Τα χιόνια που έντυσαν στα λευκά τη Νέα Υόρκη πριν από λίγες μέρες είχαν σχεδόν λιώσει, έτσι, παραμονή Χριστουγέννων, έβαλα πλώρη (με τα δυο μου πόδια) για το Μητροπολιτικό Μουσείο, με την ελπίδα ότι οι συμπολίτες μου θα είχαν προτιμήσει τις εορταστικές βιτρίνες των πολυκαταστημάτων από το να πάνε «να κλειστούν» στο Metropolitan (χαϊδευτικά «Μet»). Έπεσα έξω –το μουσείο είχε πολύ (για συνθήκες πανδημίας) κόσμο.
Ανήκω σε αυτούς που χειρίζονται το Μet (και) ως χώρο γραφείου: παίρνω το βιβλίο ή το τετράδιό μου και, χρησιμοποιώντας τον ποδαρόδρομο μέχρι την Πέμπτη Λεωφόρο και 82η Οδό ως διάδρομο αποσυμπίεσης για να καθαρίσει το μυαλό, εγκαθίσταμαι μπροστά στην Αμερικανική Πτέρυγα ή στην Αυλή Ευρωπαϊκής Γλυπτικής ή σε όποιο παγκάκι βρω βολικό, και γράφω ή διαβάζω. Η αίθουσα του αιγυπτιακού Ναού του Ντεντούρ, με τον τεχνητό «Νείλο» της και τη γιγαντιαία τζαμαρία της με ανεμπόδιστη θέα στο Σέντραλ Παρκ, μου έχει παράσχει καταφύγιο χειμώνες με χιονοθύελλα, και η ταράτσα, με την κάθε χρόνο διαφορετική, πολυαναμενόμενη εγκατάσταση από κάποιον σύγχρονο καλλιτέχνη, με έχει φιλοξενήσει καλοκαιρινά ηλιοβασιλέματα. Ανήκω επίσης σε αυτούς που έχουν την κάτοψη του Μet κολλημένη δίπλα στον καθρέφτη του μπάνιου –εξασκούμαι σε νοερές διαδρομές ανάμεσα στα παρισινά σαλόνια των Ευρωπαϊκών Διακοσμητικών Τεχνών ενώ πλένω τα δόντια μου.
Τώρα όμως είμαι στ’αλήθεια στο μουσείο κι έχω ένα συγκεκριμένο κίνητρο: η έκθεση “Making the Met”, με αφορμή τα 150α γενέθλια του μουσείου (1870-2020), τελειώνει στις 3 Ιανουαρίου. Το πνεύμα και το λεξιλόγιο της έκθεσης σε αιχμαλωτίζουν από την πρώτη στιγμή, αφού σε υποδέχεται ένα πορτραίτο της Μέριλυν Μονρόε. Το ταμπελάκι σε ενημερώνει ότι ο φωτογράφος Richard Avedon δεν έχει απλώς δωρήσει κορυφαία συλλογή του στο μουσείο, αλλά επίσης πέρασε πολλές ώρες ως παιδί εδώ μελετώντας έργα του Γκόγια και τα πορτραίτα του Φαγιούμ.
Η έκθεση ξεδιπλώνει τη σύλληψη, υλοποίηση και ανάπτυξη του Μητροπολιτικού Μουσείου ως πλήρους οργανισμού, από τον πρώτο σπόρο του μέχρι την ανάδειξή του σε ένα από τα κορυφαία καλλιτεχνικά ιδρύματα στον κόσμο («Ξεκίνησαμε χωρίς κανένα έργο τέχνης, χωρίς προσωπικό ή κτίριο. Πώς φτάσαμε εδώ;»). Στρέφει το βλέμμα μας προς διευθυντές, δωρητές, αρχιτέκτονες, πολεοδόμους και λοιπούς οραματιστές και τo επιτελείο τους, και μας προσκαλεί να δούμε πώς ερμηνεύει κάθε γενιά την αποστολή του μουσείου να συλλέγει και να αναδεικνύει έργα από όλους τους πολιτισμούς. Με χρονολογική σειρά αλλά και με τη λογική θεματικών νημάτων, το «Φτιάχνοντας το Met» ξετυλίγει την εξέλιξη και μεταμόρφωση των συλλογών και των οριζόντων του ιδρύματος, οδηγώντας σε απρόσμενες συναντήσεις.
