«Look up here, I’m in heaven . I’ve got scars that can’t be seen» τραγουδούσε ο Ντέιβιντ Μπόουι στο Lazarus από το άλμπουμ Blackstar, που κυκλοφόρησε μόλις δύο ημέρες πριν πεθάνει από καρκίνο του ήπατος στις 10 Ιανουαρίου 2016, ακριβώς πριν από πέντε χρόνια.

Θα μπορούσε ο Μπόουι να έχει προβλέψει το θάνατό του;

Το βιντεοκλίπ του «Blackstar», στο οποίο ο σκελετός ενός νεκρού αστροναύτη επιπλέει στο διάστημα, κρύβει ενδείξεις για το πόσο κοντά στην ιδέα του θανάτου βρισκόταν.

Ωστόσο, όπως σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, έτσι και προς στο τέλος, κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι έκρυβε η μουσική ιδιοφυία του.

Η είδηση του θανάτου του, ήταν από εκείνες τις περιπτώσεις που σε κάνουν να χάνεις κάτι από τον ίδιο σου εαυτό, ακόμα κι αν πρόκειται για το θάνατο κάποιου που δεν γνώρισες ποτέ.

Ένα συναίσθημα παράλογο, αλλά πραγματικό.

Σαν να άλλαξε ξαφνικά κάτι από την προσωπική ιστορία του καθενός.

View this post on Instagram

A post shared by David Bowie (@davidbowie)

Για τους 20αρηδες της γενιάς του, ο Μπόουι αποτέλεσε μια ηδονιστική προσωποποίηση εξτραβαγκάντζας, ακόμη και παρακμής, χαρίζοντας ταυτόχρονα ένα συναρπαστικό soundtrack στη ζωή τους.

Όταν κοιτά κανείς προσεκτικά την ιστορία του, συνειδητοποιεί ότι ήταν ικανός να κατανοήσει απόλυτα το μέλλον.

Ο Ziggy, ο Λευκός Δούκας και οι άλλοι

Ο Μπόουι δεν θεωρείται τυχαία ένας από τους πιο πρωτοποριακούς και ταλαντούχους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, καθώς από την αρχή της καριέρας του στη δεκαετία του ’60, γνώρισε την επιτυχία και επηρέασε βαθιά την ποπ κουλτούρα όλα αυτά τα χρόνια.

Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήρθε το 1972 με το άλμπουμ «The Rise and Fall of Ziggy Stardust and the Spiders from Mars», που τον παρουσίαζε ως έναν εξωγήινο.

Δημιούργησε μία καινούρια περσόνα, που ονόμασε Ziggy Stardust.

Ήταν μία ανδρόγυνη φιγούρα με φανταχτερά ρούχα και πολύχρωμα μαλλιά. Για τη δεκαετία του ’70, ήταν πράγματι ένας καλλιτέχνης τόσο διαφορετικός, που η κοινωνία της εποχής θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει εξωγήινο.

Πριν όμως φθάσει στην επιτυχία, είχε προηγηθεί σχεδόν μία δεκαετία προσπάθειας και απογοητεύσεων.

Μέχρι και το 1967, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ, ήταν γνωστός ως Ντέιβιντ Τζόουνς και προσπαθούσε να δημιουργήσει τη δική του καριέρα σε αυτό που αγαπούσε με πάθος. Τη μουσική. Ξεκίνησε ως έφηβος παίζοντας μουσική με φίλους.

Άλλαζε συνέχεια συγκροτήματα, μέχρι να βρει το σχήμα που θα τον ικανοποιούσε. Το 1967 αποφάσισε να κάνει μία ριζική αλλαγή. Ακολούθησε σόλο καριέρα.

Πήρε το όνομα του Τζιμ Μπόουι, ενός θρυλικού αμερικανού πολεμιστή, που είχε δώσει το όνομά του και σε ένα είδος μαχαιριού. Το πρώτο του άλμπουμ απέτυχε παταγωδώς. Ασφαλώς, ο Μπόουι δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια.

Επέστρεψε δύο χρόνια αργότερα, πιο αποφασισμένος από ποτέ.

