Κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος COVID-19 στην Ελλάδα, μια ομάδα επιστημόνων, με επικεφαλής τη μαθηματικό και αναπληρώτρια καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Βάνα Σύψα, έκανε μια καινοτόμο έρευνα για την αποτελεσματικότητα των επιμέρους περιοριστικών μέτρων κατά τη διάρκεια του lockdown του πρώτου κύματος της επιδημίας.
Η έρευνα διεξήχθη με σκοπό την αποτύπωση της μεταβολής των κοινωνικών επαφών του πληθυσμού στη διάρκεια των μέτρων μέσω ενός καλά μελετημένου ερωτηματολογίου, ενώ η επαγγελματική διεξαγωγή της έρευνας ανετέθη στην έμπειρη Metron Analysis.
H έρευνα κοινωνικών επαφών κατέληξε μεταξύ άλλων στο ότι ο μέσος όρος των επαφών ανά ημέρα μειώθηκε από 20 προ πανδημίας σε περίπου 3 κατά το lockdown.
Η έρευνα κατέληξε επίσης ότι ο συνδυασμός των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης που εφαρμόστηκε και έγινε σεβαστός από τους πολίτες στο πρώτο κύμα οδήγησε στον περιορισμό της επιδημίας, αλλά και ότι τα επιμέρους μέτρα (π.χ. τηλεργασία, κλείσιμο σχολείων κ.λπ.) θα οδηγούσαν μεν στη μείωση του R0 κατά 10% με 25%, χωρίς όμως να επιτύχουν τον περιορισμό της επιδημίας.
Η εργασία είναι στο τελευταίο στάδιο διόρθωσης προ της δημοσιεύσεώς της στο περιοδικό «Emerging Infectious Diseases» που εκδίδεται από το Centers for Disease Control and Prevention των ΗΠΑ και η προδημοσίευση της έρευνας έχει τίτλο «Modelling the SARS CoV-2 wave in Greece: Social contact patterns for impact assessment and anexit strategy from social distancing measures».
Σε αποκλειστική συνέντευξη στα «NEA», η Βάνα Σύψα αναφέρει πώς ξεκίνησε η έρευνα.
«Θέλαμε να αποτιμήσουμε κατά τη διάρκεια του lockdown τη μείωση των επαφών λόγω των μέτρων καθώς και την επίδραση του κάθε μέτρου χωριστά. Aυτό δεν είναι πολύ εύκολο να το κρίνει κανείς διότι στην πραγματικότητα τα μέτρα λαμβάνονται ταυτόχρονα ή πάρα πολύ κοντά χρονικά το ένα στο άλλο. Επομένως αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε είναι να αποτυπώσουμε τις κοινωνικές επαφές πριν και κατά την εφαρμογή των μέτρων συνολικά αλλά και ανάλογα με το πού πραγματοποιήθηκαν: στο σπίτι, στο σχολείο, στην εργασία, σε δραστηριότητες στον ελεύθερο χρόνο» μας λέει.
Οι ερευνητές ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να αναφέρουν τις επαφές τους την προηγούμενη μέρα στη διάρκεια του lockdown και μια αντίστοιχη μέρα στο τέλος του Ιανουαρίου πριν από την πανδημία.
«Αυτό επιτρέπει να αποτυπωθεί με πόσα διαφορετικά άτομα ερχόμαστε σε επαφή σε μια κανονική περίοδο και κατά την περίοδο του lockdown, με ποιες ηλικιακές ομάδες και πού γίνεται αυτή η επαφή. Γίνεται στο σχολείο; Γίνεται στο σπίτι; Γίνεται στην εργασία; Με την εφαρμογή της κατάλληλης μεθοδολογίας, τα δεδομένα μάς επιτρέπουν στη συνέχεια να αξιολογήσουμε τα επιμέρους μέτρα» προσθέτει.
Αυτό έχει και κοινωνιολογικό ενδιαφέρον, έτσι δεν είναι;
Εχει ενδιαφέρον διότι βλέπεις ότι σε μια «κανονική» περίοδο τα άτομα κάνουν κατά κανόνα επαφές με άλλα παρόμοιας ηλικίας. Στη διάρκεια του lockdown αυτό δεν παρατηρείται πλέον. Οι συνομήλικοι δεν έκαναν πια παρέα με συνομηλίκους γιατί δεν είχαν την ευκαιρία να βρεθούν. Τα παιδιά συνήθως βλέπουν άλλα παιδιά, είτε στο σχολείο είτε στον ελεύθερό τους χρόνο. Και βεβαίως είδαμε μια πολύ μεγάλη μείωση των κοινωνικών επαφών.