Αν το ασπρόμαυρο βλέμμα (και ντεκολτέ) της αρχετυπικής ξανθιάς σε ξαφνιάζει στον προθάλαμο, τότε ο πίνακας που βλέπεις μόλις μπεις στην πρώτη αίθουσα σε καθησυχάζει και σε συγκινεί: ο «Παρθενώνας» φιλοτεχνήθηκε από τον Αμερικανό Frederic Church, αναγνωρισμένο ζωγράφο της εποχής του, και ιδρυτικό μέλος του μουσείου, ο οποίος επισκέφθηκε την Αθήνα το 1869.
Η μαγεία με το εύρος των συλλογών ενός τέτοιου οργανισμού έγκειται στις απρόσμενες συναντήσεις –και συγκινήσεις- που σου προσφέρει: πόσες φορές δεν (νόμιζες ότι) ξεκίνησες να φρεσκάρεις τις γνώσεις σου στην ευρωπαϊκή ζωγραφική, και τελικά βρίσκεσαι να στέκεσαι έκθαμβος μπροστά σε ένα μεταλλικό σερβίτσιο καφέ της δεκαετίας του ’30, καθώς μια παράκαμψη οδήγησε τα βήματά σου εκεί;
Το «Φτιάχνοντας το Met» αποκρυσταλλώνει πολλές τέτοιες απρόσμενες συναντήσεις, πατώντας στη βάση της βιογραφίας του οργανισμού. Συγκεντρώνει σοφά αλλά και παιχνιδιάρικα έναν μικρόκοσμο των θησαυρών που περικλείονται σε ένα τόσο αχανές μουσείο. Το περίφημο «φόρεμα Μόντριαν» του Υβ Σαιν Λωράν φιγουράρει λαμπερό μπροστά από ένα ζωγραφικό αριστούργημα από ναό Ζεν του Κυότο.
Οι απρόσμενες συναντήσεις δεν αφορούν μόνο την ανάμειξη (μέσω της παράθεσης) συλλογών και τμημάτων, αλλά επεκτείνονται σε συναντήσεις με επισκέπτες άλλων εποχών –και με τον εαυτό μας. Καθώς κοιτάζω μια φωτογραφία με Νεοϋορκέζες του 1910 να κοιτάζουν πίνακες, σκέφτομαι ότι τα περίτεχνα καπέλα τους είναι τα ίδια ένα έκθεμα. Διασταυρώνομαι όμως και με τον εαυτό μου σε μια Αθήνα αναστατωμένη από τις ουρές για την έκθεση «Από τον Θεοτοκόπουλο στον Σεζάν» της Εθνικής Πινακοθήκης, αφού ξαναβλέπω τώρα τις «Σαπουνόφουσκες» του Chardin, που τόση εντύπωση μου είχαν κάνει το 1992 με τη χαριτωμένη, «πεζή» θεατρικότητά τους!…
Το εκπληκτικό (προβαλλόμενο στην έκθεση αλλά διαθέσιμο διαδικτυακώς για όλους) βίντεο ζωντανεύει μόλις μέσα σε 6,5 λεπτά την ιστορία του ίδιου του κτιρίου. Αν και η θέση του μουσείου στο Σέντραλ Παρκ είχε προβλεφθεί πριν καν το Met ιδρυθεί, το μουσείο στεγάστηκε αρχικά σε δύο επαύλεις πριν θρονιαστεί οριστικά στο εμβληματικό πάρκο της μητρόπολης επί της Πέμπτης Λεωφόρου. Η ανάπτυξη και επέκταση του κτιρίου -από το Βικτωριανό Γοτθικό στο νεοκλασικό και το μοντέρνο στυλ- ενσωματώνει 150 χρόνια αμερικανικής αρχιτεκτονικής ιστορίας και συνυφαίνεται με την εξέλιξη των αισθητικών αντιλήψεων.
Τρέχοντας να προλάβεις να δεις το «Φτιάχνοντας το Μet», βρίσκεις (αλλά και ανανεώνεις) ένα κομμάτι του εαυτού σου. Το να περιηγείσαι με σάρκα και οστά είναι μια πλήρης σωματική εμπειρία -και ακριβώς για αυτό, στις μέρες μας, έχει τα ρίσκα της (για πόσον καιρό ακόμα, άραγε, θα παραμείνουν ανοιχτά τα μουσεία;). Πάντως είναι ένα είδος συντροφιάς –έστω κι αν σε πιάνει τρόμος όταν αντιλαμβάνεσαι ότι ένας άλλος θεατής, εξίσου συνεπαρμένος με σένα, στέκεται λιγότερο από δύο μέτρα μακριά σου.