Το 1947 ο Αντώνης Σαμαράκης είναι 28 ετών. Εχουν περάσει αρκετά χρόνια από τη δημοσίευση των πρώτων ποιημάτων του, ήδη τη δεκαετία του 1930, και μόλις τρία από τη σύλληψη και απόδρασή του από τους Ναζί. Ζει, λοιπόν, και αυτός στην Ελλάδα του εμφύλιου σπαραγμού. Τότε γράφει το «Γιατί είμαι χριστιανός», με νεανική ορμή και από την οπτική ενός ανθρώπου που δεν ανήκει στην Εκκλησία. Το κείμενο ανακαλύφθηκε στο προσωπικό του αρχείο από τη σύζυγό του Ελένη μόλις πέρυσι και συνέπεσε με το Ετος Αντώνη Σαμαράκη, όπως είχε ανακηρύξει το υπουργείο Πολιτισμού. «Δεν γνωρίζω αν έχει κυκλοφορήσει ζωντανότερο κείμενο που να περιγράφει πώς ένας κοσμικός χριστιανός ζει την πίστη του» σημειώνει ο μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος στην εισαγωγή πλέον του τομιδίου, που αναμένεται από τις εκδόσεις Ψυχογιός στις 21 Ιανουαρίου, σε επιμέλεια του Θανάση Θ. Νιάρχου. «Καταιγισμός βιωμάτων» επισημαίνει ο μητροπολίτης.
«Ο,τι πιο επίκαιρο. Ο,τι πιο αναγκαίο. Ο,τι πιο φωτεινό. Ο,τι πιο ελπιδοφόρο. Καθόλου αντιρρητικό, καθόλου προσβλητικό ή επιθετικό. Δεν είναι απολογία αλλά ομολογία. Ομολογεί την πίστη του, εκφράζει την καρδιά του, δεν θίγει κανέναν και καμία άλλη πίστη». Και ο Θ. Νιάρχος σημειώνει απ’ την πλευρά του: «Μέσα στον ζόφο της δεκαετίας του ’40 ο Αντώνης Σαμαράκης, αυτοσχεδιάζοντας θα έλεγε κανείς και με μια διάθεση να παρηγορήσει τόσο τους άλλους όσο και τον εαυτό του – όταν διαπρεπή φιλοσοφικά πνεύματα στην Ευρώπη είχαν ήδη καταπιαστεί να αποτιμήσουν τη χρεοκοπία της πνευματικής καλλιέργειας της προσανατολισμένης στο ανθρωπιστικό ιδεώδες -, δείχνει όχι απλώς να ανασύρει αλλά σχεδόν να εγκαθιδρύει εξ υπαρχής τη χριστιανική παρακαταθήκη είκοσι αιώνων. Με έναν τρόπο όμως κάθε άλλο παρά διδακτικό αλλά με το χαρμόσυνο αίσθημα μιας σύντομης ή παρατεταμένης εκδρομής που βιώνεται ως αποκάλυψη». «ΤΑ ΝΕΑ» παρουσιάζουν σήμερα ένα εκτενές απόσπασμα, με την άδεια του εκδοτικού οίκου.
Ζήσαμε: Είδαμε, πάθαμε, μάθαμε, ξέρουμε τώρα. Επομένως μπορώ να μιλήσω με τόλμη αυτή τη στιγμή για τον χριστιανισμό μου. Με την τόλμη που σου δίνει το γεγονός ότι προτού ν’ αγαπήσεις βαθιά κάτι, το ‘χες μισήσει βαθιά. Με τόλμη μπορεί να μιλήσει για τη ζωή… ένας που έχει κιόλας πεθάνει.