Στις 11 Ιουλίου του 1969, μόλις πέντε μέρες πριν ο άνθρωπος πατήσει πρώτη φορά στο φεγγάρι, κυκλοφόρησε το single, “Space Oddity”, που έγινε τεράστια επιτυχία.

Τρία χρόνια αργότερα, ο Μπόουι επέστρεψε, προκαλώντας σάλο.

Έβαψε τα μαλλιά του πορτοκαλί, ντύθηκε με στρας και πολύχρωμες φόρμες και δήλωσε δημοσίως ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Και εκείνη την εποχή δεν ήταν απλό ούτε χωρίς συνέπειες.

Κυκλοφορούσε στο δρόμο ντυμένος με φορέματα, προκαλώντας το βλέμμα των περαστικών και τα σχόλια των media. Μία φορά μάλιστα, ένας πολίτης απείλησε να τον πυροβολήσει.

Όλος ο κόσμος ασχολούνταν με τις σεξουαλικές προτιμήσεις του Μπόουι.

Ήταν ένα εξαιρετικό διαφημιστικό τρικ, που κέντρισε όλα τα βλέμματα. Όπως αποκάλυψε ο ίδιος και ο βιογράφος του, Ντέιβιντ Μπάκλι, οι δηλώσεις του περί ομοφυλοφιλίας είχαν περισσότερο ως στόχο να σοκάρουν και να προκαλέσουν τα κοινωνικά ταμπού.

Τον ενδιέφερε να πειραματιστεί σεξουαλικά και είχε έρθει σε επαφή με άντρες, αλλά παρέμενε «κρυφά» ετεροφυλόφιλος, όπως είπε κι ο ίδιος.

Όπως ήταν φυσικό, οι πωλήσεις του Ziggy Stardust ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο και τον καθιέρωσαν ως μία από τις πιο πρωτοποριακές και ανατρεπτικές φιγούρες του 20ου αιώνα.

Η αιτία όμως δεν ήταν μόνο το διαφημιστικό κόλπο, αλλά και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ήταν ένας εξαιρετικός δίσκος.

Επόμενος στόχος ήταν η κατάκτηση της Αμερικής.

Εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες το 1974.

Αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα με τα ναρκωτικά, ενώ ο εθισμός στην κοκαΐνη τον είχε αφήσει σκελετωμένο και με ψυχολογικά προβλήματα.

Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να φτάσει στην 8η θέση των αμερικάνικων chart με το άλμπουμ «David Live» και ένα χρόνο αργότερα, να γοητεύει το αμερικάνικο κοινό με το άλμπουμ «Young Americans».

Ο ήχος του Μπoουι άλλαξε, καθώς επηρεάστηκε απ’ τους funk και soul ήχους της Αμερικής και το κοινό αντέδρασε πολύ θετικά.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο Μπόουι ήταν ένας παγκόσμιος σούπερ σταρ. Το 1976, μεταμορφώθηκε σε έναν «Λευκό Δούκα».

Ήταν η καινούρια περσόνα του Μπόουι, ο οποίος είχε πια χάσει τον έλεγχο με τα ναρκωτικά. Αρνήθηκε να καθυστερήσει την προβολή μιας ζωντανής συνέντευξης, αν και ο ισπανός δικτάτορας Φράνκο είχε μόλις πεθάνει και το κανάλι ήθελε να εστιάσει σε αυτό.

Όταν βγήκε στους δέκτες, δυσκολευόταν ακόμα και να μιλήσει. Προκάλεσε αντιδράσεις όταν έκανε δηλώσεις υπέρ του φασισμού και του Χίτλερ, ενώ κατηγορήθηκε ότι έκανε δημοσίως τον χαιρετισμό των Ναζί.

Όπως δήλωσε αργότερα:

«Ήμουν τελείως τρελός. Με ένοιαζε μόνο η μυθολογία. Όλο αυτό το πράγμα με τον Χίτλερ… ήταν λες και ανακάλυψα τον βασιλιά Αρθούρο».

Προς το τέλος της δεκαετίας, ο Ντέιβιντ Μπόουι είχε εγκατασταθεί στη Γερμανία, είχε αρχίσει να απομακρύνεται απ’ τα ναρκωτικά και η μουσική του απέκτησε έναν πιο minimal ήχο.

