Μυθιστορηματική η ζωή του συγγραφέα και σεναριογράφου Τζίμμυ Κορίνη. Οπως οι ήρωες που καταγράφει από μικρό παιδί. Από τότε που με dress code αστυνομικού επιθεωρητή μπαινόβγαινε στα μυθικά pulp περιοδικά της Χρήστου Λαδά, του Συντάγματος, την Πλατείας Καρύτση και έγραφε ιστορίες για τον Μαγγανάρη, τον Θεοφανίδη, τον Δαρεμά. «Μάσκα», «Μυστήριο» κ.τ.λ., ο Κορίνης σήμερα είναι εκ των τελευταίων συγγραφέων που με μια θρησκευτική προσήλωση στο αστυνομικό (το οποίο, πάντως, παρακάτω το ορίζει ακριβώς) πέτυχε το όνειρο που έθεσε μικρός: να διευθύνει και να γίνει η ψυχή της θρυλικής «Μάσκας» που γοήτευσε τον κόσμο μεταπολεμικά. Ο Τζίμμυ δεν αρκέστηκε βέβαια σε αυτό. Εγραψε σενάρια, μυθιστορήματα, σκηνοθέτησε ταινίες και σειρές, έφτασε στην Αγγλία και στο BBC, μεταφράζονται και κυκλοφορούν τα βιβλία του σήμερα στο Amazon. Ταγμένος στις λέξεις και στους χαρακτήρες που έπλασε και πλάθει, ο Κορίνης αναβιώνει μια γοητευτική εποχή όπου η φαντασία του κόσμου και η δημιουργία των συγγραφέων δεν είχαν εκχωρηθεί στο Ιντερνετ, αλλά έβρισκαν γήπεδο στα pulp περιοδικά.
Εκδίδονται βιβλία σας στο Amazon.
Ναι, είναι το πιο φρέσκο νέο για μένα. Οκτώ βιβλία.
Πώς φτάσατε σε αυτό;
Διαμόρφωσαν τον μύθο των λαϊκών περιοδικών του ’50 και του ’60. Αυτό με πείραξε πολύ. Κανείς δεν εντυπωσιάστηκε που ένας Ελληνας γράφει στην αγγλική και τα βιβλία του κυκλοφορούν στο εξωτερικό; Τους έστειλα το πρώτο και το εξέδωσαν αμέσως. Πρώτα τους έστειλα την «Ωρα του Φοίνικα» που είναι η πρώτη μυθιστορηματοποίηση των πρώτων 48 ωρών του πραξικοπήματος του ’67.
Εχετε παράδοση έξω…
Τα πρώτα μου βιβλία στα αγγλικά τα έγραψα στο Λονδίνο.
Οπου; Εργαζόσασταν στο ΒΒC;
Το είχα σκάσει από την Ελλάδα και είχα αφήσει αμανάτι την κόρη μου και τη γυναίκα μου. Ημουν παραγωγός, έκανα εκπομπές τότε. Αρχισα να γράφω στα αγγλικά όμως 18 ετών.
