Να τα πούμε;». Παραμονή Χριστουγέννων 2018. Στο κατώφλι μας τέσσερις μελαχρινοί μπόμπιρες. Ενα κεφάλι χαμηλότερος ο ένας απ’ τον άλλον, ο πιο κοντός είχε μόλις βγάλει την πάνα, κρεμόταν απ’ το μπράτσο του αδελφού του. Σιγά μην έμενε πίσω λόγω ηλικίας! Για μουσικά τους όργανα μια καραμούζα αγορασμένη απ’ το περίπτερο κι ένα τενεκεδάκι μπίρας, που το ‘χανε γεμίσει με χαλίκια και το κουνούσαν ρυθμικά. «Καλήν εσπέραν άρχοντες…». Παύση. Ως εκεί ήξεραν. Λίγο το έχεις;
Η αδιανόητή τους περιπέτεια, το τρομερό ταξίδι από τον ποταμό Ευφράτη στο Αιγαίο κι απ’ το στρατόπεδο προσφύγων στο ημιυπόγειο στο κέντρο της Αθήνας, μπορεί να μην τους είχε στερήσει τη μάνα τους, τους είχε αφήσει όμως γλωσσικά μετέωρους. Τα αραβικά ξεθώριαζαν μέσα τους ταχύτατα – μόνο με τους γονείς τους τα μιλούσαν στο σπίτι. Στα ελληνικά πώς να αποκτήσουν άνεση σε τρεις-τέσσερις μήνες; Σφουγγάρια είναι τα παιδιά – ούτε συζήτηση. Αλλά και το σφουγγάρι θέλει τον χρόνο του.
«Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ο ορισμός σας…». Στα κάλαντα του 2019 ροδάνι πήγαινε η γλώσσα τους. Τόσο που η θεούσα φιλόλογος του πρώτου δυσανασχέτησε. «Τα έχουν παπαγαλίσει!» συμπέρανε. «Αγνοούν το νόημα!». «Ελέγξτε το συντακτικό τους!» την παρότρυνα. «Τι δοτική είναι το «Εν Βηθλεέμ τη πόλει;» ρωτήστε τους. Του τόπου ή του μέσου;». «Ειρωνεύεστε εσείς… Πρόκειται για μουσουλμάνους. Με ποιο δικαίωμα υμνούν τη γέννηση του Θεανθρώπου;». «Το Ισλάμ αναγνωρίζει τον Ιησού σαν προφήτη – στο Κοράνι η Παναγία τιμάται όλως ιδιαιτέρως!». «Κέφια έχετε πρωί-πρωί! Πάντως εγώ τα κέρασα κουραμπιέδες από τα χεράκια μου…». «Θέλετε να ανεβάσουν σάκχαρο; Κανένα τάληρο δεν σας βρισκόταν; Κανένα ευρώ έστω;».
Τα Χριστούγεννα του 2020, τα τέσσερα αδέλφια από το Ιράκ δεν θα μας χτυπήσουν το κουδούνι. Οχι μονάχα επειδή κάλαντα click away δεν νοούνται – νοούνται; Αλλά διότι δεν μένουν πια εδώ.
«Εφυγαν το πρωί…». «Ξαφνικά;». «Ο ιδιοκτήτης ζήτησε το σπίτι». «Τους έκανε έξωση;». «Το νοίκιαζε σε μία ΜΚΟ. Η οποία τους το παραχωρούσε». «Και τώρα;». «Τους μετέφεραν, λέει, κάπου στην Ομόνοια». «Πού;». «Περίμενες να μας δώσουν ακριβή διεύθυνση; Δρόμο και αριθμό; Σάμπως να είχαν οι ίδιοι ιδέα πού τους πήγαιναν…».
Δεν έχω εγκύψει στο Προσφυγικό – Μεταναστευτικό. Θολή διαθέτω γνώση σχετικά με το νομικό καθεστώς των νεοφερμένων, τις διαδικασίες ασύλου, τον καταμερισμό αρμοδιοτήτων ανάμεσα στο κράτος και στις μη κυβερνητικές οργανώσεις. Αποστροφή μου προξενούν προσέτι όσοι εργαλειοποιούν το πρόβλημα προς το συμφέρον τους. Πλασάρουν οι μεν την αλληλεγγύη σαν επάγγελμα, προσπορίζονται πολιτικά και ατομικά οφέλη. Πατάνε οι δε τους ανέστιους και πένητες στον λαιμό, επαίρονται – ξεχειλίζοντας μίσος – για το ελληνικό τους dna.
Εγώ ένα ξέρω. Οτι μου λείπουν – μας λείπουν – τα τέσσερα αγοράκια που αλώνιζαν από πυλωτή σε πυλωτή. Επαιζαν μπάλα τα μικρότερα, άκουγε τραγούδια ο μεγάλος στο κινητό, τα μουρμούριζε, ράπαρε. Αμολυμένα, ξύπνια εξ ανάγκης πολύ περισσότερο από τα δικά μας, τα ντόπια παιδιά.
Ξεριζώνοντάς τα για δεύτερη τουλάχιστον φορά προτού καν μπουν στην εφηβεία, ρίχνοντάς τα στην Ομόνοια, σε τι κινδύνους τα εκθέτεις; Πώς θα καυτηριάαζεις αύριο την έξαρση της εγκληματικότητας εσύ, που – εκών άκων – την ευνοείς;
Και τι να γίνει που ο νοικοκύρης απαιτούσε το ημιυπόγειο; Η γειτονιά – ναι, η γειτονιά – εάν είχε ενημερωθεί εγκαίρως, θα έβρισκε μια λύση. Η Νίτσα κι ο Δημήτρης και ο Γιώργος και ο Φίλιππος και η Σοφία και ο Αντώνης και η Σαλίνα και η θεούσα ακόμα φιλόλογος του πρώτου θα πιάναμε εν ανάγκη ρεφενέ ένα σπίτι για την οικογένεια από το Ιράκ. Επειδή είμαστε ό,τι ακριβώς είστε κι εσείς. Κανονικοί άνθρωποι.
Η γειτονιά – φευ – δεν αποτελεί θεσμό. Τα τοπικά συμβούλια λειτουργούν ερήμην της. Θέλαμε να πεζοδρομηθεί η κατηφόρα όπου χτυπάνε όλα τα αυτοκίνητα, «υποβάλετε επίσημο αίτημα» μας απάντησαν, «ακολουθήστε τις διαδικασίες». Τρέχα γύρευε!
Η κάθε γειτονιά, το ζωντανότερο κύτταρο της κάθε πόλης, μένει αμέτοχη στη λήψη των αποφάσεων που την αφορούν.
Να τα πούμε;