Οι υπάλληλοι του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου απευθύνουν επιστολή τους στον Πρωθυπουργό, διαμαρτυρόμενοι για το νομοσχέδιο που πρόκειται να καταθέσει στη Βουλή η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, με το οποίο τα πέντε μεγαλύτερα Μουσεία της χώρας (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου) παύουν να είναι υπηρεσίες του ΥΠΠΟ και μετατρέπονται σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.
Η επιστολή είναι ομολογουμένως άψογη κατά τα πάντα, συντεταγμένη από πρόσωπα υψηλής μορφώσεως και παιδείας. Ακόμη και η απειλή των κινητοποιήσεων, με την οποία κλείνει η επιστολή, διατυπώνεται με αξιοζήλευτη λεπτότητα! Ο συντάκτης της ξέρει, πράγματι, πώς να απευθύνει απειλή σε έναν Πρωθυπουργό. Τι θέλουν όμως οι υπάλληλοι του Μουσείου και καταφεύγουν στην επιστολή προς τον Πρωθυπουργό; Πολύ απλό: να παραμείνουν στον στενό δημόσιο τομέα.
Οχι μόνον απλό το αίτημά τους, εδώ που τα λέμε, είναι και σχεδόν κατανοητό μέσα στο γενικότερο κλίμα του κυνισμού που επικρατεί. Αλλά γιατί, βρε παιδάκι μου, θυσιάζουν τη σαφήνεια για χάρη της φιοριτούρας; Τόσο πολύ ντρέπονται να το θέσουν ευθέως;
Διαβάζεις για την ιστορία του Μουσείου, για την ανεκτίμητη προσφορά του στη διαμόρφωση της «ιδεολογικής ταυτότητας του νεοελληνικού κράτους», για τους ηρωικούς αγώνες των υπαλλήλων του σε χαλεπούς καιρούς και πρέπει να φθάσεις στην τελευταία παράγραφο της επιστολής των περίπου 600 λέξεων και, εκεί, στην προτελευταία πρόταση αποκαλύπτουν, επιτέλους, το κίνητρό τους. Θέλουν να μείνουν «εντός του πλαισίου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, της οποίας το Μουσείο πρέπει να συνεχίσει να είναι οργανικό τμήμα». Αυτό είναι το μέγιστο της ευθύτητας που μπορούν. Πιο σαφή τρόπο για να πουν ότι θέλουν να μείνουν υπάλληλοι του στενού τομέα του Δημοσίου δεν έχουν.
Ο δυσκολότερος αντίπαλος των μεταρρυθμίσεων είναι το βαθύ κράτος. Η συγκεκριμένη επιστολή είναι, νομίζω, μία από τις καλύτερες αποτυπώσεις που έχουμε του πνεύματος που διέπει το βαθύ κράτος. Θα πρέπει να συμπεριληφθεί σε ανθολογίες, σε αναγνωστικά και, γιατί όχι, αποσπάσματά της να μπαίνουν ως θέματα εκθέσεων στις εξετάσεις…
ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ
Για τον Αδωνι Γεωργιάδη, όλα πήγαν καλά στα Θεοφάνια, αφού η απόφαση της κυβέρνησης για τα μέτρα τηρήθηκε στο 99,9% των ναών, όπως είπε. Παρέλειψε, ωστόσο, να πει ότι η απόφαση αυτή ήταν προγενέστερη και αφορούσε την κατάσταση πραγμάτων όπως ήταν πριν από τα Χριστούγεννα, όχι όπως είναι τώρα· και τηρήθηκε, επειδή η Εκκλησία την επέλεξε και την επέβαλε. Η αρχική πρόθεση της κυβέρνησης ήταν το πλήρες λοκντάουν. Με άλλα λόγια, η Εκκλησία επέλεξε τη νομιμότητα που της ταίριαζε για τις περιστάσεις. Νομιμότητα a la carte, διαλέγω από τον κατάλογο ό,τι μου αρέσει.
Τηρουμένων των αναλογιών, η Εκκλησία έκανε όπως γινόταν κάποτε (τον καιρό της αστακομακαρονάδας) με τον λογαριασμό στα μπουζούκια: τον έστειλε πίσω και ζήτησε να τον κατεβάσουν. Ο μαγαζάτορας δέχθηκε – δεν μπορούσε να στείλει τους μπράβους να πλακώσουν ρασοφόρους – και αυτοί πλήρωσαν ό,τι ήθελαν. Βέβαια, θα έλθει σε δυο-τρεις εβδομάδες και ο άλλος λογαριασμός από τον συνωστισμό, τις ουρές και τη λαβίδα της μετάληψης.
Με αυτό τον λογαριασμό κατά νου, υποθέτω, ο νέος υπουργός Εσωτερικών, Μάκης Βορίδης, δήλωσε ότι ήταν ευθύνη της Εκκλησίας όσα έγιναν τα Θεοφάνια, υπονοώντας προφανώς και τις συνέπειές τους. Εχει ενδιαφέρον η απόκλιση των δύο παλιών φίλων στο συγκεκριμένο θέμα. Ο Γεωργιάδης παριστάνει ότι δεν τρέχει τίποτε και, ουσιαστικά, καλύπτει την Εκκλησία, ενώ ο Βορίδης της αποδίδει την ευθύνη. Η πρώτη είναι μία μάλλον προσωπική θέση, η άλλη είναι η επίσημη κυβερνητική. Σημειώνω την απόκλιση, διότι νομίζω μας δείχνει μια ακόμη διάσταση του πρόσφατου ανασχηματισμού, που μάλλον αγνοήθηκε από τους αναλυτές: την εξισορρόπηση των προσωπικοτήτων…