Για όσους φαντάζονται πως οι καλλιτέχνες είναι συνήθως «αλλού», αρκεί να διαβάσουν τη συνομιλία με τον εξαίρετο ηθοποιό Δημήτρη Καταλειφό για να αντιληφθούν πως όταν οι κοινωνικές συνθήκες επιδεινώνονται και ο ορίζοντας της ζωής σκοτεινιάζει, αν δεν γίνεται εντελώς μαύρος, είναι οι καλλιτέχνες που αναδεικνύονται οι πιο καίριοι και οξυδερκείς όσον αφορά το είδος των παρατηρήσεων και των εκτιμήσεών τους σε σχέση με τις επικρατούσες συνθήκες. Σταθερά και αταλάντευτα προσανατολισμένος ο σημερινός μας καλεσμένος σε ένα είδος θεάτρου που επειδή έχει να κάνει με τη λύτρωση της ψυχής μας είναι οικονομικά ασύμφορο, παρ’ όλα αυτά ο Δημήτρης Καταλειφός έζησε και ζει αξιοπρεπέστατα και απολαμβάνει την αδιατίμητη αξία της εκτίμησης των άλλων. Ποιων άλλων; Εκείνων για τους οποίους λέει η Αντιγόνη: «Ξέρω πως αρέσω σε κείνους που πρέπει να αρέσω».
Είναι τόσο μεγάλη η ανάγκη της έκφρασης για έναν ηθοποιό ή είναι απλώς το άγχος του βιοπορισμού που έκανε πρόσφατα πολλούς συναδέλφους σας να επιμένουν ότι τα θέατρα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ενώ η καραντίνα είχε πάρει έναν καθολικό χαρακτήρα;
Θα έλεγα ότι είναι και τα δύο. Κάθε εργαζόμενος, μέσα στην πανδημία, ανησύχησε και εξακολουθεί να ανησυχεί για την επιβίωσή του. Το θέατρο ειδικότερα τιμωρήθηκε ανελέητα. Από κάθε άποψη. Εκτός από το ότι απαγορεύθηκαν οι παραστάσεις για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, αυτή η απαγόρευση επεβλήθη με μεγάλη ευκολία και κατόπιν αντιμετωπίστηκε με μεγάλη αδιαφορία. Τα κανάλια, τα οποία πρωταγωνιστούν όλη αυτή την περίοδο καταδεικνύοντας σχεδόν καθημερινά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ξενοδόχοι, οι εστιάτορες ή τα ινστιτούτα αισθητικής, συμπεριέλαβαν το θέατρο στον γενικό όρο «διασκέδαση» και ξεμπέρδεψαν με αυτό και με τα προβλήματα που δημιουργεί η πανδημία σε χιλιάδες καλλιτέχνες. Η πολιτεία δεν έδειξε καμιά ιδιαίτερη ευαισθησία. Οσο για το υπουργείο Πολιτισμού, άργησε πολύ να κατανοήσει, να συμμεριστεί και να βρει κάποιες λύσεις για τα περίπλοκα προβλήματά μας. Εν ολίγοις όλοι μάς αντιμετώπισαν κάπως σαν τον τελευταίο τροχό της αμάξης ή σαν ένα είδος πολυτελείας που δεν διαδραματίζει κάποιον ρόλο στις βασικές ανάγκες του ανθρώπου μέσα σε δύσκολες καταστάσεις. Μας ανάγκασαν να αναρωτηθούμε – ο καθένας με τον τρόπο του – για το πόσο εντέλει χρήσιμοι ή άχρηστοι είμαστε κι εμείς μέσα σε μια κοινωνία που κινδυνεύει. Φαντάζομαι πως ο καθένας θα δώσει τη δική του απάντηση στο ερώτημα. Τώρα, όσον αφορά την ανάγκη έκφρασης, είναι αλληλένδετη με τη φύση του καλλιτέχνη. Το θέατρο είναι η τέχνη της επικοινωνίας. Με τον συγγραφέα, τον σκηνοθέτη, τους ηθοποιούς, το κοινό. Είναι το οξυγόνο για πολλούς ανθρώπους, ένα ιερό κίνητρο, ένα νόημα. Και για μένα είναι κάπως έτσι. Επομένως, εκτός από το ούτως ή άλλως μόνιμο άγχος του βιοπορισμού, σαφώς στερούμαστε αυτή την τόσο ζωτικής ανάγκης επικοινωνία.
