Τελευταίες μέρες του B’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ενα τρένο φορτωμένο με απομεινάρια του καταρρέοντος Γ’ Ράιχ κινούνταν προς τα τσεχικά σύνορα, όταν αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη που το εντόπισαν άνοιξαν πυρ εναντίον του. Το τρένο ακινητοποιήθηκε σε ένα δάσος και οι γερμανοί στρατιώτες υφάρπαξαν το φορτίο. Ο νεαρός σμηναγός από το Ορεγκον Γκόρντον Γκίλκι τούς παρακολούθησε και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα κατάφερε να εντοπίσει το εν λόγω φορτίο κρυμμένο κάτω από το σαθρό δάπεδο μιας εγκαταλελειμμένης καλύβας ενός ξυλοκόπου. Επρόκειτο για μια συλλογή από σχέδια και υδατογραφίες που ανήκαν στην ανώτατη διοίκηση του γερμανικού στρατού. Η κρυψώνα γλίτωσε από τις αεροπορικές επιδρομές, όχι όμως κι από εκείνες της μούχλας και των πεινασμένων ποντικών που έφαγαν τις άκρες κι άνοιξαν τρύπες σε πολλά από τα έργα.

Δύο χρόνια αργότερα, ο Γκίλκι είχε ολοκληρώσει την αποστολή του, η οποία προέβλεπε τη συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερου υλικού που να σχετίζεται με τη ναζιστική προπαγάνδα και τη στρατευμένη τέχνη υπέρ του Γ’ Ράιχ. Φόρτωσε τα χιλιάδες κομμάτια που είχε εντοπίσει σε ένα πλοίο με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα, παρά το γεγονός ότι τα έργα αυτά αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες συλλογές αντικειμένων παγκοσμίως που συνδέονται με την προπαγάνδα των Ναζί, βρίσκονται απομονωμένα και αθέατα στο μεγαλύτερο ποσοστό τους για το κοινό, σε μια αποθήκη με ελεγχόμενες συνθήκες περιβάλλοντος στο Φορ Μπελβουάρ, στη Βόρεια Βιρτζίνια, όπου φιλοξενούνται και το 29ο Τμήμα Πεζικού, η Εθνική Υπηρεσία Γεωχωρικών Πληροφοριών και η έδρα του Κέντρου Στρατιωτικής Ιστορίας του Πεζικού των ΗΠΑ. Το τελευταίο διατηρεί το αρχείο που σχετίζεται με την τέχνη της ναζιστικής Γερμανίας μαζί με χιλιάδες ντοκουμέντα από άλλους πολέμους.

Φυλλάδια και αφίσες

Πρόκειται για μια χρονοκάψουλα, στα χαμηλά ράφια της οποίας είναι τοποθετημένα φυλλάδια και αφίσες που τυπώνονταν εύκολα και σε μεγάλες ποσότητες ώστε να διαδώσουν άμεσα στο ευρύ κοινό το μήνυμα που μετέφεραν. Στα πιο ψηλά ράφια βρίσκονται οι πίνακες ζωγραφικής. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο «Σημαιοφόρος», ένα έργο του Ούμπερτ Λάνινγκερ που φιλοτεχνήθηκε έναν χρόνο μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και στο οποίο απεικονίζεται ο φύρερ έφιππος να φορά μια αστραφτερή πανοπλία και να κρατά τη σημαία των Ναζί.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όταν ο Χίτλερ ανέλαβε τον έλεγχο της Γερμανίας, το 1933, στη χώρα ζούσαν μερικοί από τους πιο σημαντικούς μοντερνιστές ζωγράφους της εποχής, τους οποίους οι Ναζί περιφρονούσαν καθώς θεωρούσαν ότι οποιαδήποτε παρέκκλιση στο χρώμα, στην αναλογία και στο σχήμα ήταν απαράδεκτη, ενώ ανάλογες αντιλήψεις είχαν και για τη μουσική. Μισούσαν την τζαζ, για την υποτιθέμενη έλλειψη μελωδίας και την έμφαση στον αυτοσχεδιασμό. Θεωρούσαν πως οτιδήποτε συνδεόταν με τον μοντερνισμό είχε εβραϊκή προέλευση και ήταν προϊόν διαταραγμένου νου, εξού και τη χαρακτήρισαν «εκφυλισμένη τέχνη».

