Ακόμη και η αύξηση της απόδοσης των δεκαετών ομολόγων στις ΗΠΑ, που έσπασε το φράγμα του 1%, δεν αποτυπώνει τόσο μια αρνητική οικονομική εκτίμηση, όσο την προσδοκία ακόμη μεγαλύτερων πακέτων οικονομικών ενισχύσεων και εκείνη την αύξηση του πληθωρισμού που θα ενεργοποιούσε και μικρή αύξηση των επιτοκίων.
Τα σημάδια που δικαιολογούν την θετική πορεία των αγορών
Η θετική αυτή πορεία των αγορών δείχνει καταρχάς να στηρίζεται σε πραγματικά δεδομένα. Η αμερικανική οικονομία υπέστη το 2020 μια χωρίς προηγούμενο συρρίκνωση, εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν για την πανδημία, ακολουθώντας σε αυτή την αρνητική πορεία το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας.
Η αναμενόμενη κάμψη της πανδημίας, ιδίως από τη στιγμή που ξεκίνησαν στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες τα μεγάλα προγράμματα εμβολιασμού, σημαίνει ότι το 2021 θα είναι μια χρονιά ανάκαμψης των οικονομιών. Βέβαια, όπως έχουν ήδη επισημάνει ως προς τις προβλέψεις τους οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, η ανάκαμψη αυτή δεν θα καλύψει όλες τις απώλειες του 2020 και γι’ αυτό θα χρειαστεί και το 2022 για να επιστρέψουμε στα προ πανδημίας επίπεδα. Όμως, σε κάθε περίπτωση θα έχουμε να κάνουμε με μια χρονιά ανάκαμψης και οι αγορές το προεξοφλούν.
Επιπλέον, με τους Δημοκρατικούς να αναλαμβάνουν τη διακυβέρνηση, έχοντας πια και την πλειοψηφία στη Γερουσία, μετά τις εκλογές στη Τζόρτζια, σημαίνει ότι θα δρομολογηθούν και σημαντικά οικονομικά πακέτα τόνωσης της οικονομία, κάτι που επίσης συντηρεί τις προσδοκίες των επιχειρήσεων. Ο συνδυασμός των πακέτων στήριξης και της εξόδου από την πανδημία δίνει άλλωστε και την προοπτικής μιας σταδιακά όλο και πιο στιβαρής ανάκαμψης της οικονομίας.
Και βέβαια παρά την εικόνα μιας μείζονος πολιτικής (και θεσμικής κρίσης) οι αγορές εκτιμούν ότι δεν διακυβεύεται ο ρόλος των μηχανισμών που ασκούν τη νομισματική πολιτική, ξεκινώντας από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα.
Υπάρχει κίνδυνος μιας νέας φούσκας;
Ωστόσο υπάρχουν και αυτοί που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την ανάπτυξη χαρακτηριστικών φούσκας στην αμερικανική οικονομίας, ιδίως σε σχέση με την αποτίμηση των μετοχών.
Για παράδειγμα, πρόσφατα ανακοινώθηκε ότι ο Έλον Μασκ έγινε ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου, καθώς η Tesla αποτιμάται πλέον στα 600 δισεκατομμύρια δολάρια. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτό είναι δικαιολογημένο γιατί είναι στην αιχμή της τεχνολογίας της αυτοκίνησης. Όμως, ακόμη και έτσι αυτό αναλογεί σε 1,24 εκατομμύριο δολάρια ανά αυτοκίνητο που πούλησε φέτος όταν για την General Motors το αντίστοιχο είναι 9.000 δολάρια.
Στο τέλος του 2020 ο δείκτης Buffett, που συγκρίνει την συνολική χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση με το ΑΕΠ, ξεπέρασε το προηγούμενο ανώτατο όριό του που ήταν στην εποχή της φούσκα των εταιριών του διαδικτύου το 2000, κινούμενος κατά 76% παραπάνω από τον ιστορικό μέσο όρο. Αυτό αποτυπώνεται επίσης και στον τεράστιο όγκο των δημόσιων εγγραφών για εταιρίες που μπήκαν για πρώτη φορά στο χρηματιστήριο.
Αυτό οδήγησε σε φαινόμενα όπως αυτά της εταιρείας Nikola. Η συγκεκριμένη εταιρία που προσπαθεί να είναι η Tesla των φορτηγών (και η οποία επίσης πήρε το όνομά της από τον Nikola Tesla) μπήκε στο χρηματιστήριο μέσα από τη συγχώνευση με μια εταιρία SPAC (μια εταιρία ειδικού σκοπού για τη συγχώνευση με μια ιδιωτική εταιρεία και την ταχύτερη είσοδο στο χρηματιστήριο) με μια αποτίμηση 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Μέσα στην μεγάλη ζήτηση για τις εταιρίες ηλεκτρικών οχημάτων η χρηματιστηριακή της αποτίμηση έφτασε τα 30 δισεκατομμύρια δολάρια. Βέβαια το πρόβλημα ήταν ότι η εταιρία στο μεταξύ δεν είχε καν φτιάξει ούτε ένα φορτηγό. Για την ακρίβεια δεν είχε καν φτιάξει το εργοστάσιο στο οποίο θα κατασκευάζονταν τα φορτηγά της (τα πρώτα οικοδομικά έργα ξεκίνησαν το φθινόπωρο).
Το πρόβλημα με τις μεγάλες φούσκες, όπως φάνηκε και με τη φούσκα των εταιριών του διαδικτύου αλλά και σε άλλες στιγμές είναι ότι συνήθως δεν σκάνε όταν υπάρξει μια απότομη και σαφής αρνητική αλλαγή σε κάποια παράμετρο. Τέτοια γεγονότα προκαλούν σχετικά σύντομες υποχωρήσεις και σχετικά γρήγορες ανακάμψεις. Οι μεγάλες φούσκες σκάνε όταν όλες οι ενδείξεις δείχνουν θετικές, με την εξαίρεση κάποιων που δείχνουν λίγο λιγότερο θετικές αλλά όχι ανησυχητικές.
Ο λόγος είναι ότι συνήθως στηρίζονται σε μια γενική ομοθυμία ότι κάποια τάση είναι θεμελιωδώς θετική και ανοδική (π.χ. η επενδυτική σημασία του διαδικτύου στις αρχές της χιλιετίας ή κάποιες τεχνολογίες σήμερα ή η ικανότητα συνεχούς διασποράς και μετακύλισης του πιστωτικού κινδύνου στην αγορά ακινήτων) μέχρις ότου αποδεικνύεται ότι ισχύει το ακριβώς το αντίθετο. Και τότε η διόρθωση είναι βίαιη.
Ο αντίλογος είναι ότι όντως πάμε για μια παγκόσμια ανάκαμψη της οικονομίας, αυξημένη ζήτηση και κυβερνήσεις έτοιμες να μεταφέρουν σημαντικά ποσά στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, στοιχεία που δικαιολογούν την αισιοδοξία που οδηγεί και σε άνοδο τις αγορές. Όμως, αυτό δεν είναι δεδομένο ότι αναιρεί το χαρακτήρα φούσκας που καταγράφουν ορισμένοι δείκτες των αγορών.