Την «εγκληματική αδιαφορία» συγκεκριμένων υψηλόβαθμων στελεχών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας αλλά και προσώπων που υπηρετούσαν σε θέσεις – κλειδιά στην Πολιτική Προστασία περιγράφει μέσα σε 41 σελίδες ο ανακριτής Αθανάσιος Μαρνέρης, επαναδιατυπώνοντας το αίτημά του για συμπληρωματική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος εις βάρος συγκεκριμένων κατηγορουμένων για τους οποίους, κατά την κρίση του, η πλήρης αδιαφορία που επέδειξαν την ημέρα της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι συνδέεται αιτιωδώς με τον θάνατο 102 ανθρώπων και τον τραυματισμό 31.
Ο δικαστικός λειτουργός, με βάση τα νεότερα στοιχεία που συγκέντρωσε στο στάδιο της πολύμηνης ανακριτικής διαδικασίας, επαναφέρει για δεύτερη φορά το αίτημά του και ζητά από την Εισαγγελία να προχωρήσει στην άσκηση συμπληρωματικής δίωξης για το κακούργημα της θανατηφόρας έκθεσης εις βάρος συγκεκριμένων προσώπων, τα οποία κατονομάζονται ένα προς ένα στο πολυσέλιδο έγγραφό του. Το ανακριτικό αίτημα στηρίζουν, όπως προκύπτει, και δέκα πολιτικώς ενάγοντες, οι οποίοι έχασαν στη φονική πυρκαγιά πρόσωπα του στενού οικογενειακού τους περιβάλλοντος και ζητούν την παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων για την απώλειά τους.
Καταθέσεις
Αξιολογώντας, μάλιστα, την έκθεση – φωτιά του πραγματογνώμονα Δημήτρη Λιότσιου, πρόσφατες καταθέσεις αλλά και απολογίες κατηγορουμένων, ο ανακριτής καταγράφει την «επίδειξη παντελούς αδιαφορίας» κατά τη διαχείριση της κρίσης, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Δεν έστειλαν εναέρια και επίγεια μέσα, έφυγαν από τη θέση τους ή δεν πήγαν ποτέ σε αυτήν, δεν διέταξαν την απομάκρυνση / εκκένωση των πολιτών ή τη διάσωση αυτών, δεν κηρύχτηκε καν η υπό κρίση περιοχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενώ υπήρχαν τα διαθέσιμα μέσα.
Σαφώς και ως προς το αποτέλεσμα (τους θανάτους και την πρόκληση σωματικών βλαβών) οι ως άνω κατηγορούμενοι δεν είχαν δόλο, έστω κι ενδεχόμενο, παρά μόνο αμέλεια. Ωστόσο, ως προς την κατάσταση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία των παθόντων ή επιτάσεως του επισυμβάντος κινδύνου, σαφώς οι κατηγορούμενοι είχαν ενδεχόμενο δόλο, καθώς δεν είναι δυνατό να υποστηρίξει κανείς βάσιμα ότι εκ της θέσης τους δεν αποδεχόντουσαν την επίταση του κινδύνου για τους πολίτες από την παντελή αδιαφορία που επέδειξαν, έστω κι αν διατηρούσαν μία ατεκμηρίωτη ελπίδα, η οποία και πάλι οδηγεί σε στοιχειοθέτηση ενδεχόμενου δόλου».
Πυροσβέστες
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δικαστικός λειτουργός διαχωρίζει τους απλούς πυροσβέστες που μάχονταν με τη φωτιά και έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή τους από την ηγεσία της Πυροσβεστικής, χωρίς να προσπερνά το γεγονός ότι «…οι περισσότεροι εξ αυτών έλαβαν προαγωγή μετά ή εξήλθαν του Σώματος χωρίς να υποστούν οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια».
Ορισμένοι, δε, εκ των υψηλόβαθμων στελεχών της Πυροσβεστικής, όπως σημειώνεται στο έγγραφο του ανακριτή, «δεν μπορούσαν καν να βρεθούν όταν οι αρμόδιοι της ΕΛ.ΑΣ. τούς αναζητούσαν» και άλλοι δεν πήγαν ποτέ στην περιοχή, παρότι τους είχε δοθεί σχετική εντολή, ενώ άλλοι έφυγαν αδικαιολόγητα από τον τόπο της πυρκαγιάς.
«Οι κατηγορούμενοι είχαν στη διάθεσή τους και σωστικές λέμβους, που ανήκαν στην πρώτη ΕΜΑΚ, οι οποίες βρίσκονταν στην Ελευσίνα και στα πληρώματα των οποίων δεν δόθηκε ποτέ εντολή να μεταβούν στην περιοχή. Παράλληλα, δεν τέθηκαν στη διάθεση για τη διάσωση όσων βρίσκονταν στη θάλασσα συγκεκριμένα πλοιάρια, τα οποία έχουν ως σημείο στάθμευσης το λιμάνι του Πειραιά και εάν ειδοποιούνταν να συνδράμουν στη διάσωση, ο χρόνος που απαιτούνταν είναι μία ώρα και 15 λεπτά περίπου, δηλαδή θα βρίσκονταν εκεί περίπου στις 20.15, ενώ πολίτες βρίσκονταν στη θάλασσα ήδη από τις 18.50», σημειώνεται εμφατικά ως προς την αποτίμηση των ποινικών ευθυνών για τους συγκεκριμένους κατηγορουμένους.
Εκτός όμως από τον τρόπο διαχείρισης της πυρκαγιάς, σύμφωνα με τον Αθανάσιο Μαρνέρη, προέκυψαν και στοιχεία που αφορούν την ενδεχόμενη τέλεση αδικημάτων προς συγκάλυψη των παραλείψεων και ενεργειών των αρμοδίων. Ανάμεσά τους είναι και τα ψευδή στοιχεία που αναγράφονται στο ημερολόγιο του αεροδρομίου της Πάχης για την απογείωση του Chinook στις 17.00, ενώ, όπως προκύπτει από καταθέσεις και το ημερολόγιο του ΓΕΕΘΑ, απογειώθηκε στις 18.10.