Σχολής Κένεντι στο Χάρβαρντ, που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη επενδύσεων θα πρέπει να υιοθετήσουν πιο αυστηρούς μηχανισμούς ελέγχου των επενδύσεων, «καθώς είναι πιο ανοιχτές στο να επιτρέψουν σε κινεζικές κρατικές εταιρείες να αποκτήσουν στρατηγικά περιουσιακά στοιχεία, όπως λιμάνια».
Αμυνα και ασφάλεια
Οι ειδικοί και πρώην αξιωματούχοι από ΗΠΑ, χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και Καναδά διαπιστώνουν ότι υπάρχουν πολλές ελπίδες, έπειτα από χρόνια δυσπιστίας και διχασμού, η γέφυρα που ενώνει τις δύο πλευρές του Ατλαντικού να χτιστεί καλύτερα από πριν. «Ομως θα ήταν επικίνδυνο λάθος», σημειώνουν, «να πιστέψουμε ότι το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών αρκεί από μόνο του για να γεφυρωθεί το χάσμα. Δεν αρκεί απλά να οικοδομηθούν οι δεσμοί μιας προηγούμενης εποχής για να αντιμετωπιστούν οι σημερινές προκλήσεις». Ο κόσμος δεν είναι ίδιος: υπάρχει μια Κίνα με πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, μια πιο επιθετική Ρωσία, περισσότερος αυταρχισμός και η υπαρξιακή απειλή της κλιματικής αλλαγής για όλους.
Οι ειδικοί προτείνουν ένα New Deal για την ατλαντική κοινότητα, με την ανάληψη δράσεων από μια Αμερική πιο ανοιχτή στον κόσμο και μια πιο αυτοδύναμη ΕΕ, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις στους χώρους της υγείας, της ασφάλειας, της οικονομίας και του τρόπου ζωής.
Στους τομείς της ασφάλειας και της άμυνας, στην έκθεση σημειώνεται πως σήμερα παρατηρείται «το μεγαλύτερο έλλειμμα εμπιστοσύνης από την περίοδο ίδρυσης του ΝΑΤΟ το 1949.
Ο Τραμπ αποκάλεσε τους Ευρωπαίους “εχθρούς” και δημιούργησε αμφιβολίες για την αφοσίωση των ΗΠΑ στη συλλογική ασφάλεια. Η Μέρκελ προειδοποίησε ότι οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν πια να στηρίζονται στις ΗΠΑ και ο Μακρόν αποκάλεσε το ΝΑΤΟ “εγκεφαλικά νεκρό”. Οι προκλήσεις που θέτει η Ρωσία είναι πολλές – από την Ουκρανία έως τη Συρία, τη Λιβύη και τον έλεγχο των εξοπλισμών στα νέα υβριδικά όπλα, την παραπληροφόρηση και την εμπλοκή σε προεκλογικές εκστρατείες. Οι προκλήσεις που θέτει η Κίνα στον τομέα της ασφάλειας είναι σχετικά νέο έδαφος για την Ευρώπη. Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ πρόσφατα προειδοποίησε για τις αυξανόμενες στρατιωτικές ικανότητες του Πεκίνου, όπως η ανάπτυξη πυρηνικών όπλων μεγάλου βεληνεκούς που μπορούν να φθάσουν στην Ευρώπη».
Κλίμα, δημοκρατία, οικονομία
Στον τομέα της κλιματικής αλλαγής σημειώνεται ότι η ΕΕ ήταν πρώτη στη δημιουργία «πράσινης λίστας» για βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες ούτως ώστε επενδυτές να τη συμβουλεύονται και να προωθούν επενδύσεις με θετικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Τονίζεται ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να ακολουθήσουν το παράδειγμα της ΕΕ, καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν υποσχέθηκε κρατικές δαπάνες 400 δισ. δολαρίων για καθαρή ενέργεια και καινοτομίες την επόμενη δεκαετία.
Οσον αφορά τη δημοκρατία, ΗΠΑ και ΕΕ τη θεωρούν δεδομένη, σχολιάζει η Κονστάνς Στελζεμιούλερ από το Ινστιτούτο Brookings. «Ομως τώρα βρίσκονται αμυνόμενες απέναντι σε λαϊκιστές και αυταρχικούς ηγέτες, σε μια στιγμή που η δημοκρατία διεθνώς βρίσκεται σε υποχώρηση. Αυτό υπονομεύει την αξιοπιστία του δυτικού δημοκρατικού μοντέλου για τον υπόλοιπο κόσμο. Είναι η πρώτη φορά από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που η δημοκρατία δέχεται προκλήσεις από λαϊκιστές και εθνοσοσιαλιστές στο εσωτερικό των περισσότερων κρατών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα ενισχύεται ο αυταρχισμός κυβερνήσεων όπως του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία, του Βίκτορ Ορμπαν στην Ουγγαρία και του Αντρέι Ντούντα στην Πολωνία».
Τέλος, η ομάδα των ειδικών θεωρεί πως η πορεία της οικονομίας θα κρίνει πολλά το επόμενο διάστημα. «Κλειδί για την ενίσχυση της οικονομίας», αναφέρουν, «αποτελούν η αποτελεσματικότητα και η ανεξαρτησία των κρατών, οι αλλαγές στις οικονομίες ώστε να γίνουν πιο δίκαιες και πιο περιεκτικές, και έτσι να ανταποκριθούν στα αιτήματα των πολιτών. ΗΠΑ και ΕΕ πρέπει να συντονιστούν στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας στην αγορά εργασίας. Και στο πώς μπορούν οι οικονομίες μας να γίνουν πιο ανθεκτικές απέναντι σε μελλοντικά σοκ».