Η κυρία ή ο κύριος που έγραψε στον Ethicist των New York Times, στον δημοσιογράφο δηλαδή που έχει αναλάβει να απαντά στα ηθικού χαρακτήρα ερωτήματα των αναγνωστών, διηγείται ότι μετακόμισε πρόσφατα σε μια νέα πόλη και επισκέφθηκε έναν γιατρό που της σύστησαν. Ο γιατρός φαινόταν μια χαρά, στη διάρκεια της εξέτασης όμως άρχισε να αγορεύει για τον Μπιλ Γκέιτς, ότι βρίσκεται πίσω από τη δημιουργία του κορωνοϊού, ότι είναι ο αρχιτέκτονας ενός μυστικού προγράμματος στείρωσης στην Αφρική, τέτοια.
Υστερα πέρασε στον εμβολιασμό για τον Covid-19 και είπε ότι παρόλο που ο ίδιος θα έπαιρνε το εμβόλιο από τους πρώτους, θα το έβαζε στο ψυγείο και θα περίμενε να δει τι συνέπειες θα είχε στους άλλους προτού το κάνει.
«Οι θεωρίες συνωμοσίας με έκαναν να αμφιβάλλω για την ευφυία του γιατρού», έγραψε η/ο επιστολογράφος (ζητώντας να μη δημοσιευτεί το όνομά της/του). «Αυτά που μου είπε όμως για το εμβόλιο μού φάνηκαν εγκληματικά ανεύθυνα: στην πραγματικότητα συμβουλεύει τους πελάτες του να μην εμβολιαστούν. Εννοείται ότι δεν θα ξαναπατήσω στο ιατρείο του. Νιώθω όμως ότι θα πρέπει τουλάχιστον να δημοσιεύσω ένα σχόλιο για τη συμπεριφορά του σε ιστοσελίδες αξιολόγησης των γιατρών, αν όχι να τον καταγγείλω σε κάποια αρχή. Τι με συμβουλεύετε να κάνω;».
Ο προβληματισμός έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Θέτει το ζήτημα της ατομικής ευθύνης από μια διαφορετική σκοπιά. Και φυσικά δεν περιορίζεται στην Αμερική. Τέτοιοι γιατροί, εντός ή εκτός εισαγωγικών, κυκλοφορούν σε όλο τον κόσμο. Και το πρόβλημα δεν είναι τόσο ότι είναι οι ίδιοι συνωμοσιολόγοι και αρνητές – αν και υπάρχει μια ισχυρή άποψη ότι το εμβόλιο για το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό θα πρέπει να είναι υποχρεωτικό -, όσο ότι μεταφέρουν με το υποτιθέμενο κύρος τους τις αντιεπιστημονικές τους απόψεις στους ασθενείς τους, πολλοί από τους οποίους είναι έτοιμοι, ακριβώς χάρις σε αυτό το κύρος, να τους πιστέψουν.
