Εύκολα μπορούμε να φανταστούμε τους Έλληνες της Τουρκοκρατίας να γιορτάζουν το Πάσχα. Οι παραδοσιακοί χοροί και το ψητό κρέας, στη σούβλα ή στον φούρνο , ενώνουν απευθείας το τότε με το σήμερα.

Τι πιο φυσικό απ’ το να φανταστούμε τους προγόνους μας να χορεύουν τσάμικο και άλλους χορούς, δίπλα από τη θράκα με το σουβλιστό αρνί.  Πώς όμως γιόρταζαν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά;

Η ιστορικός Λίζα Μιχελή με άρθρο της στις «Νέες Εποχές» «ΒΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», στις 29 Δεκεμβρίου 1991, μάς δίνει δυσεύρετες πληροφορίες.

«Κυκλοφορώντας στους αθηναϊκούς δρόμους των περασμένων  αιώνων, μέσ’ από τις σελίδες των περιηγητικών βιβλίων που αποτύπωσαν εικονογραφικά την πόλη, συναντάμε την Αθήνα ντυμένη με τη φορεσιά του Δεκαπενταύγουστου, του Πάσχα, της Καθαρής Δευτέρας, της Αποκριάς.

»Τα Χριστούγεννα όμως απουσιάζουν ολοκληρωτικά απ’ τις απεικονίσεις αυτές, κι η σιωπή επεκτείνεται και στα κείμενα των ξένων περιηγητών: η χειμωνιάτικη σπιτική γιορτή, που γιορταζόταν ‘κεκλεισμένων των θυρών’, δεν έτυχε να περιγραφεί από κανένα».

Η Λίζα Μιχελή οδηγείται με την έρευνά της στις σελίδες των απομνημονευμάτων του Παναγή Σκουζέ, με τίτλο «Χρονικό της σκλαβωμένης Αθήνας», μέσα από τα οποία προκύπτουν αναφορές στα Χριστούγεννα της Αθήνας, του 18ου αιώνα.

Χριστουγεννιάτικος έρανος

«Ήταν και ένα συνήθιο εις Αθήνα, οι άρχοντες προεστοί, εις την παραμονήν των Χριστουγέννων και εις την Ανάστασιν του Χριστού, εδιόριζαν δύο νυκοκυραίους και έναν κληρικό και τους έδιναν την άδεια να περιέλθουν τα εσινάφια (σ.σ. συντεχνίες) και όλη την πόλη, να συνάξουν ό,τι προαιρείται ο καθένας. Ομοίως και από τους επιτρόπους των εκκλησιών, να δίνουν κάτι από τα συναγμένα της εκκλησίας.

»Και μ’ αυτά τα συναγμένα αγόραζαν παπούτσια, μανδήλια δια τες γυναίκες, φέσια και λοιπά, και εις ολίγα χρήματα. Και τα εμοίραζαν εις αυτούς τους κατοικούντας δυστυχείς εις τες ενορίες και εις μερικούς ευγενείς ξεπεσμένους…»

Όπως αναφέρει η Μιχελή, πέρα από την αναφορά σε αυτό το τοπικό αυτοδιοικητικό έθιμο, ο Σκουζές δεν δίνει άλλες πληροφορίες.

Οι γαλοπούλες

Για χρόνια αρκετά μεταγενέστερα πάντως, ο Δημήτριος Καμπούρογλου αναφέρει:

«Συνήθης είναι η κατά τας αθηναϊκάς οδούς συνάντησις ταγμάτων του πολυώνυμου πτερωτού, του καλουμένου αλεκτορίς, ινδαλεκτρύων, κούκλος, κούρκος και γάλλος»

«Το κρέας της γαλοπούλας όμως», συμπληρώνει η Λίζα Μιχελή, «που προσφερόνταν έτσι απευθείας από την παραγωγή στην κατανάλωση, δεν προοριζόταν μόνο για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Απλώς και μόνο, όπως γράφει και πάλι ο Καμπούρογλου, συνηθιζόταν τις Κυριακές, αλλά και σ’ άλλες γιορτές- και πέρα από το Δωδεκαήμερο».

Το Ολυμπιείον, του Μακρυγιάννη και η Ακρόπολη από τον Αρδηττό στα 1835

Πηγή: athensopenmuseum.com

Η Χριστουγενιάτικη αγορά της δεκαετίας του 1830

Το γράμμα μιας αλλοδαπής γυναίκας που ζει στην Αθήνα του νέου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, για τα Χριστούγεννα του 1837.

«Εις τα καταστήματα των εμπόρων δεν υπάρχουσι μόνον αντικείμενα της καθημερινής ανάγκης, αλλά ήρξαντο εισαγόμενα και είδη πολυτελείας, όπερ είναι έτι μάλλον ευχάριστον, διότι είναι τούτο σημείον ευημερίας.

»Ανά δεκαπενθημερίαν έρχονται εκ Μασσαλίας πλοία κομίζοντα νέα είδη του συρμού, άτινα πωλούνται αυτοστιγμεί».

