«Από γεωγραφική άποψη, η απόληξη εκείνη της Βαλκανικής αποτελεί μέρος της Ευρώπης, παρ’ όλο που οι ιθαγενείς της χώρας εκείνης, αν όχι καθόλου Ευρωπαίοι, οπωσδήποτε θεωρούνται Ευρωπαίοι δευτέρας κατηγορίας […] Η έλλειψη ευρωπαϊκού χαρακτήρα στους ιθαγενείς, γεγονός που πρώτοι αυτοί οι ίδιοι όχι μόνο αναγνώριζαν αλλά και είχαν προτείνει επιπλέον ως δεδομένο, ευνοούσε την καλλιέργεια της αποικιοκρατικής υπεροψίας των εκλεκτών και την επίδειξη υπεροχής απέναντί τους». Η περιγραφή αυτή της Ελλάδας και των κατοίκων της δεν προέρχεται από κάποιον υψηλόβαθμο κεντρο-δυτικο-ευρωπαίο αξιωματούχο των Βρυξελλών ή τον περιβόητο κ. Σόιμπλε ή τον εκδότη, ας πούμε, του εξίσου περιβόητου γερμανικού περιοδικού «Focus». Είναι δημιούργημα της εκλεπτυσμένης γραφίδας ενός από τους πιο αξιόλογους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, του Αλμπέρτο Σαβίνιο, κατά κόσμον Αντρέα ντε Κίρικο, αδελφού τού Τζιόρτζιο ντε Κίρικο. Γεννημένοι στον Βόλο, οι αδελφοί Ντε Κίρικο έζησαν σημαντικό μέρος της εφηβείας τους στην Αθήνα. Το απόσπασμα που παρέθεσα, σε μετάφραση του Πέτρου Λεκαπηνού, είναι από ένα ενδιαφέρον του μυθιστόρημα με διάφορες αυτοβιογραφικές αναφορές, την «Παιδική ηλικία του Νιβάζιο Ντολτσεμάρε». Το γεγονός ότι το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε το 1941, έναν χρόνο μετά την ήττα των Ιταλών από τους Ελληνες, ίσως να δικαιολογεί εν μέρει την παιγνιωδώς αλαζονική στάση του αφηγητή έναντι των «ιθαγενών» κατοίκων της γενέτειράς του.
Οπως και να ‘χει, διατυπωμένη από έναν κοσμοπολίτη Ευρωπαίο ο οποίος έτρεφε μεγάλη εκτίμηση για την κλασική Ελλάδα αλλά και περιφρόνηση για τη σύγχρονη, αποτελεί χαρακτηριστική έκφανση αυτού που έχω ορίσει σε γραπτά μου ως την παρα-περιθωριακή θέση της Ελλάδας στο εν γένει φαντασιακό των Ευρωπαίων. Ο Σαβίνιο δεν είναι ο μόνος λόγιος εκπρόσωπος ή τουλάχιστον εκφραστής του εν λόγω φαντασιακού. Ηδη στις αρχές του 19ου αι., το 1810, ο Μπάιρον, πριν μεταμορφωθεί σε λάβρο φιλέλληνα, αποκαλούσε τους σύγχρονούς του Ελληνες «πιθανούς κατεργάρηδες, με όλα τα ελαττώματα των Τούρκων, αλλά χωρίς τη γενναιότητά τους».
Εχω γράψει αλλού ότι η θέση στη Δυτική Ευρώπη και το φαντασιακό της της Ελλάδας, από την πολιτική της συγκρότηση ως κράτους πριν από δύο αιώνες περίπου μέχρι και σήμερα, μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα ως έκφανση μιας ιδιότυπης κατάστασης την οποία ονομάζω «παρα-περιθωριακότητα». Εξηγούμαι: ως προς την ιστορία και την πολιτισμική κληρονομιά, η Ελλάδα θεωρείται ότι εν πολλοίς εκπροσωπεί τις απαρχές του λεγόμενου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Οι απαρχές αυτές συμπεριλαμβάνουν πρωτίστως την κλασική αρχαιότητα, αλλά και πτυχές του (συχνά και μάλλον παρανοϊκά απορριπτόμενου από τους ίδιους τους Ελληνες) Βυζαντίου. Από αυτή την άποψη η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού φαντασιακού. Ως προς τις σύγχρονες πολιτικές, οικονομικές και πολιτιστικές (αν)ισορροπίες, η Ελλάδα θεωρείται ότι κατέχει μία θέση εγγύτερα στις παρυφές, μάλλον, παρά στο κέντρο της Ευρώπης. Οχι ακριβώς στο περιθώριο, αλλά «παρά», δίπλα, κοντά σ’ αυτό.