Οι δυνάμεις του Χίτλερ απαγόρευσαν ή κατέστρεψαν οποιαδήποτε μορφή τέχνης που δεν ακολουθούσε αυστηρά τον ρεαλισμό και όχι μόνο κατάσχεσαν έργα των Πάμπλο Πικάσο, Μαρκ Σαγκάλ και Βασίλι Καντίνσκι μεταξύ άλλων, αλλά θέλησαν να τα αντικαταστήσουν με πίνακες που αποθέωναν τις αρχές του ναζισμού, βασιζόμενοι κυρίως στη μεγάλη κλίμακα. Ο πίνακας με τον έφιππο σημαιοφόρο Χίτλερ έχει το μέγεθος μιας μεγάλης οθόνης που θα συναντούσαμε σήμερα σε ένα καφέ για την προβολή αθλητικών γεγονότων. Στη θέασή του πιθανόν να εντυπωσιάζονταν και ίσως να εμπνέονταν οι απλοί Γερμανοί που δεν γνώριζαν σε όλο του το εύρος τότε το ποιόν των Ναζί. Θα χρειαζόταν να περάσουν αρκετά χρόνια και να γίνουν αμέτρητες θηριωδίες για να αντιμετωπιστεί η ίδια εικόνα ως ύβρις και τη θέση του αριστερού ματιού του Χίτλερ να πάρει μια τρύπα που άνοιξε ένας αμερικανός στρατιώτης με την ξιφολόγχη του. Οι συντηρητές θεώρησαν πως το «τραύμα» αυτό είναι μέρος της ιστορίας του πίνακα και δεν προχώρησαν στην αποκατάστασή του.

Αν και τα έργα προπαγάνδας είχαν ως στόχο να κρύψουν την αλήθεια, υπάρχουν και πίνακες που επισημαίνουν ακούσια την παρακμή του ναζιστικού καθεστώτος. Ο πρώτος, «Ο Χίτλερ στο μέτωπο», ζωγραφίστηκε από τον Εμιλ Σέιμπε το 1942, περίπου έναν χρόνο αφότου ο Χίτλερ ξεκίνησε την εισβολή στη Σοβιετική Ενωση. Δείχνει τον φύρερ ισχυρό, να περιβάλλεται από ένα πλήθος γερμανών στρατιωτών – νέων, μελών της αρίας φυλής – που τον κοιτάζουν με λατρεία. Ο δεύτερος πίνακας υπό τον τίτλο «Μαχητές του ανατολικού μετώπου», του Βίλχελμ Σάουτερ, ζωγραφίστηκε δύο χρόνια αργότερα, όταν οι Ναζί ηττήθηκαν από τον σοβιετικό στρατό. Οι στρατιώτες απεικονίζονται εξαντλημένοι και πληγωμένοι, αν εξακολουθούν να είναι αδάμαστοι. Το μήνυμα προς τους Γερμανούς είναι σαφές: ο πόλεμος είναι πιο σκληρός από ό,τι νομίζαμε, αλλά οι στρατιώτες μας είναι αλύγιστοι. Λίγο αργότερα, ο Χίτλερ αυτοκτόνησε και το ναζιστικό καθεστώς κατέρρευσε.

Κατάσχεση

Στη Διάσκεψη του Πότσδαμ, που πραγματοποιήθηκε μετά το τέλος του πολέμου στην Ευρώπη, ο Τρούμαν, ο Τσόρτσιλ και ο Στάλιν αποφάσισαν ότι η ναζιστική τέχνη και τα έργα προπαγάνδας θα πρέπει να κατασχεθούν, ώστε να αποτραπεί η αναβίωση του ναζισμού. Ηταν η στιγμή που ο Γκίλκι δέχτηκε το τηλεφώνημα και του ανατέθηκε η αποστολή να αναζητήσει σε ολόκληρη τη Γερμανία και την Αυστρία προπαγανδιστικό υλικό. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως ο ίδιος μαρτυρά, οι Ναζί προσπάθησαν να κρύψουν τα έργα μέχρι και την τελευταία ημέρα της παράδοσης της Γερμανίας. Ανακάλυψε πίνακες που ήταν κρυμμένοι σε ένα κάστρο της Βαυαρίας, σε μαύρη αγορά στις όχθες του Δούναβη, και εντόπισε περίπου 1.000 έργα υπό την προστασία ενός συνταγματάρχη στη ρωσική ζώνη. Συνολικά, ο Γκίλκι συγκέντρωσε 8.722 σχέδια και πίνακες που παρήχθησαν από περίπου 369 γερμανούς καλλιτέχνες.