Πότε εκδίδεστε;
Οταν πήγα στη Βρετανία, δεν ήξερα κανέναν, αλλά έκανα το ευτυχές σφάλμα να πάω να βρω την εκδότρια Ελένη Βλάχου που είχαμε μια φιλία από την Ελλάδα. Αυτή, φαίνεται, το διέδωσε. Ημασταν πολλοί Ελληνες εκεί τότε, ο Τάκης Λαμπρίας κ.ά. Φτάνει στα αφτιά του ΒΒC και μου έρχεται ένα τέλεξ που μου λέει «έλα να δουλέψεις». Πρώτη φορά μού έγινε πρόταση για δουλειά! Αυτά, αρχές του 1974. Οταν είδαν το βιογραφικό μου, με πήρε ο προσωπάρχης να το… μικρύνω. Εκεί ξέρανε μία δουλειά και ήταν δημοσιογράφοι. Εγώ και σκηνοθεσία είχα κάνει, και βιβλία είχα γράψει. «Είσαι απειλή», μου είπε. Ταυτόχρονα μου βρίσκουν πράκτορα. Ο συγγραφέας στο εξωτερικό δεν έρχεται ποτέ σε επαφή με τον εκδότη. Μόνο για γεύμα. Ολα γίνονται μέσω του πράκτορα. Μου βρίσκει μια εξαιρετική κυρία που με πούλησε στη New English Library, παράρτημα της American Library. Για να με δοκιμάσουν τότε μου αναθέτουν να γράψω μυθιστόρημα βασισμένο σε ήρωες της Ντίσνεϊ. Το «Three Caballeros» και το «Swiss Family Robinson» (που είναι παρωδία του «Ροβινσώνα Κρούσου»). Βλέπω τις ταινίες τρεις φορές και γράφω τα μυθιστορήματα. 47 χρόνια αργότερα βλέπω στο Amazon να πουλιέται βιβλίο μου του 1977 στην τιμή των 45 δολαρίων. Τα δύο μυθιστορήματα μου τα ανέθεσαν για να δοκιμάσουν τα αγγλικά μου. Γιατί επέκειτο συμβόλαιο για μια σειρά ιστοριών με τον Πλάτωνα Καρτέση, ήρωα που πρωταγωνιστεί στα βιβλία που έχει εκδώσει τώρα το Amazon. Μου δίνουν τότε editor, που έξω είναι θεσμός και φύλακας άγγελος για τον συγγραφέα. Με αναθέτουν σε μια κουκλάρα που δήλωνε ερωτευμένη με τον ήρωά μου. Σε τρεις μήνες πέθανε από καρκίνο. Τέρμα το συμβόλαιο.
Είχατε συμβόλαιο;
Είχα πενταετές συμβόλαιο με το BBC. Ημουν τσακωμένος με όλους. Αρθρωσα λόγο πως το κανάλι δεν είναι ανεξάρτητο και κόντεψε να γίνει επανάσταση. Ποιος το πληρώνει; τους ρώτησα. Το φόρεϊν όφις. Αρα δεν είναι μέρος του κράτους;
Ηταν όμως σχολείο εκεί, φαντάζομαι.
Τρομακτική εμπειρία. Οταν πήγα στην Αγγλία, δεν με ήξερε κανείς. Ημουν ευτυχισμένος. Σε έξι μήνες με έπιασε μελαγχολία. Εκείνο το διάστημα μου έδωσε την ευκαιρία να βρω τι ήθελα. Τι πίστευα. Τι θα ήθελα να κάνω. Αρχισα να σβήνω αυτά που υποτίθεται πως αγαπούσα. Γιατί έφυγα για Αγγλία; Εδωσα πιλότο για σειρά και τη βγάλανε χωρίς το όνομά μου στην Ελλάδα. Πήγα τη χούντα στο δικαστήριο και την κέρδισα, αλλά έπρεπε να φύγω. Γύρισα το 2003. Λονδίνο όλα τα χρόνια ήμουν. Εγραφα βασικά σενάρια. Οπως ο «Χριστόφορος Κολόμβος», όπου με έμπλεξε ένας που ήξερε τους νόμους και πήγε να μου κλέψει το σενάριο.