Πρόκειται για θέση εξόχως μεταιχμιακή. Οπως κάθε μεταιχμιακή κατάσταση, έτσι και αυτή διακρίνεται από μια ταλάντευση μεταξύ, ή μάλλον συνύπαρξη, αντιθετικών στοιχείων και τάσεων: δύναμη και αδυναμία, αποδοχή και απόρριψη, οικείο και ανοίκειο. Υπό αυτή την οπτική, η Ελλάδα, 40 περίπου χρόνια μετά την αποδοχή της από την ευρωπαϊκή «εταιρεία», τελεί σε καθεστώς ταλαντευόμενης οριστικής (επαν)ένταξής της στο ευρωπαϊκό φαντασιακό. Πρόσφατο περίτρανο σύμπτωμα της ιδιότυπης αυτή σχέσης; Τη δυστοκία, αν όχι αδιαφορία πολλών ευρωπαϊκών κρατών με προεξάρχουσα τη Γερμανία, σχετικά με τις υποτιθέμενες επερχόμενες κυρώσεις της ΕΕ εις βάρος της Τουρκίας εξαιτίας των συνεχιζόμενων επιθετικών ενεργειών της τελευταίας εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου, εν μια νυκτί διαδέχθηκε η έντονη, άκρως επιθετική καταδίκη της γείτονος ακόμη και από τα χείλη γερμανών εκφραστών της ευρωπαϊκής… «αλληλεγγύης» μόλις ο τούρκος πρόεδρος έθιξε «τα ιερά και όσια» της Ευρώπης, που στο κεντρο-δυτικό ευρωπαϊκό φαντασιακό ενσαρκώνονται από ηγέτες μεγάλων δυνάμεων όπως η Γαλλία. Η κραυγαλέα αυτή ανισορροπία στις αντιδράσεις της ΕΕ είναι ενδεικτική βαθιών δομικών τάσεων και εντάσεων που δικαιολογούν τις κατά καιρούς αλληλο-(α)-κυρώσεις που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις Ελλάδας και ΕΕ.
Θα ήταν αφελές να ισχυριστεί κανείς ότι τα ανακλαστικά της ηγέτιδος της ΕΕ Γερμανίας λειτούργησαν ως ακυρωτικά των λεκτικών τουρκικών επιθέσεων στο συμβολικό κέντρο, την καρδιά του ευρωπαϊκού φαντασιακού, για λόγους μόνο και μόνο ιδεολογικούς. Λόγοι διπλωματικοί, πολιτικοί, οικονομικοί και επικοινωνιακοί είχαν και εδώ το πρώτο χέρι. Παραμένει, ωστόσο, αξιοσημείωτο ότι οι τόνοι εκ μέρους της ΕΕ και του προεδρεύοντος κράτους ανέβηκαν, τουλάχιστον σε επίπεδο συμβολικό, μόλις ο τούρκος πρόεδρος υπονόμευσε ανοιχτά, αν και μόνο λεκτικά, την εμβληματική υπόσταση μιας χώρας που βρίσκεται στο κέντρο της ΕΕ, ενώ η τελευταία στέκεται σχεδόν απαθής στην παραβίαση από την Τουρκία του διεθνούς δικαίου και στις επιθετικές της ενέργειες εις βάρος μιας χώρας που κείται στο «παρα-περιθώριο» της ΕΕ. Δεν ισχυρίζομαι ότι όλα ανάγονται ή οφείλονται σε ενέργειες ή αιτίες συμβολικής/ιδεολογικής υφής. Παντού και πάντα, δυστυχώς, στις διακρατικές σχέσεις η Realpolitik έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Αυτό διδάσκει η Ιστορία. Οι συμβολικοί κώδικες, ωστόσο, συμβάλλουν αρκετά στην εσωτερίκευση και κατ’ έθος εδραίωση και αποδοχή προτεραιοτήτων και επιδιώξεων που εξυπηρετούν τα πιο πρακτικά και απτά τελικά αίτια των (συχνά στυγνών) πολιτικών επιλογών – σε επίπεδο τόσο εσωτερικής όσο και διεθνούς πολιτικής.