Οταν η συλλογή πέρασε στα αμερικανικά χέρια, περιπλανήθηκε σε διάφορα κυβερνητικά κτίρια με μεγάλη διακριτικότητα. Το 1950, περίπου 14 έργα θεωρήθηκαν ακίνδυνα και επεστράφησαν στην τότε Δυτική Γερμανία. Το 1982, το Κογκρέσο αποφάσισε ότι θα μπορούσε να επιστρέψει οτιδήποτε δεν υμνούσε ανοιχτά το Γ’ Ράιχ και στο πλαίσιο αυτό εξαίρεσε 327 έργα ως υπερβολικά προπαγανδιστικά υπέρ των Ναζί, ενώ ακόμη 250 κρατήθηκαν για εκπαιδευτικούς σκοπούς – το περιεχόμενό τους σχετιζόταν κυρίως με τα τεκταινόμενα στα πεδία μαχών.

Καλλιτέχνης

Ανάμεσα στα έργα που βρίσκονται πλέον στο Φορ Μπελβουάρ περιλαμβάνονται και τέσσερις υδατογραφίες που είχε φιλοτεχνήσει ο ίδιος ο Χίτλερ. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν υπηρέτησε ως στρατιώτης, είχε μαζί του χαρτί και συχνά περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του ζωγραφίζοντας, κατάλοιπο ενός πρώιμου ονείρου του να γίνει καλλιτέχνης, αφού είχε απορριφθεί δύο φορές στις εισαγωγικές εξετάσεις της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Βιέννης. Τα έργα στο Φορ Μπελβουάρ μάς διευκολύνουν να καταλάβουμε τους λόγους: το σχέδιό του είναι σταθερό, αλλά χωρίς προσωπικό όραμα. Στα περισσότερα έργα του αποτυπώνονται νοσταλγικές σκηνές άδειων δρόμων, καθώς φαίνεται πως δεν μπορούσε να αποδώσει ανθρώπινες μορφές και οι λιγοστές προσπάθειές του δεν ήταν επιτυχημένες, αφού οι φιγούρες μοιάζουν θολές και ασαφείς. Είναι ενδιαφέρον δε ότι, παρά το γεγονός ότι αρκετά από τα έργα που φυλάσσονται στο Φορ Μπελβουάρ έχουν δοθεί ως δάνεια σε μουσεία στο πλαίσιο εκθέσεων, οι επιμελητές δεν ζητούν τις υδατογραφίες του Χίτλερ.

Για πόσο ακόμη η τέχνη της ναζιστικής περιόδου θα παραμένει αθέατη στις αμερικανικές στρατιωτικές αποθήκες; Σύμφωνα με τη συμφωνία του Πότσδαμ, ο ρόλος των ΗΠΑ ήταν να κατάσχουν τα έργα, όχι να τα καταστρέψουν. Οι Γερμανοί δεν ζήτησαν ποτέ να τους επιστραφούν, κάτι που υποδηλώνει ότι θα μπορούσαν να παραμείνουν κλειδωμένα και απρόσιτα για πολλά ακόμη χρόνια. Και είναι αρκετοί εκείνοι που πιστεύουν ότι αυτή η προοπτική δεν είναι κακή, δεδομένου ότι η συγκέντρωση και η απόσυρσή τους από την κοινή θέα είχαν ως στόχο να μη δοθούν ερεθίσματα για την αναβίωση του ναζισμού. Οι εξελίξεις όμως των τελευταίων χρόνων δεν αφήνουν περιθώρια αναθεώρησης της αιτίας που οδήγησε στην απόκρυψη των συγκεκριμένων έργων. Το ακριβώς αντίθετο.