Οσο ήσασταν έξω, είχατε όπλο την προγενέστερη πείρα σας στο περιοδικό «Μάσκα»;
Ηταν το πανεπιστήμιό μου. Ξεκίνησα να διαβάζω «Μάσκα» στα εννιά μου. Εντεκα ετών έγραψα το πρώτο μου διήγημα. Στα 14 πούλησα το πρώτο μου δι’ αντιπροσώπου, γιατί φόραγα γκολφ παντελόνια. Το 1953, στα 16 μου, έγραφα το αστυνομικό διήγημα της εφημερίδας «Εμπρός». Υστερα από λίγο ήλθε ο γνωστός Φιλιππόπουλος εκεί. Μόλις με βλέπει – ήταν πάντα κατσούφης αλλά καλός άνθρωπος και μεγάλος δάσκαλος -, με ρωτάει: «Τι κάνεις εδώ;». Μιλάμε για το ’53. Ηταν Λυκούργου τα γραφεία. Μου λέει «πήγαινε να τελειώσεις το σχολείο και ξαναέλα». Και ευτυχώς γιατί δεν θα τελείωνα. Με είχε απορροφήσει τόσο η «Μάσκα», που δεν υπήρχε τίποτε άλλο για μένα. Ολα τα έμαθα μόνος μου. Και τα αγγλικά. Παρήγγειλα βιβλία από τις ΗΠΑ: οργάνωση μητροπολιτικής αστυνομίας, ιατροδικαστική, εγκληματολογία. Και άρχισα να εφοδιάζομαι γι’ αυτό που ονειρευόμουν. Να γίνω διευθυντής της «Μάσκας».
Πού έδρευε η «Μάσκα»;
Πάντα στην οδό Χρυσοσπηλιωτίσσης 3. Ενα γοτθικό γραφείο στον φωταγωγό με καπετάνιο τον Απόστολο Μαγγανάρη. Μπαίνω παραδόξως.
Δηλαδή;
Το 1954 εκδίδεται ο «Ταχυδρόμος». Το πρώτο ταμπλόιντ της Ελλάδας. Το σημερινό σχήμα των εφημερίδων. Αναλαμβάνει ο Μαγγανάρης. Εγώ που ήμουν ψώνιο, κυκλοφορούσα με γκαμπαρντίνα, καπέλο και μπερέτα σε θήκη. Είχα διαβάσει όλα τα τεύχη της «Μάσκας», όλα τα αμερικανικά pocket books. Πάω στον Μαγγανάρη, τον βλέπω και του λέω διάφορα. Με άκουγε με ένα μισοχαμόγελο. Οταν τελείωσα, με ρώτησε: «Τι θέλεις από μένα;». Του απαντώ: «Να γράφω το αστυνομικό διήγημα κάθε εβδομάδα». Παρασύρθηκε από το πάθος μου και ενώ είχε κλείσει με ζημιά η «Μάσκα» μού λέει: «Δεν θα έλθεις στον “Ταχυδρόμο”, θα ξαναβγάλουμε τη “Μάσκα”». Εφυγα από τη Χρήστου Λαδά, όπου ήταν τα γραφεία του «Ταχυδρόμου», και πετούσα. Ξαφνικά βρίσκω τον εαυτό μου, 17 ετών, βοηθό του δασκάλου Μαγγανάρη.
Από πού εμπνεόσαστε τους ήρωες;
Από τη ζωή! Από τις εφημερίδες. Από τα γεγονότα. Από μια ικανότητα να διαβλέπω. Να καταλαβαίνω τη φυσιογνωμία του άλλου. Να διαβάζω ανθρώπους. Να διαβάζω καταστάσεις. Εγώ δεν διάβασα κανένα από τα βιβλία που διαβάσατε όλοι σας, εννοώ Μαρξ – Λένιν.
Αλλά;
Μόνον ό,τι είχε να κάνει με το είδος μου. Διάβασα από Πόε, μέχρι που μετέφρασα καταρχήν 300 τεύχη «Μυστηρίου» και 300 τεύχη «Μάσκας». Οταν λέω μετέφρασα, εννοώ διασκεύασα. Οταν παίρνεις ένα βιβλίο 190 σελίδων και το κάνεις 30, καταλαβαίνεις τι ικανότητα απέκτησα. 75 γουέστερν για τη «Φαντασία», 50 αστυνομικά και γουέστερν για εκδοτικούς οίκους, μεταφράζω επίσης καμιά δεκαριά κλασικά, όπως τα «Ρομπέν των Δασών», «Ολιβερ Τουίστ», γράφω τρία βιβλία για το αυτοκίνητο.