Για την περίοδο πριν από το lockdown αποτύπωσαν κατά μέσο όρο περίπου επαφές με 20 διαφορετικά άτομα την ημέρα. Η Νότια Ευρώπη – πχ. η Ιταλία – σε αντίστοιχες έρευνες στο παρελθόν έχει τέτοιους αριθμούς, ενώ στη Βόρεια Ευρώπη αναφέρεται πολύ μικρότερος αριθμός επαφών.
«Στη διάρκεια του lockdown από τις περίπου 20 επαφές την ημέρα φτάσαμε στις 3. Είναι δηλαδή οι επαφές που κάναμε με τα άτομα του νοικοκυριού μας».
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε τέλος Μαρτίου με αρχές Απριλίου στην Αθήνα μόνο. Αυτό, μας λέει, ήταν μια αδυναμία γιατί θα προτιμούσαν να γίνει στο σύνολο της Ελλάδας. «Οργανώθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα και σε δείγμα μόνο από την Αθήνα για να προλάβουμε να την ολοκληρώσουμε πριν αρθούν τα μέτρα του lockdown. Αρχικά η διάρκεια του lockdown ήταν μέχρι τις 6 Απριλίου».
Η διαδικασία της αξιολόγησης της εργασίας από τους κριτές (reviewers) του επιστημονικού περιοδικού ήταν κοπιαστική, αλλά ο ένας κριτής ήταν ενθουσιώδης για τα στοιχεία που παρουσιάζονται. «Ο ένας κριτής ανέφερε ότι είναι σημαντικό να βλέπει κανείς εμπειρικά δεδομένα για τις κοινωνικές επαφές στη διάρκεια της πανδημίας, τα οποία στη συνέχεια αξιοποιούνται με μαθηματικά μοντέλα. Οι περισσότεροι ερευνητές που ασχολούνται με μοντέλα δεν έχουν πρόσβαση σε τέτοια στοιχεία και βασίζονται αναγκαστικά σε παραδοχές. Για να αποτιμήσει κανείς την αποτελεσματικότητα των μέτρων, πρέπει να αξιολογήσει τη μείωση των επαφών, ποιες ηλικιακές ομάδες μειώνουν τις επαφές τους, ποιες επαφές μειώνονται – στην εργασία, στο σχολείο -, οπότε πρέπει να συλλεχθούν στην πράξη αυτά τα δεδομένα» υπογραμμίζει η Βάνα Σύψα.
Tα ευρήματα για τη μείωση των κοινωνικών επαφών και για τη μείωση του R0 συμφωνούν, όπως λέει, με τα ευρήματα αντίστοιχων μελετών κοινωνικών επαφών στην Αγγλία και στην Κίνα, που είναι και οι μόνες που έγιναν στη διάρκεια του πρώτου lockdown.
Από τα ευρήματά σας πώς ιεραρχήθηκαν τα μέτρα από το πιο αποτελεσματικό μέχρι το ολιγότερο;
Αν τα δούμε μεμονωμένα, στο πρώτο lockdown το λιγότερο αποτελεσματικό μέτρο ήταν η μείωση στις επαφές στην εργασία με την τηλεργασία, στον βαθμό που πραγματοποιήθηκε εκείνη την περίοδο. Αμέσως μετά ήταν το κλείσιμο των σχολείων. Πιο αποτελεσματικός είναι ο περιορισμός των επαφών που κάνουμε στον ελεύθερό μας χρόνο, όταν βγαίνουμε έξω για βόλτα, σε μπαρ, στην εστίαση και οτιδήποτε κάνουμε στον ελεύθερο χρόνο. Τα μέτρα αυτά μεμονωμένα μπορούσαν να μειώσουν το R0 από 10% μέχρι 25%. Αυτό σημαίνει ότι για το R0 που είχαμε εμείς εκείνη την περίοδο, τα μεμονωμένα μέτρα δεν θα επιτύγχαναν τη μείωση του R0 κάτω από 1 και άρα τον περιορισμό της επιδημίας.