Διάβασα -και το διαβάζω συχνά αυτό τον καιρό- ότι ο χριστιανός είναι τάχα ρομαντικός, ότι το χριστιανικό άτομο είναι το κατεξοχήν ρομαντικό. Προσωπικά δε συμφωνώ μ’ αυτή τη γνώμη, γιατί μου φαίνεται λαθεμένη κι επιπόλαιη. Γιατί, αν η χριστιανική ιδέα -σαν κάθε ιδέα- περιέχει μια δόση ρομαντισμού αυτή καθεαυτή, τότε η πραγμάτωση αυτής της ιδέας -και αυτό είναι κάτι που μας ενδιαφέρει το πιο πολύ- η πραγμάτωση, λοιπόν, αυτής της ιδέας, της χριστιανικής, θα γίνει εδώ και μοναχά εδώ, σ’ αυτήν εδώ τη ζωή, την καθημερινή ζωή, τη ρεαλιστική, αν θέλετε, ζωή, και θα γίνει με μέσα καθημερινά, ρεαλιστικά. Ωστε αν θέλουμε να προσδιορίσουμε ποιο είναι το κατεξοχήν χριστιανικό άτομο, και αν θέλουμε να είμαστε κατεξοχήν συνεπείς προς την πραγματικότητα, τότε θα χρειαστεί να ομολογήσουμε ότι το χριστιανικό άτομο είναι -κατεξοχήν, πάντα- ρεαλιστικό.
Αυτός ο πλησίον, που είναι το medium ανάμεσα σε μένα και τον χριστιανικό Θεό, αυτή η αίσθηση αυτού του πλησίον με βεβαιώνει ότι εγώ υπάρχω. Οσο νιώθω ότι εδώ χάμω, σ’ αυτή τη ζωή, δε βρίσκομαι μόνος, ολομόναχος, παρέα με τον εαυτό μου μοναχό, τόσο βεβαιώνομαι ότι υπάρχω.
Γιατί ο ήρωας της εποχής μας έφτασε στο καθόλου ηρωικό σημείο ν’ αναρωτιέται, όχι πια ν’ αναρωτιέται to be or not to be, να υπάρχει κανείς ή να μην υπάρχει (και όχι να ζει κανείς ή να μη ζει, όπως ανόητα και μελοδραματικά μεταφράζεται στα καθ’ ημάς), ο ήρωας, λοιπόν, της εποχής μας αναρωτιέται: Υπάρχω ή δεν υπάρχω;
Τούτο δε το τραγικό ερωτηματικό, του γιατί όλη αυτή η ζωή που μας περιβάλλει είναι φανταστική, είναι, αλίμονο, τόσο ελάχιστα πραγματικό. Και ο “γυρισμός” για τον ήρωα της εποχής μας δεν είναι τίποτε άλλο παρά “γυρισμός” στην πραγματικότητα, τη χριστιανική πραγματικότητα που είναι αυτή η ίδια η πραγματικότητα. Και είναι αυτή η χριστιανική πραγματικότητα η μόνη καθολική πραγματικότητα, πραγματικότητα που η αρμοδιότητά της φτάνει ως το πιο μακρινό συνοριακό φυλάκιο της οικουμένης, πραγματικότητα που κλείνει μέσα της ολόκληρη την ύπαρξή μας, ενώ οι άλλες οι πραγματικότητες είναι τεμάχια πραγματικότητας, φλούδια πραγματικότητας, αποσπάσματα πραγματικότητας. Να, λόγου χάρη, η πραγματικότητα της τέχνης, η πραγματικότητα της χημείας, η πραγματικότητα της φαντασίας, ναι, της φαντασίας, γιατί όχι; Ολα αυτά περιέχονται μέσα στη χριστιανική πραγματικότητα. Κι εγώ, ο χριστιανός, είμαι ο άνθρωπος της πραγματικότητας.
Βρίσκονται τώρα μερικοί που είναι τόσο πολύ γενναίοι, ή τόσο πολύ τρελοί, ώστε να την αρνούνται αυτή την πραγματικότητα. Μα η πραγματικότητα έχει έναν και μοναδικό τρόπο για να σου επιβάλει την αλήθεια της, για να σε πείσει για την αλήθεια της: Σε συντρίβει κάτω απ’ αυτήν.
Ετσι και ο χριστιανισμός, αυτή η πραγματικότητα ζωής, όσο επιμένεις να την αγνοείς, να ζεις έξω και πέρα απ’ αυτήν, έρχεται τότε μια στιγμή που νιώθεις ότι πεθαίνεις δίχως να ‘χεις πρωτύτερα ζήσει, που νιώθεις ακόμη ότι έζησες πεθαίνοντας κάθε στιγμή της ζωής σου.
