Σε σχόλιο με τίτλο «Υπεύθυνοι Χριστιανοί» η Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) αναδεικνύει το ευαίσθητο ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας και των περιορισμών που πρέπει ή δεν πρέπει να επιβάλλονται λόγω πανδημίας. Η εφημερίδα εγκωμιάζει την απόφαση των αρχών να επιτρέψουν την τέλεση της θείας λειτουργίας, εφόσον τηρούνται τα προβλεπόμενα μέτρα. «Μία νέα επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας μάλλον δεν θα άντεχε σε πιθανή δικαστική προσφυγή. Επιπλέον, μία απαγόρευση δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας. Αν μη τι άλλο οι επίσημες εκκλησίες, από τον περασμένη άνοιξη, έχουν τηρήσει στο ακέραιο τις οδηγίς του κράτους για συναθροίσεις θρησκευτικού περιεχομένου. Από τον Μάιο, σύμφωνα με τα όσα γνωρίζουμε, καμία λειτουργία της καθολικής, της ευαγγελικής ή της ορθόδοξης εκκλησίας δεν έχει γίνει εστία υπερμετάδοσης. Το ίδιο ισχύει για θρησκευτικές συγκεντρώσεις σε συναγωγές και μουσουλμανικά τεμένη».
Ωστόσο, συνεχίζει ο σχολιογράφος, αυτό που δεν τολμά να διεκδικήσει το κράτος, ας μην το απαιτεί ούτε η εκκλησιαστική ηγεσία. Ακόμη κι αν είναι μεγάλος ο πειρασμός να ακολουθήσει το παράδειγμα του (καθολικού) επισκόπου Έσε, στο Αμβούργο, ο οποίος το Πάσχα είχε απαγορεύσει τη θεία λειτουργία για τους Καθολικούς του Μεκλεμβούργου, με την αιτιολογία πως πρέπει να επιδείξουν αλληλεγγύη με τους Καθολικούς στο Αμβούργο ή στο κρατίδιο του Σλέσβιγκ Χόλσταϊν, όπου εξακολουθεί να ισχύει η απαγόρευση της θείας λειτουργίας. Κάθε κοινότητα διαθέτει επαρκή εμπειρία για να αποφασίσει μόνη της τί επιτρέπεται και τί δεν επιτρέπεται σε εποχές πανδημίας». Διαφορετική εκτίμηση για το ίδιο ζήτημα από την εφημερίδα Aachener Zeitung: «Η πολιτική μετακυλίει την ευθύνη στους επισκόπους και εκείνοι στις κατά τόπους κοινότητες. Κι έτσι οι υπεύθυνοι βρίσκονται μπροστά στο δίλημμα να ανταποκριθούν στη χριστιανική τους αποστολή ή να κατηγορηθούν ως υπεύθυνοι για εστίες υπερμετάδοσης του ιού. Με δεδομένη την αύξηση των κρουσμάτων και την επιβάρυνση του συστήματος υγείας, καλό θα ήταν η πολιτική να επωμιστεί η ίδια την ευθύνη για αντιδημοφιλείς αποφάσεις».
Ο ένας στους δύο δεν μπορεί να εργαστεί από το σπίτι
Στο ζήτημα της τηλε-εργασίας εστιάζει η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt, επισημαίνοντας ότι «η κρίση του κοροναϊού αλλάζει το εργασιακό τοπίο στη Γερμανία. Οι επιχειρήσεις επεκτείνουν σημαντικά τις δυνατότητες για να απασχολούνται οι εργαζόμενοι, εν μέρει τουλάχιστον, από το σπίτι». Ωστόσο, επισημαίνει η εφημερίδα του Ντίσελντορφ, «ο ένας στους δύο εργαζόμενους απλώς δεν έχει τη δυνατότητα να εργάζεται από το σπίτι, γιατί η φύση της δουλειάς δεν το επιτρέπει. Αυτό ισχύει για παράδειγμα για τους νοσηλευτές, τους αστυνομικούς, τις πωλήτριες στο λιανικό εμπόριο ή τις νηπιαγωγούς».
Επικαλούμενη πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου για την Αγορά Εργασίας (IAB) η Handelsblatt επισημαίνει ότι «πολλές επιχειρήσεις επενδύουν σε τεχνικές υποδομές και σχετικά σεμινάρια για τους εργαζόμενους. Το 58% των επιχειρήσεων που προωθούν την απασχόληση από το σπίτι αγοράζει νέους υπολογιστές και headsets. Το 45% επενδύει σε νέο λογισμικό για τηλεδιασκέψεις. Το 47% επεκτείνει το τμήμα IT, ενώ το 21% προσφέρει σεμινάρια για το προσωπικό. Ωστόσο, μία στις τρεις επιχειρήσεις δηλώνει ότι δεν διαθέτει την απαραίτητη υποδομή για να προσφέρει τη συστηματική δυνατότητα εργασίας από το σπίτι. Ένα 20% των ερωτηθέντων θεωρεί εμπόδιο τη νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.
Κλειστά σχολεία και νηπιαγωγεία και πάλι;
Η Märkische Oberzeitung θίγει ένα ζήτημα που διχάζει όσο λίγα σε εποχές πανδημίας: μήπως πρέπει να κλείσουν και πάλι για ένα χρονικό διάστημα σχολεία και νηπιαγωγεία; Η απάντηση της εφημερίδας: «Έρευνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης υπεδείκνυε ότι, εκτός από τα συνήθη προληπτικά μέτρα, το κλείσιμο των σχολείων και οι απαγορεύσεις συναθροίσεων είναι οι πιο αποτελεσματικές παρεμβάσεις για να περιοριστεί η διάδοση του ιού. Επιπλέον δύσκολα γίνεται αντιληπτό, γιατί κλείνουν εμπορικά καταστήματα και θέατρα που τηρούν τα προβλεπόμενα μέτρα για την πανδημία, ενώ σπεύδουν να ανοίξουν σχολεία και νηπιαγωγεία, όπου είναι ιδιαίτερα δύσκολο να τηρηθούν τα προβλεπόμενα μέτρα. Μία παράταση στο κλείσιμο των σχολείων θα μπορούσε να συμβάλει στην προσπάθεια να αποφορτιστεί το σύστημα υγείας».