Εχετε γράψει πρόσφατα στην εφημερίδα τούτη ένα εξαίσιο κείμενο για την Ελλη Λαμπέτη και μιλώντας για τη μαγεία που είχε ασκήσει πάνω σας βλέποντάς τη για πρώτη φορά, εύλογα θα σας ρωτούσε κανείς πώς κατορθώνει ένας ηθοποιός μέσα από τόσο σκληρές επαγγελματικές και βιοποριστικές συνθήκες να διασώσει αυτό το αίσθημα της μαγείας που λογαριάζεται ως προνόμιο του θεατή.
Κάποιοι ηθοποιοί, και φυσικά η Ελλη Λαμπέτη, έχουν αυτό το θείο και απροσδιόριστο δώρο να εκπέμπουν μια μαγεία στον θεατή, ανεξαρτήτως του ρόλου που υποδύονται. Είναι τυχεροί και προνομιούχοι. Σε συνδυασμό φυσικά και με την αφοσίωση με την οποία εξασκούν την τέχνη τους. Δεν νομίζω ότι η μαγεία είναι κάτι που χαρίζεται ανέξοδα. Χρειάζεται, φαντάζομαι, και σκληρή δουλειά. Απλώς όλοι αυτοί οι χαρισματικοί εκ φύσεως ηθοποιοί έχουν ένα πλεονέκτημα σε σχέση με άλλους ηθοποιούς που συχνά μπορεί να παίζουν και καλύτερα έναν συγκεκριμένο ρόλο. Ο Μινωτής, ας πούμε, πιθανόν να μην είχε αυτή την απροσδιόριστη μαγεία αλλά με την αφοσίωση και τον μόχθο του κατόρθωσε να εξελιχθεί σε έναν μέγιστο ηθοποιό και να ερμηνεύσει μοναδικά μερικούς από τους σπουδαιότερους ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Πέρα λοιπόν από τη μαγεία που μπορεί να εκπέμπει ένας ηθοποιός, είναι εξίσου σημαντική η εξέλιξή του μέσα στον χρόνο, η εμβάθυνσή του σε κάποιον ρόλο, οι υποκριτικές επιλογές που χρησιμοποιεί. Με την πάροδο του χρόνου μού αρέσει περισσότερο να σκέφτομαι τον ιδανικό ηθοποιό σαν ένα εργάτη, έναν τεχνίτη, παρά σαν κάποιον που διαθέτει οπωσδήποτε το χάρισμα μιας προσωπικής ακτινοβολίας.