Στις αστυνομικές ιστορίες ποια είναι η βάση; Η ψυχολογία του ήρωα; Μια άλλη ματιά στην κοινωνία; Η μάχη του Καλού με το Κακό;
Δεν υπάρχει αστυνομική ιστορία. Αναφέρομαι στο τελευταίο μου βιβλίο που εξέδωσε το Public για την ιστορία του αστυνομικού μυθιστορήματος, με τίτλο «Και εγένετο αστυνομικό μυθιστόρημα», που τελικά είχε τίτλο «Pulp Fiction». Είναι για τα περιοδικά εκείνα που κυκλοφόρησαν από το ’20 έως το ’50 και ανέδειξαν μεγάλους αμερικανούς συγγραφείς, οι οποίοι πάντως δεν έγραφαν αστυνομικά αλλά ντετέκτιβ στόρι. Η Αγκαθα Κρίστι δεν έγραψε ποτέ αστυνομικό. Ιστορίες μυστηρίου και ντετέκτιβ στόρι με ήρωα τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαρό έγραψε. Αστυνομικό λέγεται το διαδικαστικό αστυνομικό στο οποίο γίνεται ένα έγκλημα, αναλαμβάνει η αστυνομία, εξετάζει τα στοιχεία και καταλήγει στον δολοφόνο. Ο καθηγητής Γιάννης Πανούσης είπε πως το βιβλίο μου πρέπει να διδάσκεται στο πανεπιστήμιο. Και συμφώνησε και ο Πάνος Σόμπολος. Υποείδη όλα αυτά του αστυνομικού: π.χ. θρίλερ, ιστορία μυστηρίου.
Ο Μαρής;
Ο Μαρής έκανε γενναία προσπάθεια να μιμηθεί τον Σιμενόν, πολύ καλός. Τον γνώρισα πολύ όμως και πικράθηκα. Από το 1955 μέχρι το 1958 δεν είχα δουλειά. Το ’58 ο Πεχλιβανίδης της Ατλαντίδος αποφασίζει να βγάλει τα πρώτα βιβλία τσέπης στην Ελλάδα. Και ορίζει καπετάνιο τον Μαρή. Ο Μαρής με παίρνει βοηθό. Εχω γράψει τότε ήδη δύο μυθιστορήματα και του δίνω το ένα να το βάλει στη σειρά. Του άρεσε. Αλλά δεν το έβγαζε. Μια μέρα τον στριμώχνω στο γραφείο του στην «Ακρόπολη» ενώπιον των Βασίλη Τσιμπιδάρου και Σόλωνα Γρηγοριάδη. Και μου λέει ανεπίτρεπτα «δεν μπορώ να σε βοηθήσω, γράφεις καλύτερα από μένα». Μου έκοψε τα πόδια.
Ποια η ιδανική πλοκή ενός μυθιστορήματος;
Ενα από τα δικά μου αρχίζει ως εξής: «Την πρώτη φορά που είδα τον ανθρωπάκο ήταν σε μια παρουσίαση βιβλίου, τη δεύτερη φορά τον είδα ξαπλωμένο στην πιλοτή της πολυκατοικίας του με πέντε σφαίρες στο στήθος». Τι έγινε από τότε μέχρι τότε; Τον πιάνεις τον αναγνώστη από τα μούτρα. Παράδειγμα, το «Ιντριγκα στο Ιόνιο», από τα καλύτερά μου. Ο ήρωάς μου εμφανίζεται στη σελίδα 50. Ξυπνάει και βλέπει δίπλα του μια κούκλα ολόγυμνη να κοιμάται και λέει μέσα του: πού στο καλό βρέθηκε αυτή;
Δώστε μας λίγο το ιστορικό πλαίσιο της «Μάσκας».
