Τη θέση του, ότι τα τα σχολεία δεν πρέπει να ανοίξουν στις αρχές του Ιανουαρίου επανέλαβε ο καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ, Δημοσθένης Σαρηγιάννης, επιβεβαιώνοντας έτσι τη διχογνωμία των ειδικών αναφορικά με την επιστροφή των μαθητών στα θρανία.
Συγκεκριμένα, ο κ. Σαρηγιάννης επανέλαβε τη θέση του πως τα σχολεία δεν πρέπει να ανοίξουν στις αρχές του Ιανουαρίου. «Η δική μου γνώμη είναι ότι τα σχολεία πρέπει να ανοίξουν αργότερα. Εμείς έχουμε ήδη τρέξει προσομοιώσεις μέχρι τον Ιούνιο, για μια σειρά από μέτρα που έχουν να κάνουν με το άνοιγμα των σχολείων, άνοιγμα λιανικού εμπορίου, άνοιγμα εστίασης, με/χωρίς απολύμανση του αέρα, με/χωρίς τηλεργασία κ.λπ. Να πω εδώ ότι το σημαντικότερο δεν είναι οι αριθμοί, είναι το πώς» δήλωσε μιλώντας στον Realfm.
«Το άνοιγμα των σχολείων με βάση τα δεδομένα και από την προηγούμενη εμπειρία και του κλεισίματος – ανοίγματος στο προηγούμενο κύμα αλλά και το κλείσιμο που έγινε στο δεύτερο κύμα, βλέπουμε ότι κατά μέσο όρο έχουμε μια συνεισφορά στην αύξηση του αριθμού των επαφών από τα σχολεία, των επαφών, όχι της μετάδοσης, εξαρτάται και από το πώς γίνεται η επαφή, αν φοράμε μάσκα ή όχι κ.λπ. Η αύξηση αυτών των επαφών είναι συνολικά γύρω στο +10%. Η κατανομή είναι 9%-12%, αλλά ας πούμε 10%.
»Άρα λοιπόν με το να έχουμε ανοιχτά τα σχολεία, έχουμε μια αύξηση του ρυθμού επαφών κατά 10%. Αυτό έχει τη σημασία του, έχει να κάνει και με τα παιδιά αλλά και με τους γονείς. Την κινητικότητά τους δηλαδή σε σχέση με τη μεταφορά των παιδιών στο σχολείο. Προφανώς λοιπόν συνδυάζεται με το τι κάνει ο γονιός μετά, ειδικά για τα παιδιά που είναι σε μικρή ηλικία, π.χ. στο δημοτικό, όπου δεν έχουν πολύ αυξημένη αυτόνομη κοινωνικότητα. Το παιδί από το Γυμνάσιο και μετά έχει τη δυνατότητα να βγει, να πάει στο φροντιστήριο και να κινηθεί μόνο του» πρόσθεσε.
«Είχαμε προβλέψει αύξηση κρουσμάτων λόγω click away»
«Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρώ ότι πρέπει να περιμένουμε να δούμε τι θα συμβεί πραγματικά στις γιορτές. Χθες είχαμε μια αύξηση κατά 200 κρούσματα πάνω από ό,τι προβλέπαμε εμείς, που σημαίνει ότι είχαμε προβλέψει ότι θα υπάρξει αύξηση λόγω click away και κοινωνικότητας λόγω των γιορτών, αλλά εδώ είχαμε λίγο παραπάνω. Θέλω να δω αν είναι μια απλή διόρθωση ή μια απόκλιση που έγινε χθες και θα διορθωθεί σήμερα ή αύριο, ή αν θα είναι συστηματικό. Αν είναι συστηματικό, τότε η αύξηση που προβλέπαμε ότι θα συμβεί έτσι κι αλλιώς λόγω των γιορτών και λόγω του κλίματος, συμβαίνει ήδη. Αντί να συμβεί από την Πρωτοχρονιά, συνέβη δύο-τρεις ημέρες νωρίτερα» υπογράμμισε.
«Αυτή τη στιγμή βλέπουμε ότι η αύξηση θα είναι αυτής της κλίμακας, αλλά η αύξηση είναι μεγαλύτερη όσο περνάει ο καιρός. Αυτό δεν μας επιτρέπει να είμαστε σε μειωτική πορεία. Το αν συμβεί ένα «μπαμ» δεν μπορούμε να το προβλέψουμε. Μπορούμε να το ανιχνεύσουμε νωρίς και να δούμε πώς και τι θα σημάνει αυτό σε βάθος χρόνου. Πρέπει να περιμένουμε δύο με τρεις ημέρες» συμπλήρωσε.
