«Το σόου λέγεται “Τραμπ” και είναι παντού sold out. Διασκεδάζω δίνοντάς το και θα συνεχίσω να διασκεδάζω»: έχουν περάσει 31 ολόκληρα χρόνια από τότε που έκανε ο Ντόναλντ Τραμπ αυτή τη δήλωση, σε συνέντευξή του στο περιοδικό Playboy. Θα μπορούσε όμως εύκολα να την είχε κάνει και χθες. Ή οποιαδήποτε άλλη από τις 1.457 ημέρες (ναι, ακριβώς…) που έχει περάσει στον Λευκό Οίκο. Ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ ετοιμάζεται να αποχωρήσει, απρόθυμα, την Τετάρτη, αντιμέτωπος για δεύτερη φορά με τη διαδικασία του impeachment – αφού πρώτα συνέβαλε τα μέγιστα ώστε να γίνει πραγματικότητα εκείνη η υποτιθέμενη «αμερικανική σφαγή» την οποία ορκίστηκε να σταματήσει στην πρώτη του προεδρική ομιλία, στις 20 Ιανουαρίου του 2016. Και το χειρότερο, είναι πως το διασκέδασε.

Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα τον συμπεριλάβουν αναμφισβήτητα στους χειρότερους προέδρους των ΗΠΑ. Ισως μάλιστα να τον ανακηρύξουν και χειρότερο όλων, αν και κανείς δεν γνωρίζει τι άλλο μας περιμένει. Το βέβαιο είναι πως ο Ντόναλντ Τραμπ παραδίδει μια χώρα και έναν κόσμο σε πολύ χειρότερη κατάσταση από ό,τι τα βρήκε. Εντός των τειχών, η πόλωση φυσικά προϋπήρχε, είναι άλλωστε από τους βασικούς λόγους της εκλογής του, ο Τραμπ φρόντισε όμως να τροφοδοτήσει τους θυμούς και τους διχασμούς της Αμερικής όσο κανείς: η επίθεση που πραγματοποίησαν στις 6 Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο υποκινούμενοι από τον ίδιο οπαδοί του, οι φόβοι για ένοπλες διαδηλώσεις πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της ορκωμοσίας του Τζο Μπάιντεν την ερχόμενη Τετάρτη, απλώς επιβεβαιώνουν το πόσο τρομακτικά ευάλωτη αφήνει την αμερικανική δημοκρατία. Ταυτόχρονα, με αυτό το μείγμα του «Πρώτα η Αμερική» εθνικισμού, της μονομέρειας και του απομονωτισμού που προώθησε, αφήνει τις ΗΠΑ αποδυναμωμένες σε μία ολοένα και πιο αποδιοργανωμένη διεθνή σκηνή.

Ο Ντόναλντ Τραμπ χώρισε περισσότερα από 4.200 παιδιά μεταναστών από τους γονείς τους στα σύνορα με το Μεξικό, χωρίς σχέδιο επανένωσής τους: εκατοντάδες οικογένειες παραμένουν χωρισμένες. Και χρησιμοποίησε το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης ως μέσο προστασίας των πολιτικών του συμφερόντων και τιμωρίας των πολιτικών εχθρών του: μόλις λίγες εβδομάδες πριν από τις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου, το καλούσε δημόσια να κινηθεί εναντίον του δημοκρατικού του αντιπάλου. Ο Ντόναλντ Τραμπ μετέτρεψε ξεδιάντροπα την παραπληροφόρηση σε πολιτικό όπλο: παραμονή των εκλογών, πριν ακόμα αρχίσει να φωνάζει περί «εκλογικής νοθείας» και «κλεμμένης νίκης», η Washington Post είχε μετρήσει συνολικά 29.508 ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις του. Και ενίσχυσε, απενοχοποίησε σημαντικά τόσο τους συνωμοσιολόγους όσο και τους ακροδεξιούς εξτρεμιστές: κανείς δεν ξεχνάει πως έβαλε στο ίδιο καλάθι υπέρμαχους της υπεροχής της λευκής φυλής και αντιφασίστες έπειτα από τη φονική βία στο Σάρλοτσβιλ, πως χαρακτήρισε «ανθρώπους που αγαπούν τη χώρα μας» τους ψεκασμένους θιασώτες της QAnon, πως κάλεσε τους ακροδεξιούς Proud Boys να «κάνουν πίσω και να είναι σε επιφυλακή» στη διάρκεια του πρώτου προεκλογικού ντιμπέιτ ή εκείνο το «Σας αγαπάμε» που είπε στους εγκληματίες που άλωσαν το Κογκρέσο.