Τι είναι ποίηση; Χμ! Πολλά θα μπορούσε ν’ αραδιάσει κανείς πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Εγώ, αυτή τη στιγμή, δε βρίσκω να πω τίποτε άλλο από αυτό εδώ: Ποίηση είναι ένας στίχος. Ολόκληρη η ποίηση είναι πολλές φορές, αν όχι πάντα, ένας και μόνο στίχος, ένας αληθινός, συγκεκριμένος, γνήσιος στίχος. Αυτή όμως η αντιστοιχία του ενός με το όλον παρατηρείται μονάχα στα αληθινά, στα απλά γεγονότα. Και η ποίηση είναι ένα τέτοιο αληθινό γεγονός. Ετσι και με τη χριστιανική αλήθεια. Να, το παραμικρό κύτταρο χριστιανικής αλήθειας είναι ζωή, είναι η ζωή, είναι ολόκληρη η ζωή.
Είμαι χριστιανός γιατί απόκτησα μέσα στον χριστιανισμό μου, εξαιτίας του χριστιανισμού μου, συνείδηση της αδυναμίας μου. Και αυτό ακριβώς είναι εκείνο που με κάνει δυνατό, τόσο δυνατό ώστε και τις ίδιες τις αδυναμίες να τις ξεπερνώ.
Τα πάντα εδώ στον χριστιανισμό είναι γεμάτα φως. Αυτή η λέξη πάει κι έρχεται στο στόμα του Κυρίου. Φως! Εδώ δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή σκιά, ούτε ο παραμικρός μυστικισμός… Ανεξάρτητα από τη στραβή πρακτική που πήρε ο χριστιανισμός στο ζήτημα του μυστικισμού, όμως στη διδασκαλία του Χριστού, που είναι, στο κάτω κάτω, ο χριστιανισμός, δεν υπάρχει το ελάχιστο ίχνος μυστικισμού. Τώρα, αυτοί που επιμένουν ότι ο χριστιανισμός στην ουσία του περιέχει μυστικισμό σημαίνει ότι, για να βλέπουν μυστικισμό εκεί όπου δεν υπάρχει ούτε γραμμάριο από δαύτον, τότε, μα την αλήθεια, πρέπει να κρύβουν μέσα τους αυτοί οι ίδιοι αποθέματα μεγάλα μυστικισμού.
Ισα ίσα οι χριστιανοί τραβάνε μπροστά, ολόισια μπροστά και μέσα στη ζωή, “οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν”. Οι χριστιανοί είναι δημόσια πρόσωπα. Είμαι χριστιανός, δεν κρύβομαι πίσω απ’ το δαχτυλάκι μου. Μ’ ανοιχτά χαρτιά παίζω με τη ζωή. Μ’ ανοιχτά χαρτιά…
Τα γράφω όλα αυτά σχετικά με τον χριστιανισμό μου με το κύρος αυτού που γνωρίζει. Γιατί, για να γνωρίσεις κάποιον, πρέπει να τον έχεις μισήσει πρωτύτερα, πριν ακόμη τον αγαπήσεις.
Είμαι χριστιανός γιατί αυτός ο χριστιανισμός με πείθει. Και με πείθει, ίσως, πρώτα πρώτα με τον αέρα του! Ο χριστιανισμός είναι κήρυγμα για ταπεινοσύνη, αλλά κήρυγμα περήφανο αυτό καθεαυτό. Εχει αέρα ο χριστιανισμός. Δεν έρχεται στην ψυχή μου με φόβο, με ζικ ζακ. Τραβάει ολόισια, κατευθείαν μέσα μου, σαν να ‘ναι όχι ένας ξένος για την ψυχή μου, ή ο νοικάρης της που της χρωστάει το νοίκι και τρυπώνει στα κρυφά, σαν κλέφτης… Τραβάει ολόισα μέσα στην ψυχή μου ο χριστιανισμός, αυτός ο κύριος, ο ιδιοκτήτης της ψυχής μου. “Καὶ ἦν διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων…” Ναι, το νιώθω, Αυτός, ο Χριστός, είναι ο μόνος που έχει εξουσία ν’ απλώνει το χέρι Του στην ψυχή μου. Με το “έτσι θέλω” μ’ έκανε δικό του ο Κύριος. Να κι εγώ γιατί είμαι χριστιανός, γιατί έτσι θέλω»