Εννέα μέρες μετά την εισβολή των οπαδών του απερχόμενου αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, και ο απόηχος δεν λέει να κοπάσει. Πέραν του ότι πυροδότησε έντονες εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό, ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά καλλιτεχνών και μουσείων που συγκεντρώνουν τεκμήρια τα οποία σχετίζονται με τα γεγονότα – σημαίες, πλακάτ, αλλά και σκηνές που καταγράφηκαν από ερασιτεχνικές ή επαγγελματικές κάμερες – και καταθέτουν τις θέσεις τους σε πρώτη φάση μέσω της πένας τους, ενώ είναι σχεδόν βέβαιο πως, εφόσον υπάρξει μια χρονική απόσταση από τα γεγονότα, θα δουν τις δραματικές ώρες της εισβολής υπό το πρίσμα του μέσου της τέχνης με το οποίο εκφράζονται.
Δεν θα είναι άλλωστε η πρώτη φορά που γεγονότα της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας – ή και παλαιότερα – που οδήγησαν σε πραξικόπημα ή σε απόπειρα ανατροπής ενός δημοκρατικού καθεστώτος έδωσαν το έναυσμα σε σπουδαίους δημιουργούς για να καταγράψουν – στις περιπτώσεις που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες -, να ερμηνεύσουν, να παραθέσουν διανθισμένα με τη δική τους φαντασία και εν τέλει να εμπνευστούν για να συνθέσουν ιδιαίτερης σημασίας κείμενα.
Από την ανατροπή του Αλιέντε στη Χιλή ως το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του Γκορμπατσόφ το 1991 στη Μόσχα, που έθεσε την αρχή του τέλους της Σοβιετικής Ενωσης, σημαντικοί ιστορικοί, δημοσιογράφοι και συγγραφείς όπως οι Πέρι Αντερσον και Κρίστοφερ Χίτσενς έχουν κατά καιρούς ασχοληθεί και δημοσιεύσει κείμενά τους στην επιθεώρηση «London Review of Books».
Κι αν οι εργασίες των παραπάνω συγγραφέων βασίζονται σε γεγονότα που έζησαν είτε ως αυτόπτες μάρτυρες είτε ως παρατηρητές της εποχής τους, υπάρχουν επίσης και κείμενα που γράφτηκαν με μεγάλη απόσταση από τα γεγονότα, όπως το προφίλ του εκ των πρωτεργατών της Γαλλικής Επανάστασης, Ροβεσπιέρου, με την υπογραφή της πολυβραβευμένης ντέιμ Χίλαρι Μάντελ. Ολα αυτά και αρκετά ακόμη παρουσιάζονται επί τη ευκαιρία των πρόσφατων γεγονότων στην αμερικανική πρωτεύουσα υπό τον γενικό τίτλο «Θα σε δω στην κόλαση, αλήτη» στη διαδικτυακή έκδοση της βρετανικής λογοτεχνικής επιθεώρησης.
Στη Χιλή του Αλιέντε
Την 11η Σεπτεµβρίου, όχι του 2001, αλλά του 1973, θυµάται και καταγράφει ο δηµοσιογράφος και συγγραφέας Κρίστοφερ Χίτσενς, ηµεροµηνία που σήµανε την ανατροπή και τον θάνατο του Σαλβαδόρ Αλιέντε.
«Εκείνη την ηµέρα αεροσκάφη πέταξαν πάνω από µια µεγάλη πόλη και κατέστρεψαν ένα µεγάλο συµβολικό κτίριο: το προεδρικό παλάτι στο Σαντιάγο, γνωστό (επειδή ήταν κάποτε νοµισµατοκοπείο) ως Λα Μονέδα. Ο συνταγµατικός κάτοχός του, ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, θα µπορούσε ίσως να διαπραγµατευτεί για να σώσει τη ζωή του, αλλά επέλεξε να µην το πράξει. Αντ’ αυτού έκανε ένα ραδιοφωνικό διάγγελµα που θα µπορούσε να συγκριθεί µε τις τελευταίες ραδιοφωνικές µεταδόσεις από την Αθήνα το 1941 και τη Βουδαπέστη το 1956: Αυτή είναι σίγουρα η τελευταία φορά που θα σας µιλήσω…
Η Ιστορία µού έδωσε µια επιλογή. Θα θυσιάσω τη ζωή µου µε πίστη στον λαό µου, γνωρίζοντας ότι οι σπόροι που φυτέψαµε στην ευγενή συνείδηση xιλιάδων Χιλιανών δεν µπορούν παρά να αποδώσουν καρπούς». Και µάλιστα ο Χίτσενς συνδέει τα γεγονότα στη Χιλή µε το πραξικόπηµα του 1967 στην Ελλάδα καθώς θεωρεί πως ανήκουν στην ίδια αλυσίδα πολιτικών εξελίξεων που υποκίνησε η Ουάσιγκτον, ξεκινώντας από το Ιράν το 1953 και καταλήγοντας στα γεγονότα της Κύπρου το 1974.
