Η οικονομική ανάκαμψη θα είναι δύο ταχυτήτων στην Ευρώπη, με τις πλούσιες χώρες του Βορρά να ανακάμπτουν γρηγορότερα από τους χρεωμένους και λιγότερο ανταγωνιστές εταίρους στον Νότο, εκτιμά ο Βολφάνγκο Πικολί, ο συμπρόεδρος της εταιρείας πολιτικοοικονομικών αναλύσεωνTeneo Intelligence με έδρα το Λονδίνο. Στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο ιταλός αναλυτής προειδοποιεί επίσης για τους κινδύνους στην απασχόληση.
Οι εμβολιασμοί έχουν ήδη ξεκινήσει. Βρισκόμαστε μπροστά σε ανάκαμψη στην παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία;
Με την έναρξη των εμβολιασμών άρχισε ο έλεγχος της πανδημίας. Η εξαιρετική ταχύτητα ανάπτυξης των εμβολίων ελπίζουμε να συνεχιστεί στην παραγωγή και τη διανομή. Η παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη θα ενισχυθεί και θα γίνει πιο σίγουρη από τα μέσα του επόμενου έτους. Αλλά η ταχύτητα της ανάκαμψης θα είναι διαφορετική. Η Κίνα θα είναι η πρώτη μεγάλη οικονομία που θα ανακάμψει από την παγκόσμια ύφεση της πανδημίας, με άλλες αναδυόμενες αγορές και την Ευρώπη να υστερούν. Η Ασία θα οδηγήσει την ανάκαμψη μετά τον Covid, παρότι είναι πιθανό να υστερήσει έναντι των ΗΠΑ και της ΕΕ στη διάθεση εμβολίων. Η ανάκαμψη στην Ευρώπη θα είναι δύο ταχυτήτων. Οι δημοσιονομικά ισχυρότερες και πιο ανταγωνιστικές οικονομίες στον Βορρά θα ανακάμψουν γρηγορότερα από τους χρεωμένους και λιγότερο ανταγωνιστικούς εταίρους τους στον Νότο. Το επόμενο έτος, θα γίνει πιο εμφανής ο βαθμός στον οποίο η πανδημία έχει διευρύνει τις διαρθρωτικές αποκλίσεις μεταξύ Βορρά και Νότου στην Ευρώπη, καθιστώντας τη δουλειά των υπευθύνων χάραξης πολιτικής στις Βρυξέλλες και τη Φρανκφούρτη πολύ πιο περίπλοκη. Το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δεν θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη το 2021, αλλά θα μπορούσε να συμβάλει στην ώθηση της ανάκαμψης προς τη σωστή κατεύθυνση, ειδικά για τις χώρες που είναι ιδιαίτερα ευάλωτες.
Με νέο πρόεδρο, οι προσδοκίες επιστροφής των ΗΠΑ ως παγκόσμιου ηγέτη είναι υψηλές. Ποιος ο αντίκτυπος στην παγκόσμια οικονομία;
Οι προσδοκίες στην Ευρώπη για τον Τζο Μπάιντεν είναι σε μεγάλο βαθμό μη ρεαλιστικές. Ο Μπάιντεν θα κληρονομήσει μια βαθιά διχασμένη χώρα, περισσότεροι από 70 εκατομμύρια ψήφισαν υπέρ του Τραμπ, η οποία αγωνίζεται να αντιμετωπίσει την πανδημία και τις οικονομικές της επιπτώσεις. Η ατζέντα του θα κυριαρχείται από εσωτερικά ζητήματα. Οι εκλογές για τη Γερουσία στην Τζόρτζια τον Ιανουάριο είναι κρίσιμες. Χωρίς τον έλεγχο της Γερουσίας, το περιθώριο ελιγμών του Μπάιντεν σε παγκόσμια ζητήματα, όπως το εμπόριο, το περιβάλλον, το Ιράν, θα περιοριστεί σοβαρά. Επιπλέον, το φιλόδοξο σχέδιο Μπάιντεν για καθαρή ενέργεια, το οποίο προβλέπει υποστήριξη 2 τρισ. δολαρίων για τέσσερα χρόνια και επενδύσεις σε υποδομές, ηλεκτρικά οχήματα, αστικές μεταφορές, και έχει στόχο για ενέργεια χωρίς ρύπους άνθρακα έως το 2035 και ενεργειακά αποδοτικά κτίρια, δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς την πλειοψηφία στη Γερουσία. Θα είναι μεγάλη πρόκληση για τον Μπάιντεν η ενίσχυση ενός διεθνούς πολυμερούς πλαισίου. Για παράδειγμα, τόσο ο ΠΟΕ όσο και ο ΠΟΥ χρειάζονται σημαντική αναδιάρθρωση για να γίνουν πάλι απόλυτα λειτουργήσιμοι. Τα σχέδια «Made in America and Build Back Better» του Μπάιντεν υποδηλώνουν επίσης ότι θέλει να μειώσει την εξάρτηση από ξένους προμηθευτές. Είναι πιθανό να διατηρήσει τη σκληρή στάση της χρόνιας κριτικής από τις ΗΠΑ για το εμπόριο και ορισμένα μέτρα προστατευτισμού.