«Θα φτάσουμε στα 2.000 κρούσματα έως τον Μάρτιο»
«Αν ανοίξουμε τα σχολεία στις 8 Ιανουαρίου, η πρόβλεψή μας είναι ότι θα φτάναμε στις 2.000 κρούσματα γύρω στα μέσα του Μάρτη και στην αντίστοιχη περίοδο. Αν ανοίξουμε στις 20 για παράδειγμα, για να κάνουμε μια σύγκριση, θα φτάναμε στα 1.500 κρούσματα και εννοώ εβδομαδιαίο μέσο όρο. Αυτή τη στιγμή είμαστε στα 670 εβδομαδιαίο μέσο όρο σε κρούσματα. Άρα, το άνοιγμα των σχολείων θα έχει αρνητική επίπτωση, θα έχει δηλαδή αυξητική προσθήκη. Το θέμα δεν είναι όμως μόνο πότε θα ανοίξουν τα σχολεία, προφανώς μιλάμε και για κάποιου είδους άνοιγμα της οικονομίας. Οπότε εκεί αρχίζει και ξεφεύγει άσχημα το σενάριο», ανέφερε.
«Το θέμα είναι να αποφύγουμε ένα τρίτο lockdown. Για να το αποφύγουμε, χρειάζεται να κάνουμε έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό. Κάτι που σημαίνει να μη δούμε μόνο το πότε αλλά και το πώς, συνδυαστικά με το πότε προφανώς», περιέγραψε.
Λινού: Πρώτα εμβολιασμοί εκπαιδευτικών και μετά άνοιγμα σχολείων
Αρνητική στο άνοιγμα των σχολείων στην παρούσα κατάσταση εμφανίστηκε και η καθηγήτρια επιδημιολογίας Αθηνά Λινού, η οποία επανέλαβε την πάγια άποψή της να ανοίξουν τα σχολεία, αλλά με περισσότερη ασφάλεια. Παράλληλα εξέφρασε την ελπίδα να δει, όπως είπε, συγκεκριμένες κινήσεις από το υπουργείο Παιδείας, για την προστασία των εκπαιδευτικών και των παιδιών που θα μείωναν τον κίνδυνο διασποράς εντός κι εκτός σχολικών χώρων.
Ανέφερε μάλιστα συγκεκριμένα μελέτες που έχουν δημοσιευτεί στο πλέον έγκριτο ιατρικό περιοδικό Lancet, σύμφωνα με τις οποίες σε περιπτώσεις μεγάλης διασποράς σε σχολεία, τα δύο τρίτα αυτής είχαν προκληθεί από εκπαιδευτικούς και το ένα τρίτο από τους μαθητές.
Η κ. Λινού πρότεινε να εμβολιαστούν οι εκπαιδευτικοί πριν ανοίξουν τα σχολεία, με προτεραιοποίηση για όσους έχουν επιβαρύνσεις υγειονομικές ή είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία.
Καθώς όμως, όπως η καθηγήτρια τόνισε, δεν υπάρχουν τόσα εμβόλια για να καλυφθεί η τρέχουσα σχολική χρονιά, ζήτησε τουλάχιστον να ελεγχθεί με πολλά τεστ το επιδημιολογικό φορτίο σε περιοχές και μεγάλα σχολικά συγκροτήματα, πριν ληφθούν αποφάσεις για το άνοιγμά τους.
Παράλληλα, επανέλαβε τη θέση που εκφράζει με κάθε ευκαιρία, για αύξηση των τεστ που διενεργούνται αλλά και την δημοσιοποίηση του αριθμού τους.
«Κορονοτεστ» στα σχολεία εισηγούνται οι λοιμωξιολόγοι
Από την πλευρά του ο καθηγητής μικροβιολογίας Αθανάσιος Τσακρής, πρότεινε να γίνονται τεστ κοροναϊού στα σχολεία -σε εκπαιδευτικούς και μαθητές – όταν ανοίξουν μετά τις γιορτές.
Μάλιστα, όπως είπε, μιλώντας στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΙ, αυτή είναι και η πρόταση που θα εισηγηθεί η επιτροπή λοιμωξιολόγων.
Επανέλαβε, δε, ότι το άνοιγμα των δημοτικών σχολείων θα έχει προτεραιότητα σε σχέση με τα Γυμνάσια και τα Λύκεια, αν και δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμη αν θα γίνει στις 8 ή στις 11 Ιανουαρίου.
Ο κ. Τσακρής διευκρίνισε ότι όλα θα εξεταστούν την πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου που θα υπάρχουν και επιδημιολογικά στοιχεία από τις ήμερες των εορτών.
«Η πρόταση της Επιτροπής είναι τα σχολεία να ανοίξουν το ταχύτερο δυνατόν, ακόμα και στις 8 ή 11 Ιανουαρίου εφόσον είμαστε ασφαλείς» δήλωσε από πλευράς του στον ΣΚΑΪ 100,3 ο καθηγητής Χαράλαμπος Γώγος.