Πιάνω δουλειά στη «Μάσκα» το 1955 και γράφω την πρώτη ιστορία του Λέμι Κόσιον. Η «Μάσκα» εκδόθηκε πρώτη φορά το 1935 και έκλεισε το 1939 λόγω πολέμου. Εκδόθηκε ξανά το 1946 μέχρι το 1949 επειδή δεν μπορούσαν να μεταφράσουν από τα αμερικανικά, γιατί οι αμερικανικές ιστορίες ήταν 70.000 λέξεις και η «Μάσκα» επιτρεπόταν να δημοσιεύσει μέχρι 30.
Γιατί;
Μα για να πάρεις δημοσιογραφικό χαρτί έπρεπε το κυρίως ανάγνωσμα να μην ξεπερνάει το ήμισυ των σελίδων. Σε 40 σελίδες δεν χωρούσαν 70.000 λέξεις. Και ενώ ήταν η χρυσή εποχή της «Μάσκας» και ο κόσμος λαχταρούσε να διαβάσει, αυτή κλείνει.
Και;
Ξαναβγαίνει το 1955 με νούμερο ένα γραφιά εμένα. Μετά κλείνει ξανά, φεύγω εγώ στους έξι μήνες. Για τρία χρόνια έγιναν διάφορες απόπειρες, αλλά απέτυχαν. Το 1958 τσαντισμένος πάω στον Θεοφανίδη και του λέω: έλα να βγάλουμε το «Μυστήριο» που ήταν το αντίπαλον δέος της «Μάσκας» – πρωτοκυκλοφόρησε το 1935 επίσης. Με αγάπαγε ο Θεοφανίδης επειδή ήμουν ευγενικά θρασύτατος. Τον έλεγα «σερίφη» γιατί ντυνόταν περίεργα, με γιλέκο, πλατύγυρο καπέλο και σακάκι σαν ρεντιγκότα. Εγραφα 40 σελίδες την εβδομάδα επί 300 τεύχη χωρίς το όνομά μου.
Ποιοι άλλοι γράφανε;
Δεν γράφανε. Μεταφράζανε. Δεν έμπαιναν ονόματα, άρα δεν ξέρω.
Μπορεί να ήταν και γνωστοί;
Πιθανώς ο Βασίλης Κοχλατζής της παλιάς «Μάσκας». Δεν φανέρωναν τα ονόματά τους, επώνυμα μόνον ο Νίκος ο Μαράκης. Ηξερε να γράφει καλά. Και με εκτιμούσε επίσης. Δημιούργησε τον Τζιμ Κάρβας ως ήρωα. Το «Μυστήριο» βγάζει 300 τεύχη σε πέντε χρόνια. Ο Μαγγανάρης είχε μείνει στον άσο. Αλλά είχε τεράστιο στοκ τευχών. Τα οποία πούλησε προς 50 λεπτά το ένα σε έναν άγνωστο άνθρωπο στο Μοναστηράκι, που βασική δουλειά είχε να φτιάχνει ζεμπίλια (ελαστικό αυτοκινήτου με δύο χερούλια, με το οποίο τότε κουβαλούσαν οικοδομικά υλικά). Είχε βγάλει αυτός τρομερά λεφτά, αγοράζει όλο το στοκ, χιλιάδες τεύχη. Και τα κυκλοφορεί προς μιάμιση δραχμή, που ήταν πολλά λεφτά για τότε. Η «Μάσκα» κάνει θραύση. Το ’63 την εκδίδει ο Δαρεμάς με διευθυντή σύνταξης εμένα για έντεκα χρόνια.
Γιατί «Μάσκα»;
Προήλθε από το αμερικανικό περιοδικό «Η Μαύρη Μάσκα».
Απορώ πώς αισθάνεστε που σήμερα φοράμε όλοι μάσκες.
