Εκατομμύρια νοικοκυριά στην Τουρκία τα φέρνουν βόλτα πολύ δύσκολα εδώ και καιρό, ενώ η κατάσταση δεν φαίνεται να αλλάζει προς το καλύτερο το επόμενο διάστημα. Αιτία η διαρκής άνοδος τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης, όπως τα τρόφιμα και τα καύσιμα, σε συνδυασμό με την αύξηση των δόσεων για τα στεγαστικά και τα καταναλωτικά δάνεια, που καθιστούν την κατάσταση ασφυκτική.
«Αγοράζουμε μόνο τα απολύτως αναγκαία και τα φτηνότερα που υπάρχουν. Μπορούμε να πληρώνουμε μόνο στα ενοίκια, το φαγητό και τα δάνειά μας», δήλωσε στο Reuters ένας 43χρονος εργαζόμενος σε ιδιωτική υπηρεσία ασφαλείας στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος είναι σε αναστολή και αναγκάζεται να επιβιώνει με το τμήμα του μισθού που αναπληρώνει η κυβέρνηση.
Πολλοί άλλοι, όμως, είναι σε ακόμη χειρότερη κατάσταση. Η αδύναμη λίρα και ο πληθωρισμός που καλπάζει είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, που απειλεί την πλειοψηφία των 85 εκατομμυρίων περίπου κατοίκων της Τουρκίας – τη στιγμή που εκατοντάδες χιλιάδες κάτοικοι της μεγαλύτερης πόλης της βασίζονται στα συσσίτια που προσφέρει ο δήμος.
Λίρα, πληθωρισμός και στο βάθος ΔΝΤ
Το τουρκικό νόμισμα, άλλωστε, έχασε πέρυσι σχεδόν το ένα τρίτο της αξίας του έναντι του δολαρίου αυξάνοντας σημαντικά το κόστος των εισαγωγών για τα είδη που δεν παράγει σε επάρκεια η Τουρκία, ενώ κατέστησε πολύ ακριβή υπόθεση την εξυπηρέτηση των δανείων με ρήτρα ξένων νομισμάτων. Παράλληλα, τροφοδοτεί διαρκώς τον πληθωρισμό, τη στιγμή που σε μεγάλο μέρος του υπόλοιπου πλανήτη αυτός κινείται σε πολύ χαμηλά ή και μηδενικά επίπεδα.
Για του λόγου το αληθές, τον Δεκέμβριο ο πληθωρισμός ξεπέρασε επισήμως το 14,6%, έναντι 11,9% τον Οκτώβριο. Όσο για τον δείκτη τιμών παραγωγού, που καθορίζει και τις τιμές των βασικών προϊόντων, ενισχύθηκε το 2020 σε ποσοστό άνω του 20%. Μάλιστα, σύμφωνα με έρευνα της Metropoll τον Δεκέμβριο, το 80% των Τούρκων πιστεύει πως ο πραγματικός πληθωρισμός είναι πολύ υψηλότερος από ό,τι ανακοινώνεται επισήμως.
Η παραπάνω εικόνα είναι αυτή που ανάγκασε τον Ταγίπ Ερντογάν να αλλάξει τη στάση του και να δώσει το πράσινο φως για αυξήσεις επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα τον Νοέμβριο (αφού πρώτα εκπαραθύρωσε τον γαμπρό του και υπουργό Οικονομικών) – προειδοποιώντας τους συμπολίτες του για το «πικρό χάπι» που ίσως αναγκαστούν να πιουν.
Το πιθανότερο δε είναι ότι θα ακολουθήσουν και νέες, όπως προβλέπουν μια σειρά αναλυτές, ανάμεσά τους και ο Τζέισον Τούβεϊ, της Capital Economics. Κάτι που σημαίνει πως ο δανεισμός θα καταστεί πολύ πιο ακριβός για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ενώ θα πληγεί και η κατανάλωση, καθώς η πιστωτική «φούσκα» (που κράτησε όρθια την οικονομία το 2020, ενώ επέτρεψε και την αγοραπωλησία 1,5 εκατομμυρίου σπιτιών) δεν μπορεί να συνεχίσει να μεγαλώνει.
