Ασθενεί η ελληνική κτηματαγορά από την πανδημία όπως αποτυπώνουν τα «παγωμένα» στοιχεία για τις μεταβιβάσεις ακινήτων, αφού οι αγοραπωλησίες ακινήτων το 2020 παρουσιάζουν «ανώμαλη προσγείωση» που αγγίζει τα επίπεδα του 2017. Κύριοι ένοχοι για το «αμήχανο κλίμα» είναι η μειωμένη ζήτηση από το εξωτερικό και η βουτιά στον κλάδο του τουρισμού, ο οποίος έχει συμπαρασύρει πολλούς τομείς της οικονομίας. Στελέχη της αγοράς δείχνουν επιστροφή στα επίπεδα του 2019 από το 2022 εφόσον, φυσικά, η υγειονομική κρίση έχει φθίνουσα πορεία και ο τουρισμός αρχίσει να ανακάμπτει.
Το πάγωμα της βραχυχρόνιας μίσθωσης επέφερε επομένως και άμεσο πάγωμα στις αγοραπωλησίες ακινήτων αφού αποτελεί τον λόγο για την αύξηση των αγοραπωλησιών ακινήτων στο κέντρο της Αθήνας τα τελευταία τέσσερα χρόνια και ιδιαίτερα το 2015 που καταγράφηκε η πρώτη αύξηση της τάξεως +46,8% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Το 2016 οι αγοραπωλησίες αυξήθηκαν κατά 27,7%, το 2017 κατά 18% και το 2018 κατά 59,6%.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Δήμος Αθηναίων, όπου φέτος οι μεταβιβάσεις είναι μόλις 2.977 σύμφωνα με τα στοιχεία του Μητρώου Αξιών Μεταβιβάσεων Ακινήτων – Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων, τα οποία επεξεργάστηκε το Πανελλαδικό Δίκτυο Ε-Real Estates, έναντι 5.303 στο σύνολο του 2019, 5.808 το 2018 και 2.969 το 2017.
Πτώση 56%
«Η πτώση συγκριτικά με το 2019 αγγίζει το 56%, πρόκειται για μια εικόνα η οποία δεν πρόκειται να διαφοροποιηθεί ιδιαίτερα τις επόμενες οκτώ ημέρες που απομένουν έως το τέλος του τρέχοντος έτους», σχολιάζει στα «ΝΕΑ» ο Θεμιστοκλής Μπάκας, πρόεδρος του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates και προσθέτει πως «ο κλάδος των ακινήτων είναι αλληλένδετος με την οικονομία της χώρας, με τον τουρισμό να αποτελεί τον μεγαλύτερο αρωγό επενδύσεων στο Real Estate, όπου το 2021 σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΤΕ στοχεύουν πλέον στο β’ εξάμηνο του έτους και σε έσοδα θα αγγίξουν το 50% σε σχέση με το 2019».
Τα δεδομένα αλλάζουν εν μέσω πανδημίας του κορωνοϊού και υπογραμμίζει ότι η κτηματαγορά βρίσκεται αντιμέτωπη για άλλη μια φορά με μια υποκείμενη οικονομική κρίση που θα επηρεάσει πρωτίστως τα επαγγελματικά ακίνητα και δευτερευόντως τα οικιστικά, όπου ο ρυθμός και το ύψος της μείωσης των αξιών και των μισθωμάτων θα καθοριστεί από πολλούς παράγοντες. «Η ζήτηση από το εξωτερικό, η οποία συνέβαλε σημαντικά στην ανάκαμψη της αγοράς τα τελευταία έτη, είναι πλέον ανύπαρκτη, με σημαντικές συμφωνίες να έχουν παγώσει ή και ακυρωθεί», υπογραμμίζει ο Θεμιστοκλής Μπάκας και συνεχίζει: «Το εγχώριο ενδιαφέρον για συναλλαγές επί ακινήτων είχε καθηλωθεί τόσο από την πλευρά της προσφοράς όσο και – κυρίως – από την πλευρά της ζήτησης, καθώς οι αβεβαιότητες για τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης και τις επιπτώσεις της στην πραγματική οικονομία ήταν ιδιαίτερα υψηλές».
Κλειδί στην εξέλιξη και τη δυναμική της αγοράς θα αποτελέσουν οι χρηματοοικονομικοί δείκτες, τονίζουν στελέχη της αγοράς, όπως και η διαθεσιμότητα και η ευκολία δανεισμού, τα αναπτυξιακά μέτρα που θα στοχεύουν στην οικονομική ενδυνάμωση των πολιτών, το φορολογικό καθεστώς, τα μέτρα στήριξης των υφιστάμενων επενδυτών και προσέλκυσης νέων, το αίσθημα ασφάλειας των εργαζομένων για την εργασία τους και τα εισοδήματά τους, αλλά και η εν γένει εσωτερική και εξωτερική σταθερότητα της χώρας μας.