Ποιους κινδύνους βλέπετε για την παγκόσμια οικονομία, και την ευρωπαϊκή, το επόμενο έτος;
Ο πρώτος κίνδυνος πηγάζει από προβλήματα που σχετίζονται με την επιβράδυνση της εξάπλωσης του κορωνοϊού, όπως είναι πιθανές καθυστερήσεις στην παραγωγή και διανομή εμβολίων και τη γενική αποδοχή από το κοινό, δεδομένης της πρόσφατης αύξησης των κινημάτων κατά των εμβολίων και της παραπληροφόρησης. Στις ΗΠΑ οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 42% των Αμερικανών δεν θα εμβολιαστεί, γεγονός που θα μπορούσε να μειώσει τις πιθανότητες διακοπής της μετάδοσης μέχρι το δεύτερο μισό του 2021.
Η παγκόσμια οικονομία θα μπορούσε να χωριστεί μεταξύ των εθνών που εμβολιάστηκαν κατά του Covid-19 και αυτών που δεν εμβολιάστηκαν, με δραματικές επιπτώσεις στο εμπόριο και το ΑΕΠ. Το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αρχίζει να γίνεται ανησυχητικό σε πολλές χώρες. Το συνολικό χρέος αυξήθηκε κατά 15 τρισ. δολάρια το 2020 και αναμένεται να φθάσει το 365% του παγκόσμιου ΑΕΠ μέχρι το τέλος του έτους. Ακόμη και με ιστορικά χαμηλά επιτόκια στις ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες, θα αυξηθεί ο κίνδυνος να προκαλέσει το υψηλό χρέος επιπτώσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στο κόστος εξυπηρέτησής του ως ποσοστό στους κρατικούς προϋπολογισμούς. Στο παρελθόν, χρηματοπιστωτικές κρίσεις προκλήθηκαν από την αναπόφευκτη μετάβαση από μια πιο χαλαρή πολιτική σε αυστηρότερη, ενδεχόμενο που παραμένει πιθανώς ακόμη σχετικά μακρινό, αλλά θα μπορούσε να εφαρμοστεί νωρίτερα.
Με άλλα λόγια, έρχονται κρίσεις δημόσιου χρέους και η χρονική στιγμή θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τον ρυθμό της οικονομικής ανάκαμψης. Στην Ευρώπη, ένας άλλος κίνδυνος είναι η διεύρυνση των οικονομικών διαρθρωτικών αποκλίσεων μεταξύ του πυρήνα και της περιφέρειας. Η Ευρώπη ενδέχεται ακόμη να έχει οικονομική ανάκαμψη με ανέργους. Ακόμη και αν δεν μιλήσουμε για προσλήψεις, παραμένει ασαφές εάν οι επιχειρήσεις θα είναι καν σε θέση να διατηρήσουν όλους τους εργαζομένους, όταν οι κυβερνήσεις τερματίσουν τις επιδοτήσεις, που κράτησαν εκατομμύρια σε μισθοδοσίες. Οι χειρότερες επιπτώσεις στις αγορές εργασίας δεν έχουν ακόμη εκδηλωθεί. Οι νέοι και οι γυναίκες πιθανότατα θα υποφέρουν περισσότερο.
Πώς θα διαμορφωθεί η παγκόσμια οικονομία μετά τον Covid;
Εχουν ειπωθεί πολλά γύρω από το ότι η πανδημία προκαλεί σημαντικές αλλαγές και επιταχύνει υφιστάμενες τάσεις. Πιστεύω ότι είναι πολύ νωρίς για να κάνουμε εκτιμήσεις. Ως Ιταλός, θα υπενθυμίσω τη φράση του «Il Gattopardo» ότι «όλα πρέπει να αλλάξουν έτσι ώστε όλα να μπορούν να παραμείνουν τα ίδια». Αφήνοντας στην άκρη ζητήματα όπως ψηφιοποίηση, πράσινη επανάσταση, κατ’ οίκον εργασία, η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η απασχόληση παραμένει πολύ κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα και η αγορά εργασίας έχει γίνει πιο πολωμένη. Εργαζόμενοι χαμηλού εισοδήματος, νεολαία και γυναίκες πλήττονται περισσότερο. Οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και αναμένεται περίπου 90 εκατομμύρια άτομα να βρεθούν σε ακραία στέρηση φέτος.