Οι λεπτομέρειες που έγιναν γνωστές μέσα από τα όσα δήλωσαν στην Αστυνομία οι δύο νεαροί κατηγορούμενοι για τον άγριο ξυλοδαρμό του σταθμάρχη στην αποβάθρα του σταθμού Ομόνοιας αλλά και η ίδια η μαρτυρία του άτυχου άνδρα που έκανε λόγο για «αγρίμια» και για «μένος» με «πρόθεση να σκοτώσουν», σόκαραν την κοινή γνώμη ακόμα περισσότερο και από τα ίδια τα πλάνα ωμής βίας. Το νεαρό της ηλικίας τους (15 και 17 ετών), η συγκάλυψη από τη μητέρα τους, η εμπλοκή κρατικού αξιωματούχου σε ρόλο «βύσματος» και «καθοδηγητή» αλλά και η δική τους έως τώρα στάση που δεν δείχνει ίχνος μεταμέλειας ανοίγουν μια τεράστια συζήτηση για τα φαινόμενα βίας σε αυτή την ευαίσθητη ηλικία.
Το ποινικό κομμάτι της υπόθεσης έχει δρομολογηθεί με την ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος που ασκήθηκε στους δύο ανηλίκους για βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη όπως και με τη δίωξη που τους άσκησε ο εισαγγελέας για απείθεια μετά την άρνησή τους να δώσουν αποτυπώματα. Αλλά και στον ειδικό φρουρό, που φέρεται να γνώριζε για το περιστατικό, με τη δίωξη για παράβαση καθήκοντος και υπόθαλψη εγκληματία, ενώ είναι προγραμματισμένο να οδηγηθούν και οι τρεις ενώπιον του ανακριτή την Τρίτη για να απολογηθούν. Για το κατά πόσο η συγκεκριμένη υπόθεση αποτελεί ένα ελληνικό φαινόμενο, όπου μια μάνα προκειμένου να καλύψει την παραβατική συμπεριφορά των παιδιών της δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει έναν ειδικό φρουρό ώστε οι γιοι της να «πέσουν στα μαλακά», μιλά στα «ΝΕΑ» η ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια Αγγελική Παναγιωτοπούλου, η οποία ρίχνει φως στο περιστατικό, το οποίο ερμηνεύει ως «ένα πολυδιάστατο φαινόμενο των σύγχρονων κοινωνιών, πίσω από το οποίο κρύβεται η κρίση των αξιών, της συνέπειας και της εμπιστοσύνης στους θεσμούς».
Η συγκάλυψη από την οικογένεια
«Είναι στη φύση μας η οργή, ο θυμός, η επιθετικότητα. Ομως μέσα από τις αξίες, από το οικογενειακό περιβάλλον, από το σχολικό περιβάλλον, από τα περιβάλλοντα στα οποία εντάσσονται τα παιδιά καθώς μεγαλώνουν, μαθαίνουν να εκφράζουν αυτή την επιθετικότητα με λιγότερο καταστροφικούς τρόπους.
Τέτοια επεισόδια υποδεικνύουν κάποια ψυχοπαθολογία του παιδιού, θέματα προσωπικότητας ή την επαναλαμβανόμενη έκθεση του παιδιού σε βίαιες συμπεριφορές. Αυτό μπορεί να είναι από το οικογενειακό περιβάλλον, εκτός οικογενειακού περιβάλλοντος, δηλαδή να είναι επιρροή από συνομηλίκους ή από videogames. Αν ένα παιδί είναι σε μια ομάδα συνομηλίκων όπου υπάρχει έντονη βία, η επιρροή της οικογένειας, ακόμα και αν είναι θετική, μειώνεται γιατί είναι πιο έντονη η επιρροή των συνομηλίκων σε αυτή την ηλικία. Εδώ όμως βλέπουμε ότι η οικογένεια συγκάλυψε τη βία. Αρα αυτό, πιθανότατα, δείχνει πώς μπορεί κάποιος στο οικογενειακό περιβάλλον να χειρίζεται την έκφραση βίας, ίσως χωρίς συνέπεια», εξηγεί η ειδικός και εστιάζει στην εφηβική ηλικία και στον ρόλο της οικογένειας: «Στην εφηβεία μπορεί να υπάρχει πιο έντονη παρορμητικότητα, όμως δεν είναι συνηθισμένο οι έφηβοι να αντιδρούν έτσι. Ενσυναίσθηση σίγουρα δεν είχαν εκείνη τη στιγμή. Δεν μπορούσαν να δεθούν με το πώς νιώθει εκείνος ο άνθρωπος. Κάποτε οι γονείς ήταν πολύ τιμωρητικοί. Τώρα περνάμε σε οικογένειες που είναι τόσο “παιδοκεντρικές”, που είναι απόλυτα επιτρεπτικές σε βίαιες συμπεριφορές. Το ενδεδειγμένο είναι ο γονέας να αποδεχθεί το παιδί του, ακόμα και με τη χειρίστη των πράξεων, να είναι ένα περιβάλλον προστασίας – όπως προσπάθησε να κάνει και αυτή η μητέρα -, αλλά με όρια. Να μην το κλωτσήσει έξω, αλλά να του εμφυσήσει το να μπορεί να κάνει το σωστό από εκεί και πέρα. Να υποδεχτεί το παιδί και να το καθοδηγήσει στη σωστή πράξη».