Καθώς νέα πιο μεταδοτικά στελέχη του νέου κορωνοϊού έχουν ήδη εμφανιστεί σε αυτό το δεύτερο κύμα της πανδημίας και έχουν ταξιδέψει σε πολλές χώρες – προσφάτως στην Ελλάδα εντοπίστηκε το, όπως εκτιμάται, μεταδοτικότερο βρετανικό στέλεχος Β.1.1.7 του ιού –, μια νέα μελέτη που χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από τη NASA δείχνει ότι η μεταδοτικότητα των στελεχών καθώς και η πυκνότητα του πληθυσμού σε μια περιοχή μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στο πώς οι εκστρατείες εμβολιασμού για τον SARS-CoV-2 θα βοηθήσουν πόλεις και χώρες να επανέλθουν στην κανονικότητα (ή τουλάχιστον σε μια πιο κανονική ζωή).
Τα νέα ευρήματα που δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση «Communications Biology» μαρτυρούν ότι το να κατευθυνθούν τα εμβόλια προς τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές μπορεί να βάλει «φρένο» στη μετάδοση της νόσου. Τα σχέδια διανομής των εμβολίων δεν λαμβάνουν υπόψη τους αυτή τη στιγμή την πυκνότητα του πληθυσμού σε μια περιοχή.
Προβολή στο μέλλον
Ο Τόνι Άιβζ από το Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν-Μάντισον και ο Κλαούντιο Μποτσούτο από την ανεξάρτητη εταιρεία ανάλυσης δεδομένων Wildlife Analysis GmbH μελέτησαν την εξάπλωση της COVID-19 στις ΗΠΑ στην αρχή της πανδημίας, προτού οι άνθρωποι αλλάξουν τη συμπεριφορά τους και τις συνήθειές τους ώστε να αποφύγουν τη μόλυνση με τον νέο κορωνοϊό.
Αυτό επέτρεψε στους ερευνητές να φέρουν στο φως παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν στη μετάδοση της COVID-19 όταν η χρήση μάσκας και η τήρηση αποστάσεων θα αρχίσουν να μειώνονται και οι συμπεριφορές μας θα αρχίσουν να θυμίζουν έστω κάτι από την προπανδημική κανονικότητα.
Δύο στόχοι για κατανόηση
«Θέλαμε να δούμε δύο πράγματα: το πρώτο ήταν να κατανοήσουμε ποια ήταν η δυναμική στην αρχή της πανδημίας. Και αυτό διότι αν θέλουμε να έχουμε ένα πρόγραμμα εμβολιασμού σε ισχύ το οποίο θα επιτρέπει στους ανθρώπους να συμπεριφέρονται φυσιολογικά, τότε πρέπει να κατανοήσουμε την κατάσταση υπό αυτές τις συνθήκες» ανέφερε ο δρ Άιβζ, καθηγητής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν-Μάντισον και προσέθεσε: «Το δεύτερο που θέλαμε να αναλύσουμε ήταν οι συνθήκες που επικρατούσαν σε μικρότερη χωρική κλίμακα, σε επίπεδο κομητειών αντί για επίπεδο Πολιτειών των ΗΠΑ ώστε να κατανοήσουμε τις ανάγκες των μικρότερων περιοχών».
Καταλύτης η πυκνότητα του πληθυσμού και το είδος του στελέχους
Ετσι οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα όλων των κομητειών 39 διαφορετικών αμερικανικών Πολιτειών από την αρχή της πανδημίας έως τις 23 Μαΐου 2020 και ανακάλυψαν ότι όσο πιο πυκνοκατοικημένη ήταν μια περιοχή τόσο ευκολότερα μεταδιδόταν ο ιός από άτομο σε άτομο. Ανακάλυψαν επίσης ότι παίζει σημαντικό ρόλο ποιο στέλεχος του ιού κυκλοφορεί σε μια περιοχή. Οι δύο επιστήμονες είδαν ότι περιοχές στις οποίες κυκλοφορούσε ένα μεταλλαγμένο στέλεχος του SARS-CoV-2 το οποίο ονομάζεται G614 εμφάνιζαν μεγαλύτερη εξάπλωση του ιού – το εύρημα αυτό υποστηρίζεται και από άλλες μελέτες, σύμφωνα με τις οποίες το G614 φαίνεται να είναι πιο μεταδοτικό.
Παρότι το στέλεχος αυτό δεν σχετίζεται με το Β.1.1.7 το οποίο πρωτοεντοπίστηκε στη Βρετανία και φαίνεται να μεταδίδεται ευκολότερα αυτή τη στιγμή, η μελέτη υπογραμμίζει τη σημασία την οποία μπορεί να έχει στην εξάπλωση της COVID-19 σε μια περιοχή το στέλεχος του ιού το οποίο μπορεί να επικρατεί σε αυτή. «Εντοπίσαμε ένα σαφές μοτίβο στον ρυθμό εξάπλωσης το οποίο συνδεόταν άμεσα με διαφορετικά στελέχη του ιού» είπε ο Μποτσούτο.
Παρόμοια εξάπλωση σε γειτονικές περιοχές
Αλλά και η απόσταση μεταξύ περιοχών φάνηκε να παίζει τον δικό της ρόλο. Περιοχές με απόσταση λίγων εκατοντάδων χιλιομέτρων η μία από την άλλη εμφάνιζαν παρόμοια ποσοστά μετάδοσης του ιού. Αυτή η ομοιότητα, κατά τους ερευνητές, σε έναν βαθμό οφειλόταν και στις ομοιότητες των στελεχών του ιού που κυκλοφορούσαν σε γειτονικές περιοχές. Για παράδειγμα στις βορειοδυτικές και τις νοτιοανατολικές κομητείες των ΗΠΑ εμφανιζόταν σε μικρότερη συχνότητα η μετάλλαξη G614 και στις συγκεκριμένες περιοχές ο ρυθμός μετάδοσης του ιού ήταν μικρότερος.
Εμβολιαστικό βάρος στις μητροπολιτικές περιοχές
Οι δύο επιστήμονες εκτιμούν πως τα ευρήματά τους μπορούν να βοηθήσουν τις αρμόδιες αρχές δημόσιας υγείας να κάνουν τη σωστότερη δυνατή διανομή των εμβολίων με βάση τις ανάγκες κάθε περιοχής σε κάθε χώρα. «Τα προγράμματα εμβολιασμού θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τον ρυθμό μετάδοσης της COVID-19 στις διαφορετικές περιοχές μιας χώρας. Ο βασικός δείκτης που πρέπει να ελέγχεται είναι το πόσο πυκνοκατοικημένη είναι η κάθε περιοχή. Από επιδημιολογικής απόψεως, θα συνιστούσαμε οι μητροπολιτικές περιοχές να αποτελέσουν τον πρώτο στόχο για εμβολιασμό καθώς σε αυτές τα ποσοστά εμβολιασμού και επίτευξης ανοσίας πρέπει να είναι υψηλότερα σε σύγκριση με τις αγροτικές περιοχές ώστε να επιτευχθεί συλλογική ανοσία» κατέληξε ο καθηγητής Άιβζ.