Όπως αναφέρει η ιστορικός Λίζα Μιχελή «Γνωστές είναι και οι τιμές ορισμένων ειδών, που προσφέρονται στο κοινό από τη χριστουγεννιάτικη αγορά της χρονιάς εκείνης:

Κρασίον της Μπορδολέζας – η κάσα δραχμάς 75,

Τζικολάτες

Τζάγια

Κομφέτα

Βούτυρον Ρωσίας 2,40 δραχμάς η οκά

Βούτυρον Ευρώπης 4 δραχμάς η οκά

Βούτυρον του Κράτους 2.5 δραχμάς η οκά»

Χαβιάρι υπάρχει άφθονο, δύο ειδών: «Περσίας, αλλά και μαύρο χαβιάρι ‘του μαχαιριού’, χύμα δηλαδή. Οι καταναλωτικές τάσεις των νεόκοπων αστών της Αθήνας- Πρωτεύουσας φέρνουν στην αγορά κάθε είδους προϊόντα, κι οι ίδιοι είναι ιδιαίτερα εκλεκτικοί:

Πίστευε αδιστάκτως ότι αι Αθήναι κουνσουμάρουν πράγμα παστρικόν. Ει δει το ποταπόν και οι μικροί άνθρωποι δεν το πιάνουν

Προειδοποιεί εισαγωγέας της Αθήνας συνεργάτη του στο εξωτερικό, στα 1939».

Ο εορταστικός τζόγος

Ασφαλώς ανάμεσα στα εορταστικά έθιμα της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας συγκαταλέγονται και τα τυχερά παιχνίδια.

«Το κυνήγι της τύχης, διαχρονικό, που ξεκινάει από τα αρχαία «κότσια» και τα ζάρια από ελεφαντόδοντο της ρωμαϊκής εποχής, συνεχίζεται στην Αθήνα και στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Στους ‘Αέρηδες’, τη μικρή πλατεία που είχε για σήμα κατατεθέν της το Ρολόι του Ανδρόνικου Κυρρήστου (‘χυδαϊστί Αέρηδες’, όπως γράφει τουριστικός οδηγός του περασμένου αιώνα), υπήρχαν πολλά καφενεία που ήταν και κέντρα χαροπαιξίας.

»Η περιοχή αποτελούσε το σύνορο ανάμεσα στις περιοχές κατοικίας και την αγορά, και στο δυναμικό των χαρτοπαικτικών καφενείων προστέθηκαν μετά την Απελευθέρωση και νεότερα: του Θεοδωρακάκου ή Ασώτου, του Φιντάκου, του Κουβαρίστρα, του Ζεκάκου, του Τσιμπούκη.

»Οι Αθηναίοι είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στην τράπουλα που δεν αμβλύνθηκε στα επόμενα χρόνια. Μετά την Απελευθερώση κυκλοφοροόυν τραπουλόχαρτα όπου εναλλάσσονται ανδρικές μορφές ελλήνων αγνωνιστών της Επανάστασης και πολιτικών,  με γυναικείες συμβολικές μορφές.

Μετεπαναστατικά τραπουλόχαρτα. Στη θέση του Ρήγα και του Βαλέ, πρωσοπικότητες του Αγώνα για την Ελευθερία

»Έτσι ανάμεσα στις φιγούρες διακρίνονται ο Κολοκοτρώνης, ο Κανάρης κι ο Μιαούλης, καθώς κι οι Υψηλάντης και Καποδίστριας.

»Τις γυναικείες φιγούρες εκπροσωπούν η θέα Αθηνά, η Ελλά και η Καρτερία. Η τελευταία εμφανίζεται μάλιστα σ’ όλες τις τράπουλες – υποδηλώνοντας σίγουρα μια επίκτητη αρετή, που (φορτικά) συνοδεύει τους κατοίκους αυτής της χώρας από καταβολής του Ελληνικού Κράτους…»

Κάλαντα με πολιτικό στιχό

Όπως αναφέρουν «ΤΑ ΝΕΑ» της 31ης Δεκεμβρίου 1948, η διαμαρτυρία των μη προνομιούχων προς του προύχοντες και τους τσιφλικάδες, εκφραζόταν ακόμα και μέσα από τα κάλαντα:

«Στην εποχή της Τουρκοκρατίας και στον καιρό που συντελέστηκε η αλλαγή των παραγωγικών δυνάμεων παράλληλα προς τα Κάλαντα που εκθειάζανε με κολακείες τους άρχοντες σχηματίστηκε ολόκληρη φιλολογία από Κάλαντα που εκφράζανε το μίσος και την εχθρότητα των λαϊκών στρωμάτων εναντίον εκείνων που εθεωρούντο καταπιεστές τους»

Έτσι ιδιαίτερα δημοφιλής σε μικρούς και μεγάλους της εποχής εκείνης ήταν και η εκδοχή:

Εσένα πρέπ’ αφέντη μου, ντροβάς και δεκανίκη,

Να σε τραβούνε τα σκυλλιά και πέντε δέκα λύκοι.

Και σε κύρά, η ομμορφιά γρήγορα να σ’ αφίσει.

Ο άντρας σου να σε ιδεί και να μη σε γνωρίσει.

Την κόρη σου την όμμορφη βαλ’ τηνε στο ζεμπίλι

Και κρέμασέ τηνε ψηλά, να μην τη φαν’ οι ψύλλοι

Από χρόνους σας πολλούς

Κι ένα τάσι ποντικούς

Κι ένα κόσκινο βολβούς».