Ο διχασμός στις ΗΠΑ, που κορυφώθηκε μετά τις εκλογές και έφτασε το μέχρι τώρα αποκορύφωμά της το απόγευμα της Τετάρτης 6 Ιανουαρίου 2021, ήταν, σαφώς, η αναμενόμενη εξέλιξη μιας άκρως προβληματικής πολιτικά τετραετίας, που ενεργοποίησε βαθιά ριζωμένες και ευρέως διαδεδομένες σε συντηρητικά (κυρίως, αλλά όχι μόνο) στρώματα νεομεσαιωνικές δομές σκέψης και συμπεριφοράς στη συγκεκριμένη χώρα (αλλά σε πιο ήπιες, εν γένει, μορφές και αλλού στον λεγόμενο δυτικό κόσμο· δεν μιλώ εδώ για τον μη δυτικό κόσμο, για χώρες δηλαδή όπως η Τουρκία, το Αφγανιστάν κ.λπ.). Η κατάληψη του Καπιτωλίου στην Ουάσιγκτον ανέδειξε τις κυριολεκτικά εξω-φρενικές εντάσεις που τέτοιες δομές δύνανται να προκαλέσουν. Αυτό που συνέβη στις 6 Ιανουαρίου 2021 δεν ήταν μια απλή διαδήλωση που ξέφυγε της προδιαγεγραμμένης πορείας της: ήταν η (μέχρι αυτή τη στιγμή που γράφω, ξημερώματα Πέμπτης 7/1/2021) κατάληξη στον στόχο μιας πορείας που είχε ξεκινήσει τέσσερα τουλάχιστον χρόνια πριν και που βρήκε πρόσφορο έδαφος σε μια νεομεσαιωνική ρητορική που καλλιεργείται εδώ και δεκαετίες, αλλά εντονότερα από το 2015 και μετά, και υποβάλλει ένα νεομεσσιανικό πολιτικό, ιδεολογικό και θρησκευτικό όραμα.

Αυτό που συνέβη στην Ουάσιγκτον ήταν ουσιαστικά μια απόπειρα σφοδρής υπονόμευσης, αν όχι κατάλυσης, δημοκρατικών θεσμών. Ο γερουσιαστής Μιτ Ρόμνεϊ, εξέχον μέλος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, πρώην κυβερνήτης της Μασαχουσέττης, χαρακτήρισε τα συμβάντα ως «εξέγερση/στάση υποκινούμενη από τον πρόεδρο». Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Τζο Μπάιντεν επισήμανε στον λόγο του κατά τη διάρκεια της επίθεσης στο Καπιτώλιο: «Πρόκειται για επίθεση κατά της δημοκρατίας», «εξέγερση». Σχεδόν κάθε απόπειρα εξέγερσης στηρίζεται, εξ ορισμού, σε διπολικές αντιθέσεις: «δίκαιο – άδικο», «νόμιμο – παράνομο», «αλήθεια – ψεύδος», «καλοί – κακοί», «εμείς – άλλοι», «σωτήρες – προδότες» κ.λπ.

Σχετικά με αυτό που εξελίσσεται στις ΗΠΑ – και το οποίο δεν είµαι βέβαιος ότι δεν είναι ή δεν θα είναι η κορυφή του παγόβουνου, αν δεν γίνουν δραστικές διορθωτικές αλλαγές σε διάφορα πεδία (π.χ. εκπαίδευση, πολιτική, νομικό πλαίσιο, συμπεριλαμβανομένου και του ζητήματος της οπλοκατοχής κ.ά.) – θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι δύο βασικοί μηχανισμοί σκέψης και δράσης, κατ’ έθος αφομοιωμένοι από ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, εκθρέφουν τέτοιου είδους και παρόμοιες ακρότητες. Πρώτον, μια βαθιά εμπεδωμένη τάση μανιχαϊστικής αντίληψης του κόσμου, η οποία σχετίζεται στενά, πιστεύω, με αυτό που ο Gregory Bateson έχει ορίσει ως «σχισμογένεση» (διαδικασία διαφοροποίησης συμπεριφορών/μορφών δράσης και αντίστοιχων ρόλων) στις κοινωνίες. Σε επίπεδο πολιτικής, αυτό αντικατοπτρίζεται καθαρά στο γεγονός ότι εδώ και περισσότερο από ενάμιση αιώνα η δημόσια ζωή στις ΗΠΑ κυριαρχείται από την αντιπαράθεση μόνο δύο βασικών κομμάτων – tertium non datur στη μανιχαϊστική αυτή λογική, που έχει, εν πολλοίς, επικρατήσει σε όλα τα στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας.

Ωστόσο, σε κατάλληλες συνθήκες, σαν αυτές που καλλιέργησε ο απερχόμενος πρόεδρος και οι φανατικοί υποστηρικτές του, η «λογική» αυτή μπορεί κάλλιστα να καταντήσει υποχείριο μιας άλλης, δυνάμει εξίσου επικίνδυνης τάσης αυτο-προσδιορισμού: αυτού που θα ονόμαζα «υπερθετικότητα», υπέρμετρη δηλαδή μεγέθυνση των οικείων (πραγματικών ή φαντασιακών) προτερημάτων/αρετών (και, ως εκ τούτου, και των αντίστοιχων αλλότριων ελαττωμάτων/κακών). Η υπερθετικότητα εκφράζεται, όσον αφορά το «εμείς», με χαρακτηρισμούς όπως «σωτήρες», «εκλεκτοί», «ηγέτες», «πρώτοι», «οι καλύτεροι», «οι ισχυρότεροι» κ.λπ. – και τα αντίθετά τους όσον αφορά το έτερο σκέλος του εκάστοτε μανιχαϊστικού διπόλου.

