Η διαβίωση σε συνθήκες συνωστισμού ευνόησε την εξάπλωση του κοροναϊού στην Αγγλία και ενδέχεται να αύξησε τον αριθμό των νεκρών, σύμφωνα με έρευνα του Ιδρύματος Υγείας.
Οι άνθρωποι που ζουν σε συνθήκες συνωστισμού ενδέχεται να εκτέθηκαν περισσότερο στον κοροναϊό, αλλά και να είχαν λιγότερες δυνατότητας προστασίας από μια πιθανή λοίμωξη επειδή οι κατοικίες τους ήταν πολύ μικρές για να επιτρέψουν κάτι τέτοιο, σύμφωνα με την δεξαμενή σκέψης. Ο συνωστισμός ήταν και ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που έκαναν την ασθένεια να πλήξει δυσανάλογα τους φτωχότερους πολίτες και τους πολίτες μειονοτικής καταγωγής, αναφέρει η έρευνα.
Οι ερευνητές του Ιδρύματος Υγείας συμπέραναν ακόμη ότι ο συνωστισμός, σε συνδυασμό με άλλα προβλήματα στέγασης, όπως η υγρασία και η στεγαστική επισφάλεια, οδήγησαν σε αύξηση τόσο των σωματικών όσο και των ψυχικών προβλημάτων υγείας.
«Από τον Μάρτιο μέχρι σήμερα, πολλοί από εμάς έχουμε περάσει πολύ περισσότερο χρόνο στο σπίτι. Για πολλούς, η ποιότητα των κατοικιών επιδείνωσε ακόμη περισσότερο την εμπειρία της πανδημίας», σημειώνει ο Adam Tinson, συγγραφέας της ανάλυσης και έμπειρος αναλυτής του Ιδρύματος Υγείας.
«Αν και ορισμένοι πέρασαν το lockdown σε μεγάλα σπίτια, με κήπο και άφθονο χώρο, άλλοι υπέφεραν σε συνθήκες συνωστισμού και κινδύνου. Ο συνωστισμός έχει συνδεθεί με την εξάπλωση του κοροναϊού, αφού δυσχεραίνει την αυτό-απομόνωση και επιτρέπει στον ιό να μεταδοθεί μέσω περισσότερων ανθρώπων, αν ένας εκ των συγκατοίκων είναι φορέας του».
Στοιχεία για το 2019-20 που δημοσιεύθηκαν στη διάρκεια του Δεκεμβρίου δείχνουν ότι λίγο πριν την έναρξη της πανδημίας τον Μάρτιο, 830.000 νοικοκυριά στην Αγγλία χαρακτηρίζονταν από συνωστισμό, ιδιαιτέρως στην περίπτωση των μισθωμένων κατοικιών. Ο αριθμός είναι υψηλότερος από τον αντίστοιχο πριν από μία δεκαετία κατά περισσότερα από 200.000.
«Τα οικιακά περιβάλλοντα των ανθρώπων επηρέασαν την ικανότητά τους να προστατευτούν από τον κοροναϊό. Οι άνθρωποι ενθαρρύνονταν να μείνουν στα σπίτια τους όσο το δυνατόν περισσότερο, όμως η μετάδοση εντός των ίδιων των κατοικιών έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση του ιού», τονίζει η ανάλυση.
«Ο συνωστισμός, που αυξήθηκε στα χρόνια που προηγήθηκαν της πανδημίας, δυσχεραίνει την αυτό-απομόνωση και την προστασία και ενδέχεται να έχει συμβάλλει στην υψηλότερη θνησιμότητα στις φτωχότερες περιοχές».
Η ανάλυση προσθέτει ότι το 8% των νοικοκυριών χαμηλότερου εισοδήματος ζουν σε τέτοιες συνθήκες, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στα υψηλότερα εισοδήματα δεν αγγίζει καν το 1%.
Αντιστοίχως, «τα νοικοκυριά μειονοτικής καταγωγής έχουν πέντε φορές περισσότερες πιθανότητες να χαρακτηρίζονται από συνωστισμό σε σχέση με τα νοικοκυριά λευκών, δείχνοντας μόνο έναν από τους τρόπους με τους οποίους οι προϋπάρχουσες οικιστικές αποκλίσεις συνδυάζονται με την πανδημία για να αυξήσουν ακόμη περισσότερο τις ανισότητες στην υγεία».
Το γεγονός ότι τόσοι άνθρωποι αναγκάζονταν να περάσουν περισσότερο χρόνο σε συνωστισμένες κατοικίες, έχει προκαλέσει και επιδείνωση ή ακόμη και εμφάνιση νέων προβλημάτων ψυχικής υγείας, ιδιαιτέρως ανάμεσα σε εκείνους που βιώνουν αισθήματα απελπισίας. «Το αίσθημα απελπισίας είναι γενικώς συχνότερο στους ανθρώπους που ζουν σε συνθήκες συνωστισμού, ενώ τα στοιχεία από την πανδημική περίοδο δείχνουν ότι είναι πιθανό να ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο στο διάστημα του αυστηρού lockdown του Απριλίου του 2020, όταν το 39% των ανθρώπων από συνωστισμένα νοικοκυριά ανέφεραν τέτοιου είδους αισθήματα», σε σύγκριση με το 29% εκείνων που διέθεταν περισσότερο χώρο, καταλήγει η ανάλυση.
«Αυτή η ανάλυση δείχνει ότι οι ψυχικές ασθένειες έχουν καταστεί κεντρικό πρόβλημα για εκείνους που διαβιούν σε συνθήκες συνωστισμού στη διάρκεια της πανδημίας και ιδιαιτέρως κατά το πρώτο lockdown. Η χρόνια απουσία οικονομικών στεγαστικών επιλογών, σε συνδυασμό με τις περικοπές στην οικονομική υποστήριξη εδώ και σειρά ετών, έφεραν την κατάσταση σε αυτό το σημείο», τονίζει ο Tinson.
Οι περιορισμοί στην κίνηση και τον συγχρωτισμό έχουν φέρει και επιδείνωση των αισθημάτων μοναξιάς για εκείνους που ζουν μόνοι τους, συνεχίζει η έκθεση.
Απαιτούνται σημαντικές αλλαγές στη στεγαστική πολιτική, όπως η ενίσχυση της ασφάλειας των ενοικιαστών, η αντιστροφή των περικοπών στα επιδόματα στέγης και η οικοδόμηση περισσότερων κοινωνικών κατοικιών, προκειμένου να μειωθούν οι επιπτώσεις την κακής ποιότητας των σπιτιών για την υγεία των κατοίκων τους, σύμφωνα πάντα με το Ίδρυμα Υγείας.
Με πληροφορίες από τον Guardian.