Και στην Ελλάδα
Συναντάς και στην Ελλάδα τέτοιους. Κυκλοφορούν για παράδειγμα φήμες, που θα μπορούσε να χαρακτηριστούν και πληροφορίες, για έναν γιατρό από μια μεγάλη δυτικοευρωπαϊκή χώρα, ο οποίος έρχεται στην Αθήνα μια εβδομάδα τον μήνα (ο ρυθμός των επισκέψεών του επί πανδημίας έχει μοιραία μειωθεί), νοικιάζει ένα δωμάτιο σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο, βλέπει δεκάδες ασθενείς και όχι μόνο τους πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες, αλλά βρίσκει την ευκαιρία να κάνει και τη σκοταδιστική του προπαγάνδα για τον κοροναϊό (που «είναι προϊόν εργαστηρίου») και τα εμβόλια (που «είναι άχρηστα, αν όχι επικίνδυνα»). Τυπικά, δεν παραβιάζει τον νόμο. Λειτουργώντας σε μια δημοκρατία, έχει δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του. Επιστημονικά, όμως, είναι επικίνδυνος. Και μπορεί να πάρει κόσμο στον λαιμό του. Ακούς λοιπόν τις φήμες. Τι κάνεις;
Aνθρωποι που θα έπρεπε να γνωρίζουν καλύτερα, γράφει ο Ethicist, είναι συχνά διατεθειμένοι ύστερα από μερικές μπύρες και μερικά προσεκτικά βλέμματα γύρω τους να μοιραστούν με τους διπλανούς τους τις σκοτεινές, πολύ σκοτεινές τους απόψεις. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με έναν γιατρό που βλέπει έναν ασθενή για πρώτη φορά και είναι έτοιμος να αραδιάσει τις τρέλες του. Αυτό είναι ανησυχητικό. Γιατί όταν ένα σημαντικό μέρος της δουλειάς κάποιου είναι να δίνει ιατρικές συμβουλές, έχει σημασία αν οι συμβουλές αυτές είναι καλές ή κακές. Οσοι παθαίνουν εμμονή με τις σπάνιες παρενέργειες σωτήριων μέτρων, για παράδειγμα, έχουν μια στρεβλή εικόνα της κατάστασης. Και οι γιατροί πρέπει να τους βοηθούν να ξεπερνούν τους δισταγμούς τους για τα εμβόλια, όχι να τους τροφοδοτούν ακόμη περισσότερο.
Αρα; «Αρα θα επιτελούσατε πολύτιμη υπηρεσία σε άλλους πιθανούς ασθενείς του γιατρού που γνωρίσατε αν δημοσιεύατε την εμπειρία σας στις ιστοσελίδες αξιολόγησης των γιατρών όπου όλοι έχουμε πλέον πρόσβαση», απαντά ο Ethicist. «Θέλω απλώς να υπογραμμίσω ότι έχει σημασία να είστε σχολαστικά ακριβής, να παραθέσετε τα γεγονότα και να μην αναφερθείτε στον χαρακτήρα του ή στη διάθεσή του. Και, ναι, ίσως να πρέπει να κάνετε καταγγελία στον ιατρικό σύλλογο. Δεν ξέρω αν θα κάνει κάτι. Μια ανάρτηση στο Διαδίκτυο, όμως, ίσως να κάνει τον γιατρό να σκεφτεί ότι οι αντιεπιστημονικές του αγορεύσεις μπορεί να τον βλάψουν επαγγελματικά».
Αισθάνεται δέος
Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά. Για να προχωρήσει ένας πολίτης σε μια τέτοια διαδικασία, θα πρέπει πρώτα να ξεπεράσει το δέος που αναπόφευκτα αισθάνεται μπροστά σε έναν γιατρό. Θα πρέπει στη συνέχεια να δείξει ένα διόλου δεδομένο ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο: με άλλα λόγια, η απόσταση ανάμεσα στο «δεν θα ξαναπατήσω στο συγκεκριμένο ιατρείο» και στο «θα ενημερώσω τους συμπολίτες μου για να μην την πατήσουν» δεν είναι μικρή. Θα πρέπει, τέλος, να είναι βέβαιος ότι δεν θα εμπλακεί σε δικαστικές περιπέτειες: ένα επώνυμο αρνητικό σχόλιο μπορεί να οδηγήσει τον θιγόμενο να κάνει αγωγή. Ποιος θα ήταν έτοιμος να διακινδυνεύσει μια δικαστική καταδίκη για να προστατεύσει τους γύρω του από έναν κομπογιαννίτη;
Η καταπολέμηση των fake news, και των fake people, είναι κάτι σύνθετο, κυρίως όταν παίζονται ανθρώπινες ζωές. Δεν μπορεί να επαφίεται όμως στην ατομική ευθύνη. Οι ιστοσελίδες αξιολόγησης γιατρών είναι μια ενδιαφέρουσα ιδέα, στην Αμερική έχει καθιερωθεί, πρέπει να έρθει και εδώ. Με δικλίδες ασφαλείας, φυσικά, και για τις δύο πλευρές. Η τοξικότητα, η μοχθηρία, και πάνω απ’ όλα η βλακεία, δυστυχώς αφθονούν.