Δημιούργησε τη λεγόμενη «Τριλογία του Βερολίνου», η οποία απέσπασε θετικές κριτικές.

Η δεκαετία του ’80 σημαδεύτηκε από την επιστροφή του «Major Tom», του ήρωα του «Space Oddity», με το τραγούδι «Ashes to Ashes».

Η αγάπη του Μπόουι για το θέατρο, βρήκε διέξοδο στο θεατρικό σανίδι, όταν πρωταγωνίστησε στο Broadway ως ο «Άνθρωπος Ελέφαντας», ενώ το φλερτ με την υποκριτική μεταφέρθηκε στη μικρή και μεγάλη οθόνη, όπου πρωταγωνίστησε σε ταινίες όπως «Τhe Man Who Fell to Earth», «Merry Christmas Mr. Lawrence», «The Hunger», «The Prestige» αλλά και στην τηλεοπτική σειρά «Τwin Peaks».

Η συνεργασίες του κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνική του πορείας είναι αναρίθμητες: Μικ Τζάγκερ, Τίνα Τέρνερ, Queen, Άνι Λένοξ, Placebo είναι μόλις μερικές από αυτές.

Το 1989 εγκατέλειψε τη σόλο καριέρα, για να γίνει μέλος του συγκροτήματος Tin Machine, με το οποίο κυκλοφόρησε δύο άλμπουμ, τα οποία πέρασαν απαρατήρητα.

Η άλλη πλευρά

Το 1990, μέσω κοινών φίλων, γνώρισε το top model Ιμάν.

«Σκεφτόμουν πώς θα ονομάσουμε τα παιδιά μας απ’ τη νύχτα που γνωριστήκαμε. Ήταν ακαριαίο», δήλωσε αργότερα ο Μπόουι.

Παντρεύτηκαν το 1992, απέκτησε μία κόρη, την Αλεξάντρια και ήταν μαζί μέχρι και τον θάνατό του.

Τη δεκαετία του ’90, ο ήχος του εμφάνισε έντονες επιρροές από την ηλεκτρονική και τέκνο μουσική.

Μετά από περιοδείες με το συγκρότημα Nine Inch Nails, επέλεξε να μείνει στο παρασκήνιο και να αναλάβει τη θέση του παραγωγού, για καλλιτέχνες όπως ο Λου Ριντ και ο Ίγκι Ποπ.

Το 2004, έπαθε καρδιακή προσβολή και χρειάστηκε επέμβαση. Ανακοίνωσε ότι θα αποσυρόταν για ένα διάστημα για λόγους υγείας.

Σταδιακά, μετατρεπόταν σε έναν “ήρεμο οικογενειάρχη”.

Η εικόνα του δεν είχε καμία σχέση με την περσόνα του Ziggy Stardust και τις έξαλλες εμφανίσεις που τον έκαναν γνωστό. Τα χρόνια, οι καταχρήσεις, η φυσιολογική φθορά, τον ηρέμησαν.

Φωτογραφιζόταν να περπατά στο πάρκο ντυμένος με τζιν και φορώντας γυαλιά πρεσβυωπίας.

Το 2006, σε ηλικία 59 ετών, βραβεύτηκε για τη προσφορά του στη μουσική και έδωσε την τελευταία ζωντανή συναυλία σε φιλανθρωπική εκδήλωση στη Νέα Υόρκη.

Επανεμφανίστηκε πολλά χρόνια αργότερα, το 2013 με το άλμπουμ «The Next Day». Το κοινό το υποδέχτηκε με ενθουσιασμό και σκαρφάλωσε αμέσως στη δεύτερη θέση των chart.

Ο Ντέιβιντ Μπόουι ωστόσο επέμενε να μένει μακριά από τις κάμερες.

Τον Δεκέμβριο του 2015 έκανε πρεμιέρα το μιούζικαλ που έγραψε με τίτλο «Lazarus».

Στις 7 Ιανουαρίου του 2016, την ημέρα των γενεθλίων του, κυκλοφόρησε το καινούριο του άλμπουμ, «Blackstar» το οποίο αποτελεί και το κύκνειο άσμα του.

Ο Ντέιβιντ Μπόουι άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 69 ετών περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του, μετά από μια θαρραλέα, 18μηνη μάχη με τον καρκίνο.