Ιδιωτική επιχείρηση

Ο Ντόναλντ Τραμπ αντιμετώπισε την προεδρία των ΗΠΑ σαν να ήταν ιδιωτική του επιχείρηση, συνεχίζοντας να προωθεί και να επισκέπτεται τις ιδιοκτησίες του, χρησιμοποιώντας τις για προεκλογικούς και κυβερνητικούς σκοπούς: εκατομμύρια δολάρια από τα χρήματα φορολογούμενων και δωρητών κατέληξαν έτσι στην τσέπη του. Και είναι ο μοναδικός πρόεδρος της σύγχρονης ιστορίας που αρνήθηκε να δημοσιοποιήσει τη φορολογική του δήλωση: όπως αποκάλυψαν το καλοκαίρι οι New York Times, το 2016 πλήρωσε μόλις 750 δολάρια σε ομοσπονδιακό φόρο εισοδήματος. Ο Ντόναλντ Τραμπ εγκατέστησε την οικογενειοκρατία στον Λευκό Οίκο, με τη θυγατέρα του, Ιβάνκα Τραμπ και τον σύζυγό της, Τζάρεντ Κούσνερ, σε ισχυρούς συμβουλευτικούς ρόλους: αν αναλογιστεί μάλιστα κανείς τη λίστα των υπουργών και των συμβούλων που αποπέμφθηκαν ή παραιτήθηκαν την τελευταία τετραετία, είναι, μαζί με τους γιους του, από τους λίγους που τον άντεξαν μέχρι τέλους. Και μετέτρεψε σταδιακά το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, όπως βροντοφώναξε ο «Τζούνιορ» στους οπαδούς του λίγο πριν από τα έκτροπα στο Καπιτώλιο, σε «Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Ντόναλντ Τραμπ» – αν και, ως προς αυτό, ο πέλεκυς των ιστορικών ευθυνών θα πέσει βαρύς και στο κόμμα.

Ο Ντόναλντ Τραμπ πέρασε τέσσερα χρόνια στην προεδρία κολακεύοντας απολυταρχικούς ηγέτες και κάνοντας προσωπικές επιθέσεις στους ηγέτες παραδοσιακών συμμάχων των ΗΠΑ -από τον καναδό πρωθυπουργό, Τζάστιν Τριντό μέχρι τον γάλλο πρόεδρο, Εμανουέλ Μακρόν, τη γερμανίδα καγκελάριο, Ανγκελα Μέρκελ και την πρώην πρωθυπουργό της Βρετανίας, Τερίζα Μέι. Απέσυρε τις ΗΠΑ από τη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, από τη συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, από την Unesco, από το συμβούλιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ -ακόμα και από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας θέλησε να την αποσύρει, εν μέσω πανδημίας του κορωνοϊού. Και οι πρωτοβουλίες του στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής είχαν πενιχρά αποτελέσματα σε σύγκριση με το καταστροφικό του έργο: παρά τα χαμόγελα και τις χειραψίες με τον Κιμ Γιονγκ-ουν που ακολούθησαν την αρχική ανταλλαγή ύβρεων, η Βόρεια Κορέα κλείνει τη θητεία Τραμπ με ισχυρότερο πυρηνικό οπλοστάσιο, περισσότερους και καλύτερους πυραύλους. Το Ιράν έχει μειώσει τον χρόνο που χρειάζεται προκειμένου να αναπτύξει πυρηνικά όπλα. Μόσχα, Δαμασκός και Τεχεράνη έχουν ενισχύσει την επιρροή τους στη Μέση Ανατολή. Οσο για το Ισραήλ, το μεγαλεπήβολο σχέδιο ειρήνευσης που ανατέθηκε στον Τζάρεντ Κούσνερ δεν κατέληξε ποτέ πουθενά – ο Τραμπ μπορεί βέβαια να υπερηφανεύεται για την ακραία φιλοϊσραηλινή πολιτική του, τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ αλλά και τον ρόλο που έπαιξε στην εξομάλυνση των σχέσεων ανάμεσα στο Ισραήλ και τρεις αραβικές χώρες, το Μπαχρέιν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Σουδάν.

Δημαγωγός

Ηταν ένας παρορμητικός, αδίστακτα δημαγωγικός, απροκάλυπτα ρατσιστής και σεξιστής πρόεδρος, ένας νάρκισσος που αντιμετώπισε τους «ξεχασμένους» της Αμερικής σαν πιόνια και τους αμερικανικούς θεσμούς σαν παιχνίδι: ουδείς αμφιβάλλει πως ο βασικός λόγος για τον οποίο προώθησε την ύστατη στιγμή προεκλογικά τον διορισμό της υπερσυντηρητικής Εϊμι Κόνεϊ Μπάρετ στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ ήταν γιατί ήλπιζε πως η συντηρητική πλειοψηφία των δικαστών θα τον βοηθούσε να παραμείνει στον Λευκό Οίκο. Και εντούτοις, πολλοί θεωρούν πως χωρίς την πανδημία, η οποία του στέρησε ένα από τα ισχυρότερα προεκλογικά του επιχειρήματα, τον οικονομικό απολογισμό του, και ανέδειξε σε όλο της το τραγικό μεγαλείο την ανικανότητά του, θα είχε επανεκλεγεί. Το βέβαιο είναι πως ο Ντόναλντ Τραμπ δεν ήταν απλώς μία παρένθεση, ένας περαστικός εφιάλτης, ήταν το σύμπτωμα της κρίσης που διέρχεται η Αμερική, η αμερικανική δημοκρατία: ο Τζο Μπάιντεν υπόσχεται επιστροφή στην «κανονικότητα», έχει όμως ένα τιτάνιο, σχεδόν ακατόρθωτο έργο μπροστά του. Οσο για τον ίδιο τον Τραμπ, αν καταδικαστεί από το Κογκρέσο, αν στερηθεί τα προνόμια του πρώην προέδρου και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, αν προχωρήσουν οι ποινικές / αστικές έρευνες σε βάρος του και τον προλάβει η Δικαιοσύνη, ίσως πάψει επιτέλους να «διασκεδάζει».