«Εσείς καταλαβαίνετε τι θέλουν οι παπάδες;». Η ερώτηση ήλθε από την κυρία στο περίπτερο, καθώς πλήρωνα τις εφημερίδες παραμονή των Θεοφανίων. Τι να της πω; Αφενός ούτε εγώ είχα την πλήρη εικόνα των γεγονότων, αφετέρου δεν ήθελα να τη στενοχωρήσω ούτε να τη σοκάρω με τη γενικότερη γνώμη μου για την Εκκλησία. «Αυτό που παθαίνει το εγγονάκι σας, όταν χωρίς αφορμή αρχίζει να χτυπιέται κάτω και να ουρλιάζει», της απάντησα.
Το είπα έτσι, για να αποφύγω την κουβέντα· είχα δίκιο όμως, όπως διαπίστωσα αργότερα εξετάζοντας τα γεγονότα. Η άρνηση της Εκκλησίας να συμμορφωθεί με τα έκτακτα μέτρα, κυρίως όμως ο υπεροπτικός τρόπος με τον οποίο την εξέφρασε, ήταν ένα «tantrum», όπως έχει επικρατήσει να λέγονται διεθνώς οι αναίτιες κρίσεις νεύρων των νηπίων.
Η Εκκλησία ζορίστηκε τα Χριστούγεννα, ζορίστηκε και την Πρωτοχρονιά, δεν άντεξε άλλο και με τα Θεοφάνια ξέσπασε. Οι ιεράρχες (με τιμητική εξαίρεση τον Κοζάνης) αντέδρασαν σαν τα κακομαθημένα παιδιά, που όλο αυτό τον καιρό έκαναν χάρη στους γονείς τους δείχνοντας υπομονή. Χωρίς καμία επίγνωση, θαρρείς, των όσων συμβαίνουν γύρω. Λες και κάθε μέρα δεν πεθαίνουν 3.500 στις ΗΠΑ, 600 στη Βρετανία, 700 στη Γερμανία (στοιχεία της 5ης του μηνός). Ολα αυτά, ο μεγάλος και παράξενος κόσμος τριγύρω, είναι πρόβλημα των γονιών τους. Αυτά θέλουν την άμεση ικανοποίηση της επιθυμίας τους και, για να το πετύχουν, μπήζουν τις στριγγλιές.
Ευτυχώς, ο Σεβασμιότατος Αθηναγόρας, που εκπροσωπούσε την Ιερά Σύνοδο στο διάστημα αυτό, δεν έμπηξε τις στριγγλιές, ούτε πέταξε τα παιχνίδια του από το μπαλκόνι. Ισως να ήταν καλύτερα, όμως, αν το είχε κάνει, διότι η υπεροπτική επιθετικότητά του και η αγέρωχη αδιαφορία του για τις συνέπειες ενόχλησαν πολύ βαθύτερα. Ενόχλησαν μάλιστα έναν κόσμο μετριοπαθή, που διατηρεί μεν μια χαλαρή σχέση με την Εκκλησία, αλλά εν μέρει ταυτίζεται μαζί της. Η φράση του, «εμείς θα κινηθούμε όπως νομίζουμε και η κυβέρνηση ας κάνει ό,τι θέλει», νομίζω θα μείνει, κυρίως για την υπεροψία του ύφους του. Επίσης, μικροπρεπές και στα όρια του κωμικού ήταν το παιχνιδάκι γύρω από τη συμμετοχή ή μη του Αρχιεπισκόπου στην ορκωμοσία των νέων μελών της κυβέρνησης – το οποίο προφανώς παίχτηκε με τη συναίνεσή του.
Εδώ δεν μπορούμε να αποφύγουμε την ειρωνεία ότι μια τέτοια επίδειξη παλιμπαιδισμού εκδηλώνεται στον αντικειμενικά παλαιότερο θεσμό του έθνους, από πλευράς τουλάχιστον ιστορικής διάρκειας. Είναι αξιοσημείωτη τέτοια κρίση ανασφάλειας από έναν θεσμό με ιστορία αιώνων. Λες και φοβούνται ότι αν οι ναοί μείνουν κλειστοί μια εβδομάδα για τους πιστούς, δεν πρόκειται να ανοίξουν ποτέ ξανά. Μα είναι σοβαρά πράγματα;
Μπορεί να έχασε στο επίπεδο των εντυπώσεων, πάντως την αναμέτρηση με την κυβέρνηση η Εκκλησία την κέρδισε, αφού τελικά πέρασε το δικό της και το λοκντάουν δεν εφαρμόστηκε στα Θεοφάνια – το ανθρώπινο κόστος, βέβαια, θα φανεί σε δεκαπέντε ημέρες. Η Εκκλησία έπαιξε το παιχνίδι του καλού και του κακού μπάτσου, με τον Αθηναγόρα στον δεύτερο ρόλο και τον Αρχιεπίσκοπο στον πρώτο, και της βγήκε. (Σημειωτέον ότι ο Αθηναγόρας είναι από τους παλαιότερους και στενότερους συνεργάτες του Ιερωνύμου). Ισως ένας από τους λόγους του εκκλησιαστικού tantrum να ήταν η ανάγκη του Αρχιεπισκόπου να επιδείξει προς τους ακραίους της Ιεραρχίας την πυγμή του έναντι της κυβέρνησης.
Ενας επιπλέον λόγος ήταν και ο ανταγωνισμός, τον οποίο ανέδειξε η πανδημία, ανάμεσα στην επικρατούσα κατά το Σύνταγμα θρησκεία και την ανεπισήμως κρατούσα θρησκεία της Αριστεράς. Αν κουκουέδες και συριζαίοι μπορούν να κάνουν τις τελετές τους (Πολυτεχνεία κ.λπ.), γιατί όχι και οι παπάδες; Αν οι συνθήκες συντηρήσουν την αναμέτρηση των δύο θρησκειών, να μου το θυμηθείτε ότι πάμε σε πόλεμο. Εδώ δεν ζήσαμε τη φρίκη των θρησκευτικών πολέμων που πλημμύρισαν με αίμα την Ευρώπη. (Εμείς κάναμε εμφυλίους για σοβαρότερους λόγους…). Ισως είναι η ώρα να το περάσουμε και αυτό…