Ενας μού έκανε καλαμπούρι στο Facebook: εσύ – μου λέει – πάντα με τη «Μάσκα» είσαι!
Γνωρίσατε και τον Στέλιο Ανεμοδουρά του «Μικρού Ηρωα»;
Φίλος μου. Στην εφημερίδα «Εξπρές» δουλέψαμε μαζί. Καθόμασταν σε γειτονικά γραφεία. Αγαπηθήκαμε. «Ρε Τζίμμυ», μου λέει μια μέρα, «δεν βγάζουμε ένα περιοδικό γουέστερν;». Και βγάλαμε το «Καουμπόι Φάντασμα». Αλλά εγώ δεν μπορούσα να γράψω παιδικά.
Τι ήταν η ταινία «Νυχτοπερπατήματα», της οποίας είδα πως είχατε το σενάριο;
Είχα κάνει για το περιοδικό «Φαντασία» (το πρώτο περιοδικό που έκανε εξώφυλλο έλληνα ηθοποιό) ρεπορτάζ με τίτλο «Η Αθήνα τη νύχτα». Κάθε βράδυ με φωτογράφο και βοηθό κατέγραφα περιστατικά σε μαγαζιά της νυχτερινής Αθήνας, πήγαινα και Τρούμπα και με ξέρανε όλες. Μου λέγανε τις ιστορίες τους. Ξεκίνησε ως ταινία με περιστατικά που είχα ζήσει τη νύχτα και θα τη σκηνοθετούσα εγώ. Τα «Νυχτοπερπατήματα» γίνανε τελικά χωρίς εμένα. Το σενάριο ξεκίνησε δικό μου και κατέληξε άλλου.
Το σίριαλ «Ο δολοφόνος που έκλαιγε»;
Η Χωροφυλακή και η Αστυνομία τότε, το ’70, θέλανε να κάνουν – είχαν κακή φήμη – σίριαλ για την τηλεόραση που να μην τους δείχνει κακούς. Ηλθαν σε μένα. Εγώ είχα μια προσεκτική άποψη για την Αστυνομία: την έβλεπα ως θεσμό, όχι τους διεφθαρμένους βέβαια. Το γράφω τότε, το σκηνοθετώ, το μοντάρω και γίνεται χαμός με το πρώτο επεισόδιο, αλλά ο φθόνος καραδοκεί και του αλλάζουν ώρα. Μέχρι αστυνομικό τμήμα μετακίνησα για τα γυρίσματα, αλλά βοήθησαν πολύ οι Αθηναίοι.
Τώρα γράφετε;
Τελείωσα το όγδοο μυθιστόρημα για το Amazon. Γράφω και διάφορα περιστατικά της ζωής μου στο Facebook επίσης.
Είχατε και δράση στη διαφήμιση.
Το ’90 έκανα τη δική μου εταιρεία και γύρισα πέντε τηλεταινίες για την ΕΡΤ. Τις παραγωγές παλιά μού τις έκανε η διαφημιστική Victory που έβρισκε και τον διαφημιστικό χρόνο. Με είχε πάρει τότε για να της κάνω τα διαφημιστικά.
Ενα παράδειγμα, είχαν έλθει οι πρώτες μπριζόλες κατεψυγμένες, οπότε σκαρφίστηκα ένα σενάριο που εικονογράφησε ο Πολενάκης ως εξής: εμφανίζεται μια μπριζόλα κούκλα σε πάγκο κουζίνας και σε ένα ανοιχτό συρτάρι είναι ξαπλωμένα πιρούνια που τη φλερτάρουν! Χάλασε ο κόσμος.
«Μάσκα» σήμερα θα βγάζατε;
Εχω έτοιμα σε ηλεκτρονική μορφή 15 τεύχη. Κάποιος όμως έχει κατοχυρώσει τον τίτλο και δεν μπορώ να τα βγάλω.