Στη Ρωσία του Γκορµπατσόφ
Ρωσία, 1991. Μια γλαφυρή περιγραφή των γεγονότων του Αυγούστου του 1991 που είχαν ως αποτέλεσµα την απόπειρα ανατροπής του σοβιετικού προέδρου και εµπνευστή της περεστρόικα Μιχαήλ Γκορµπατσόφ από σκληροπυρηνικά µέλη του Κοµµουνιστικού Κόµµατος της Σοβιετικής Ενωσης, η οποία, αν και απέτυχε, έθεσε τα θεµέλια της αρχής του τέλους της Σοβιετικής Ενωσης, δίνει ο καθηγητής Ιστορίας και Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήµιο της Καλιφόρνιας Πέρι Αντερσον, ο οποίος προχωρά και σε µια ενδιαφέρουσα ανάλυση του ρόλου του Μιχαήλ Γκορµπατσόφ στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, πέραν της µαρτυρίας που παραθέτει και στην οποία εστιάζουµε εδώ.
«Οταν η Κρατική Επιτροπή για την Κατάσταση Εκτακτης Ανάγκης ανακοίνωσε ότι πήρε την εξουσία και τα άρματα μάχης άρχισαν να εισέρχονται στην πόλη, ο λαός της Μόσχας στο σύνολό του δεν ταράχθηκε. Τα μικρά, αχνά τυπωμένα αυτοκόλλητα με διατάγματα αντίστασης του Γέλτσιν στους αμυδρά φωτισμένους μαρμάρινους τοίχους μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ένα συνεχές οπτικό ισοδύναμο μιας δημοσκόπησης.
Μικρές ομάδες έξι ή επτά ατόμων συσπειρώνονταν σιωπηλά γύρω τους για να διαβάσουν τα μηνύματα, ενώ πίσω τους οι περισσότεροι προχωρούσαν αδιάφορα στον δρόμο τους. Οι άνθρωποι περπατούσαν αμέριμνοι για να πάνε στη δουλειά τους. Τα τανκς ήταν σταθμευμένα ως επί το πλείστον διακριτικά κάτω από γέφυρες. Η παρουσία του πεζικού δεν ήταν ορατή. Τα τηλέφωνα λειτουργούσαν κανονικά. Δεν υπήρχε η αίσθηση ότι η πόλη βρισκόταν σε κατάσταση πολιορκίας, όπως συνέβη στη Γουατεμάλα ή στο Σαντιάγο, όπου ο φόβος ήταν αισθητός σε όποιον επιχειρούσε να διασχίσει τον δρόμο».
Στη Γαλλία του Ροβεσπιέρου
Με την απόσταση του χρόνου και σαφείς αµφιβολίες για τα ντοκουµέντα και τις µαρτυρίες της εποχής, επιχειρεί η Χίλαρι Μάντελ να συνθέσει όχι τόσο τις συνθήκες που γέννησαν τη Γαλλική Επανάσταση, όσο το προφίλ ενός εκ των προεξεχουσών µορφών της, του αµφιλεγόµενου Ροβεσπιέρου. «Oι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Ροβεσπιέρος πέτυχε δεν µπορούν να εξηγηθούν µε παραδοσιακούς πολιτικούς όρους.
Κατά το µεγαλύτερο µέρος της καριέρας του υπήρξε ντροπαλός και τα περισσότερα από τα κοινοβουλευτικά µέτρα που πρότεινε απορρίφθηκαν ως πολύ προοδευτικά. Οταν εντάχθηκε στην Επιτροπή Δηµόσιας Ασφάλειας, το έκανε µε τον πιο αθόρυβο τρόπο, αντικαθιστώντας απλώς ένα µέλος που είχε αρρωστήσει.
Λίγο µετά την ένταξή του στην Επιτροπή, άρχισε να αποκτά εκτελεστική εξουσία κι ο ρόλος του είναι συχνά ασαφής, καθώς δεν είναι ξεκαθαρισµένο αν µιλούσε εξ ονόµατός του ή εξ ονόµατος της κυβέρνησης. Οποια και αν ήταν η πηγή της εξουσίας του, ήταν αναµφισβήτητα αποτελεσµατικός. Μέρος του µυστικού της επιτυχίας του, χωρίς αµφιβολία, ήταν ότι αρχικά ήταν υποτιµηµένος», επισηµαίνει µεταξύ άλλων η Χίλαρι Μάντελ.