Πιστεύετε ότι το θέατρο παγκοσμίως είναι η κατεξοχήν τέχνη που κινδυνεύει λιγότερο σε σχέση με άλλες μορφές τέχνης αν λάβουμε υπόψη μας πως η καλπάζουσα τεχνολογία έχει φέρει τα πάνω κάτω;
Η πανδημία δημιούργησε κινδύνους για το θέατρο που ελπίζω ότι θα αποσοβηθούν όταν επιστρέψουμε στην κανονικότητα της ζωής μας. Εννοώ αυτή την έκρηξη του live streaming και των μαγνητοσκοπήσεων που έχουν υποκαταστήσει όλο αυτό το διάστημα τις θεατρικές παραστάσεις. Το ζωντανό θέατρο με την ανάσα των ηθοποιών και των θεατών δεν αντικαθίσταται. Αυτή η ζωντανή συνάντηση είναι η πεμπτουσία της ίδιας της ύπαρξης και της αναγκαιότητας του θεάτρου. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι το επέβαλαν οι περιστάσεις να παρακολουθεί κάποιος μαγνητοσκοπημένα μια παράσταση, ας συμφωνήσουμε ότι είναι ένα αναγκαίο κακό, συνέπεια της πανδημίας, και μετά θα πρέπει να τελειώσει. Επειτα κι αυτές οι μαγνητοσκοπήσεις είναι συνήθως τόσο πρόχειρες που μάλλον βλάπτουν παρά ωφελούν τη σκηνοθεσία και την υποκριτική μιας παράστασης. Η μαγνητοσκόπηση απαιτεί μια νέα σκηνοθεσία, μια νέα γλώσσα αφήγησης του έργου και επομένως μια άλλη προετοιμασία, η οποία σπανίως υπάρχει στις μαγνητοσκοπήσεις, έτσι όπως γίνονται έως τώρα. Το θέατρο όμως κινδυνεύει και από άλλες τεχνολογικές επινοήσεις. Για παράδειγμα, το κινητό τηλέφωνο.
Εχει καταντήσει πλέον μια μόνιμη απειλή για τους ηθοποιούς. Είτε με τον ήχο του είτε με τη λάμψη του, η οποία πολύ συχνά μας αποδιοργανώνει. Κάποιοι θεατές συγχέουν τους ηθοποιούς στο θέατρο με τους ηθοποιούς στην τηλεόραση και θεωρούν ότι μπορεί κάποιος να παίζει ανεπηρέαστα από οτιδήποτε συμβαίνει μέσα στην αίθουσα. Μακάρι να υπήρχε ένας τρόπος να γνώριζε το κοινό πόσο εξίσου συμμετέχει, θα έλεγα συμπρωταγωνιστεί, σε κάθε παράσταση. Στην ουσία εκείνο δημιουργεί την παράσταση. Η αύρα του, η ενέργειά του, η συγκέντρωσή του μπορεί να βοηθήσει ή να εμποδίσει τους ηθοποιούς. Επίσης όλη αυτή η έκρηξη των κοινωνικών μέσων δικτύωσης αναρωτιέμαι πραγματικά αν έχει ωφελήσει ή βλάψει το θέατρο. Θα έλεγα ότι το έχει υποβιβάσει σε ένα «προϊόν» που πρέπει να διαφημίζεται ακατάπαυστα, και στο πλαίσιο αυτής της διαφήμισης εμπλέκονται αστεράκια, κριτικοί πάσης φύσεως, ψήφοι που θυμίζουν reality, κουτσομπολίστικες κακίες κ.λπ. Η εποχή που ζούμε είναι τόσο σαρωτική σε αλλαγές οπότε και το θέατρο δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστο. Πάντως σίγουρα έχει χαθεί – ίσως ανεπιστρεπτί – μια αίσθηση ιερότητας που το περιέβαλλε παλαιότερα. Και από αυτούς που κάνουν και από αυτούς που βλέπουν θέατρο. Ισως γι’ αυτό πολλοί το κατατάσσουν πια απλώς σε ένα ακόμα είδος διασκέδασης.