Η δημαγωγική εκμετάλλευση του συνδυασμού των δύο αυτών τάσεων (μανιχαϊσμός και υπερθετικότητα) οδηγεί, υποστηρίζω, συχνά σε μια μεσσιανική, τρόπον τινά, αντίληψη του συλλογικού υποκειμένου, που συχνά παίρνει τα χαρακτηριστικά ενός δυνάμει επικίνδυνου νεομεσαιωνισμού, που παρεκκλίνει, με άλλα λόγια, σε παρα-λογικές, παρα-ληρηματικές μορφές σύλληψης της πραγματικότητας και αντίστοιχης δράσης. Συνωμοσιολογικές θεωρίες και φονταμενταλιστικές ιδεολογικές πολιτικές ή θρησκευτικές τάσεις μπορούν να ιδωθούν μέσα από το ερμηνευτικό αυτό σχήμα που προτείνω.

Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: την ημέρα των εκλογών, μια πνευματική αρωγός του απερχόμενου προέδρου κυριολεκτικά χτυπιόταν μπροστά στις κάμερες καλώντας «αγγέλους από την Αφρική» να κατεβούν από τον ουρανό και να σώσουν τον πρόεδρο, εξασφαλίζοντας την επανεκλογή του και εξορκίζοντας τους δαίμονες που… τον επιβουλεύονταν! Το απόγευμα (ώρα Ουάσιγκτον) της 6ης Ιανουαρίου 2021 εικόνες που έκαναν τον γύρο του κόσμου εστίαζαν τα βλέμματα των θεατών, μεταξύ άλλων, στο εξής σύνθημα που είχαν γράψει οπαδοί του Τραμπ έξω από το Καπιτώλιο: «Η Πελόζι (η Δημοκρατική προέδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων) είναι ο Σατανάς». Στο βίντεο προς τους έξαλλους οπαδούς του που είχαν εισβάλει στο Καπιτώλιο, ο πρόεδρος αναφέρθηκε στους αντιπάλους του με ένα επίθετο με δυνάμει αντίστοιχες θρησκευτικές συνυποδηλώσεις: «evil».

Προς το παρόν, η σύγχρονη αυτή αμερικανική «στάση του Νίκα» έχει τεθεί υπό έλεγχο και οι δημοκρατικοί θεσμοί στην ισχυρή δημοκρατία των ΗΠΑ έχουν βγει νικητές. Πολλά θα μπορούσε να κρατήσει κανείς από την επικίνδυνη αυτή περιπέτεια. Αφήνοντας κατά μέρος τα αυταπόδεικτα, ότι η εικόνα των ΗΠΑ ανά τον κόσμο έχει τρωθεί σημαντικά και ότι οι σχεδόν εμφυλιακές τάσεις εκεί δεν θα υποχωρήσουν ούτε εύκολα, ούτε σύντομα, θα ήθελα να περιοριστώ στις εξής επισημάνσεις. Οι φονταμενταλιστές οπαδοί του απερχόμενου προέδρου και, το χειρότερο, και ο ίδιος μπορούν να λειτουργήσουν ως πρότυπα για περαιτέρω φαστισίζουσα συμπεριφορά νεομεσαιωνικού τύπου ηγετών όπως ο Ερντογάν κ.ά. Οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν στις ΗΠΑ στους τομείς που εν παρόδω έθιξα πιο πάνω (εκπαίδευση, νομικό πλαίσιο, πολιτικές διεργασίες κ.λπ.) πρέπει να είναι γενναίες και ουσιαστικές. Στερεοτυπικοί, υπερθετικού ή άλλου βαθμού, αυτο-εγκωμιασμοί και ευχολόγια και συνεχής, αυτοβαυκαλιστική αναπαραγωγή τους δεν βοηθούν από μόνα τους.

Οι έχοντες πρόσβαση στον δημόσιο λόγο ανά τον κόσμο έχουν τεράστια ευθύνη, γιατί πολύ εύκολα μπορούν να παροδηγήσουν μανιχαϊστικές και υπερθετικές τάσεις σε παραληρηματικές εξαλλοσύνες, σαν αυτές που έζησε, δυστυχώς, η όμορφη αμερικανική πρωτεύουσα την προηγούμενη Τετάρτη. Και τέλος, κάτι που φαίνεται αυταπόδεικτο, αλλά πολλοί το λησμονούν συστηματικά: ο δημόσιος λόγος είναι μια μορφή εξουσίας, η οποία πολλαπλασιάζεται, βεβαίως, στα χέρια και στα (τιτιβίζοντα ή άλλως λαλούντα) χείλη εχόντων και πολιτική εξουσία. Κάτι αντίστοιχο είχε σοφά πει ο σοφιστής Γοργίας: «λόγος, δυνάστης µέγας ἐστίν ὃς σµικροτάτῳ σώµατι καὶ ἀφανεστάτῳ  θειότατα ἔργα ἀποτελεῖ»». Στα χέρια δημοκόπων ο λόγος μπορεί όχι μόνο να σημάνει, αλλά και να απεργαστεί, όχι «θειότατα», αλλά τέρατα.

Ο Παναγιώτης Ροϊλός είναι καθηγητής Ελληνικών Σπουδών, κάτοχος της Εδρας Γ. Σεφέρη, επιστημονικός εταίρος στο Κέντρο Διεθνών Σχέσεων Weatherhead στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