Παίζουν άμυνα κυβέρνηση – πολίτες
Βεβαίως, η κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να αμβλύνει τις επιπτώσεις στην κοινωνία και ειδικά στα φτωχά στρώματα, που αποτελούν και μεγάλο μέρος της εκλογικής βάσης του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ). Σε αυτό το πλαίσιο, συνεχίζει να καθορίζει τα τιμολόγια στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, όπως των προμηθευτών φυσικού αερίου και των παρόχων ηλεκτρισμού, ενώ τον Δεκέμβριο προχώρησε σε αύξηση κατά 16% του κατώτατου μισθού για το 2021, διαμορφώνοντάς τον στις 2.825 λίρες (377 δολάρια με βάση τη σημερινή ισοτιμία) μηνιαίως.
Σε αυτό το φόντο, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αυξάνουν καθημερινά οι καταθέσεις σε ξένο συνάλλαγμα και κυρίως σε δολάρια. Στο τέλος του 2020, η αξία τους άγγιξε τα 240 δισ. δολάρια, έχοντας αυξηθεί κατά περίπου 20% σε σύγκριση με τον Μάρτιο του ίδιου έτους.
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι βαθύτερο και δομικό και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ούτε με αποσπασματικά μέτρα ούτε με κινήσεις πανικού. Όπως σημειώνει και η Fitch, η Τουρκία έχει μπροστά της μακρύ δρόμο μέχρι να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στην οικονομία της, που επλήγη μετά τα πολιτικά σφάλματα που οδήγησαν σε βουτιά τα συναλλαγματικά αποθέματα και σε στροφή στο δολάριο.
Ειδικά δε όσον αφορά στην κυβέρνηση και τον Ερντογάν, γνωρίζουν και την οδυνηρή εμπειρία της δεκαετίας του ’90, με την προσφυγή στο ΔΝΤ μετά από μια περίοδο υπερ-πληθωρισμού, αλλά και τον κίνδυνο να διαρραγούν οι ισχυροί δεσμοί που έχουν οικοδομήσει με εκατομμύρια Τούρκους, μετά από 18 και πλέον χρόνια στην εξουσία.
Η ίδια η κυβέρνηση προβλέπει ότι φέτος θα είναι μια πολύ καλύτερη χρονιά, με τον ρυθμό ανάπτυξης να διαμορφώνεται κοντά στο 3,5%. Όπως, όμως, σημειώνει η οικονομολόγος Γκιουλντέμ Αταμπάι στην Ahval, αν και «λόγω του μεγάλου πληθυσμού της μπορεί να πετύχει ανάπτυξη άνω του 3%, για τα δεδομένα της Τουρκίας, αυτό σημαίνει ότι η αύξηση της ανεργίας και των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μαζί με τις διαρθρωτικές πληγές που άφησε η Covid-19, δεν μπορούν να αντιστραφούν».
Υπάρχουν καλές ειδήσεις – αλλά λίγες
Προφανώς, υπάρχουν και κάποιες καλές ειδήσεις για την Τουρκία και τον Ερντογάν. Για παράδειγμα, η κατρακύλα της λίρας έναντι του δολαρίου μοιάζει να έχει ανακοπεί, με αποτέλεσμα να έχει ενισχυθεί κατά 13% από τα χαμηλά του περασμένου Οκτωβρίου.
Επίσης, το 2020 η χώρα ξεπέρασε την Αίγυπτο ως κορυφαίος προορισμός των κεφαλαίων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), απορροφώντας επενδύσεις ύψους άνω των 2 δισ. δολαρίων, κάτι που ερμηνεύεται ως ψήφος εμπιστοσύνης στην τουρκική οικονομία και τις προοπτικές της.
Ωστόσο, καθώς η Τουρκία εξαρτάται πολύ από εξωγενείς παράγοντες και είναι μια αναπτυσσόμενη οικονομία, η φετινή χρονιά θα είναι κρίσιμη. Ίσως και η επόμενη. Με τις εκλογές δε να έχουν τυπικά προγραμματιστεί για το 2023, ο Ερντογάν δεν αποκλείεται να επιχειρήσει κάποιο αιφνιδιασμό – εκλογικό ή και γεωπολιτικό… – εάν εκτιμήσει πως η κατάσταση θα χειροτερεύσει περαιτέρω.