Σε μια συνέντευξή του στα μέσα της δεκαετίας του ’70 έχοντας επανέλθει ο Αλέξης Μινωτής στο Εθνικό Θέατρο είχε πει, ετοιμάζοντας το «Τέλος του παιχνιδιού», ότι ήρθε η ώρα να δοκιμαστεί σε έναν σύγχρονο Τραγικό όπως ο Μπέκετ. Ετοιμάζοντας κι εσείς το ίδιο έργο θεωρείτε ότι όντως ο Μπέκετ είναι ένας σύγχρονος Τραγικός;
Απόλυτα. Ο Μπέκετ είναι αναμφισβήτητα ένας από τους μεγαλύτερους, αν όχι ο μεγαλύτερος συγγραφέας του 20ού αιώνα. Εγώ προσωπικά πέρασα από τα σαράντα κύματα για να συνδεθώ με το «Τέλος του παιχνιδιού». Μέσα από το σε πρώτο επίπεδο ελλειπτικό και αινιγματικό του ύφος, αναδύονται τα απλούστερα, τα πιο συγκινητικά και τα πιο αναπάντητα εντέλει ερωτήματα για την ανθρώπινη ύπαρξη. Γιατί ζούμε; Γιατί πεθαίνουμε; Υπάρχει Θεός; Υπάρχει κάποιο νόημα; Και η ανάγκη μας για τον άλλο άνθρωπο τι είναι; Αγάπη; Ενα παιχνίδι εξουσίας; Συμφέρον; Στις πρόβες που κάνουμε, και όπου πραγματικά είμαι ευτυχής με τους συνεργάτες που έχω, ανακαλύπτουμε καθημερινά πόσο πίσω από τον ελλειπτικό λόγο του Μπέκετ υπάρχει βαθύ αίσθημα, βαθιά ανθρωπιά και ταυτόχρονα ανελέητο χιούμορ. Ισως ο όρος κωμικοτραγωδία θα ταίριαζε περισσότερο στο «Τέλος του παιχνιδιού». Μακάρι να ανοίξουν τα θέατρα και να παίξουμε καλά αυτό το αριστούργημα!
Ως σήμερα, αν δεν κάνω λάθος, είχατε ένα μόνο κείμενο λογοτεχνικό πριν από πολλά χρόνια στο περιοδικό «Η Λέξη». Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα βιβλίο σας με πεζά ποιήματα με τον τίτλο «Συμπληγάδες γενεθλίων». Θεωρείτε τη γραφή ως μια αναπόφευκτη παράλληλη λειτουργία σε σχέση με εκείνη της δουλειάς του ηθοποιού, αν λάβουμε υπόψη μας μια πλειάδα παλιών και πρόσφατων ηθοποιών και σκηνοθετών που έχουν γράψει ποιήματα, πεζά, δοκίμια, αλλά και θεατρικά έργα;
Οχι, δεν το θεωρώ αναπόφευκτο. Εγώ απλώς έτυχε να γράφω από παιδί. Σε μιαν άλλη ζωή θα μου άρεσε να ήμουν συγγραφέας. Μετά, με το θέατρο, η ανάγκη μου να γράφω μετατοπίστηκε στο να γράφω για τους ρόλους μου. Είναι από τις πιο ευχάριστες φάσεις της προετοιμασίας μου για έναν ρόλο. Μια πρόκληση για να λειτουργήσει η φαντασία, εργαλείο απαραίτητο για να εισχωρήσεις σε ένα πρόσωπο. Με την πανδημία βρέθηκα χωρίς θέατρο, χωρίς υποχρεώσεις και δραστηριότητες. Εντελώς αυθόρμητα ξεπήδησε η ανάγκη να γράψω ή να ζωγραφίσω. Ετσι γεννήθηκαν μικρά κείμενα μεταξύ μικρού πεζού ή ποιήματος, και όταν έφτασαν να είναι 65, ακριβώς την παραμονή των γενεθλίων μου, τα ολοκλήρωσα δίνοντάς τους τον τίτλο «Συμπληγάδες γενεθλίων». Η Αννα Πατάκη τα διάβασε και με απίστευτη γενναιοδωρία αποφάσισε να τα εκδώσει. Η χαρά μου είναι αφάνταστη. Οπως μου είπε κάποτε η αγαπημένη μου φίλη Ολια Λαζαρίδου, «ίσως ήρθε η ώρα να μιλήσεις και με τα δικά σου λόγια και όχι μόνο με τα λόγια των θεατρικών συγγραφέων». Βέβαια, δεν ξέρω τι ακριβώς έχω να πω, εκτός ίσως από την ιστορία μου. Πιστεύω πως οι περισσότεροι άνθρωποι, μεγαλώνοντας, έχουν ανάγκη να λένε ή να ξαναλένε την ιστορία τους. Οχι απαραίτητα γράφοντας. Μπορεί και να φλυαρούν πίνοντας καφέ σε ένα καφενείο και να λένε την ιστορία τους. Ολοι με έναν τρόπο αναζητούν τον δικό τους χαμένο χρόνο και έτσι επιστρέφουν στις λέξεις για να τον ξαναζήσουν. Κάπως έτσι συνέβη και με μένα κι έγραψα αυτά τα μικρά κείμενα. Βέβαια και στην υποκριτική, με έναν άλλο τρόπο, πιο υπόγειο και πιο υποσυνείδητο, πάλι τη δική σου ιστορία λες. Σε πολλούς ρόλους που έχω παίξει, για παράδειγμα, συνειδητοποιώ ότι κάποιες στιγμές μιλάω ή κινούμαι σαν τον πατέρα μου. Αυτό συμβαίνει από μόνο του. Οσο πολύτιμη είναι η φαντασία για την υποκριτική, το ίδιο ενσωματωμένη είναι και η μνήμη ή τα βιώματα που έχει ο καθένας μας. Και φυσικά τα τραύματα, οι πληγές ή οι ελλείψεις μας. Ολα αυτά είτε το ελέγχουμε είτε όχι μεταφέρονται στους ρόλους μας. Και αυτό κάνει κάθε ηθοποιό μοναδικό.
Ποιο είναι το δικό σας νόημα για την ύπαρξη;
Ο άνθρωπος για να ζήσει τη ζωή που του δόθηκε είναι αναγκασμένος να επινοήσει ένα νόημα. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Είναι, πιστεύω, σύμφυτο με την ανθρώπινη φύση. Βέβαια, όταν φτάσει στο δικό του τέλος του παιχνιδιού, όπου όλα απογυμνώνονται, αυτό το νόημα μπορεί να ξεθωριάσει, να χάσει εντελώς τη σημασία του. Εγώ επινόησα ως νόημα της δικής μου ζωής την ομορφιά της τέχνης, είτε αυτό είναι το θέατρο είτε πρόσφατα το γράψιμο ή η ευχαρίστηση μιας ερασιτεχνικής ζωγραφικής. Και μαζί με αυτά κάποιες στιγμές, πολύτιμες στιγμές, αυθεντικής επικοινωνίας με άλλους ανθρώπους, όπου μοιράζομαι, με οποιονδήποτε τρόπο, αυτή την κοινή αμηχανία για την ύπαρξή μας.
Τι εύχεστε για την καινούργια χρονιά;
Εύχομαι να τελειώσει το συντομότερο αυτός ο εφιάλτης που ζει ολόκληρη η ανθρωπότητα. Να ξαναγυρίσουμε στις δουλειές μας, τα παιδιά στο σχολείο και στο παιχνίδι, οι φοιτητές στο Πανεπιστήμιο. Να μπορούμε να αγγίξουμε τους άλλους ανθρώπους, να τους φιλήσουμε, να τους αγκαλιάσουμε. Η πανδημία αποκάλυψε όσο ποτέ άλλοτε τη σπουδαιότητα της αίσθησης της αφής, τόσο στη ζωή όσο και στο θέατρο. Οι νέοι να διασκεδάζουν άφοβα και να πηγαίνουν στις πορείες και στις διαδηλώσεις. Και να ξανανοίξουν τα θέατρα, οι κινηματογράφοι, οι συναυλίες, τα βιβλιοπωλεία, τα γήπεδα. Και μακάρι όλοι να επιστρέψουμε – έστω λίγο – καλύτεροι. Πιο ώριμοι. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από την υγεία και την ανθρώπινη αλληλεγγύη. Το αποδεικνύουν καθημερινά οι γιατροί και οι νοσηλευτές σε ολόκληρο τον κόσμο. Τους οφείλουμε τεράστια ευγνωμοσύνη.